Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας… «Δράκος»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας… «Δράκος»

Το 1954 ο 28άχρονος Νίκος Κούνδουρος κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο σινεμά με τη «Μαγική πόλη». Ενθουσιασμένος με το σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, ο Κούνδουρος από τη μια μεριά περιγράφει την προσφυγική φτωχογειτονιά και τους φτωχοδιάβολους με τα τσακισμένα όνειρα και την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης και από την άλλη καταγράφει τον λούμπεν μικρόκοσμο ενός υπόγειου σφαιριστηρίου της Ομόνοιας που αποτελεί έδρα μιας συμμορίας λαθρεμπόρων. Η αγάπη και ο σεβασμός για τον λαϊκό άνθρωπο φαίνονται σε κάθε σκηνή του νεορεαλιστικού φιλμ που γύρισε ο εικαστικός καλλιτέχνης (με σπουδές ζωγραφικής και γλυπτικής στην ΑΣΚΤ) αλλά και μέλος του ΕΛΑΣ Κούνδουρος, ο οποίος πολέμησε στα Δεκεμβριανά με τον λόχο σπουδαστών «Λόρδος Βύρων».

Στη «Μαγική πόλη» ξεκίνησε και η συνεργασία του Κούνδουρου με τον Θανάση Βέγγο, ο οποίος μάλιστα εκεί έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά. Ο σκηνοθέτης είχε γνωρίσει στη Μακρόνησο τον επίσης εξόριστο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων –και άσχετο με την υποκριτική– Βέγγο και του είχε υποσχεθεί πως όταν κάποτε γίνει σκηνοθέτης θα τον κάνει ηθοποιό στις ταινίες του. Οπερ και εγένετο…

Ο «Δράκος» γυρίστηκε δύο χρόνια μετά τη «Μαγική πόλη», το 1956. Το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη αφηγείται τη ζωή ενός ασήμαντου τραπεζικού υπαλλήλου, του Θωμά (Ντίνος Ηλιόπουλος), που ετοιμάζεται να περάσει μόνος το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όταν έντρομος ανακαλύπτει ότι είναι φτυστός μ’ έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν «δράκο». Λόγω της παρεξήγησης η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ της Τρούμπας. Εκεί τα μέλη μιας συμμορίας αρχαιοκαπήλων με αρχηγό τον «χοντρό» (Γιάννης Αργύρης) τον αντιμετωπίζουν ως τον γνήσιο «δράκο» και του προτείνουν να τους δώσει συμβουλές για μια κομπίνα που ετοιμάζουν. Τα πράγματα όμως θα γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα όταν η νεαρή προστατευόμενη και αγαπημένη του «χοντρού» δείξει ενδιαφέρον και τρυφερότητα για τον αινιγματικό «δράκο». Σκηνικό της ταινίας είναι ο ταυτόσημος με το περιθώριο για εκείνη την εποχή Πειραιάς και οι κακόφημες γειτονιές του, στις οποίες κατοικούσαν κυρίως φτωχοί και παράνομοι.

Μια ταινία «αίσχος για τη χώρα»

Η ταινία αυτή, όπως και η «Μαγική πόλη», επιλέγεται και προβάλλεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και ξεχωρίζει αμέσως αποσπώντας ειδική μνεία από την κριτική επιτροπή. Παρότι διαγράφει αξιόλογη πορεία στο εξωτερικό, στην Ελλάδα πατώνει εμπορικά, ενώ διχάζει και την εγχώρια κριτική. Ενδεικτική είναι η εχθρική στάση των εφημερίδων της εποχής «Εστία» και «Αυγή», που κατηγόρησαν την ταινία ως ανθελληνική («πρόκειται για ένα αίσχος για τη χώρα») και ζήτησαν την επέμβαση του εισαγγελέα προκειμένου να σταματήσει την προβολή της στις αίθουσες.

Από τις ελάχιστες φωνές που στάθηκαν δίπλα στον Κούνδουρο υπογραμμίζοντας την αξία του φιλμ ήταν εκείνη της Ρωζίτας Σώκου, που έγραψε ότι «ο Δράκος αποτελεί την συγκλονιστική προσφορά της Ελλάδος στην διεθνή κινηματογραφική ποίηση και παίρνει δικαιωματικά τη θέση του ανάμεσα στα πρωτοποριακά έργα της ευρωπαϊκής παραγωγής». Ενισχύοντας την παραπάνω θέση, ο Μάριος Πλωρίτης τόνισε πως «ο Δράκος πηγαίνει πολύ μακρύτερα και πολύ βαθύτερα από κάθε άλλη ελληνική ταινία. Για πρώτη φορά ο ελληνικός κινηματογράφος κάνει ένα βήμα τόσο τολμηρό». Στο ίδιο κλίμα, η Αγλαΐα Μητροπούλου στη στήλη της στην «Αθηναϊκή» ανέφερε πως «πρώτη φορά γυρίστηκε στην Ελλάδα μια ταινία με την αναμφισβήτητη αξία και την σωστή κινηματογραφική αντίληψη του Δράκου», ενώ ο Μ. Καραγάτσης δήλωνε επίσης θαυμαστής του έργου («Πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που μας προσέφερε τελευταία το ευρωπαϊκό κλίμα»).

Ο Νίκος Κούνδουρος είχε πει για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ταινία στην εποχή της: «Μπήκα κρυφά στις αίθουσες όπου παιζότανε “Ο Δράκος” για να δω τις αντιδράσεις του κοινού. Στο Ρεξ και το Αττικόν, άκουσα τα σφυρίγματα και τις ειρωνικές φωνές των θεατών που ένιωθαν εξαπατημένοι. Περίμενα να τους δω να βγαίνουν και κάποιοι μου έσφιξαν σιωπηλά το χέρι. Τότε έμαθα μια κι έξω πως εγώ κι αυτό το άγνωστο πλήθος δε θα ’χαμε ποτέ καλές σχέσεις. Επίσης στα σχόλιά τους οι κριτικοί μιλούσαν για “μια κακή ταινία, ψεύτικη, φτιαχτή” και για “αρρωστημένη φαντασία”. Για “έναν καλλιτέχνη που θέλει να καταπλήξει με την υπερβολή και την ασυναρτησία” και ότι “αποτελεί, χωρίς άλλο, αίσχος για τη χώρα μας”» ολοκληρώνει το κατηγορώ του ο σκηνοθέτης.

Αναγνωρίστηκε δέκα χρόνια μετά

Η ταινία σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή από πολλές απόψεις για τον ελληνικό κινηματογράφο, που έκανε εκείνη την εποχή τα πρώτα δειλά βήματα προς την ενηλικίωση. Ο Κούνδουρος δανείζεται στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το αμερικανικό και το γαλλικό φιλμ νουάρ για να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Αρχικά πολλοί διέκριναν στην ιστορία του παρεξηγημένου ανθρωπάκου ένα σχόλιο για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τη μοναξιά. Η βαθύτερη ανάλυση της ταινίας πάνω στα θέματα που έθιγε άργησε – υπήρχε και το ζήτημα της λογοκρισίας, για το οποίο ο σκηνοθέτης ανέφερε πως «επειδή η λογοκρισία κάθε λογής, άμεση, επίσημη και ανεπίσημη μας κύκλωνε, με τον Καμπανέλλη στήσαμε μια ταινία με αλλεπάλληλους κώδικες, τους ίδιους που έχουν και οι φυλακισμένοι, με ένα, δύο, τρία χτυπήματα». Επρεπε να περάσουν δέκα χρόνια για να αρχίσει να συζητείται το βάθος της ταινίας αλλά και να αναγνωριστεί η αξία της. Ο «Δράκος» μιλάει για την προσπάθεια επιβίωσης ενός φοβισμένου ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο. Η αίσθηση απομόνωσης και φόβου εντείνεται όχι μόνο από τη μετεμφυλιακή καταπιεστική συναίνεση και την εξάρτηση της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις, αλλά κυρίως από τον τρόμο της δράσης του παρακράτους.

Ο «Δράκος» δεν είναι όμως μόνο μια διεξοδική ματιά πάνω στη ρημαγμένη μεταπολεμική Ελλάδα αλλά και μια αντιπροσωπευτική εικόνα τού υπό διαμόρφωση εγχώριου κινηματογράφου που αναζητά ακόμη τα στοιχεία της προσωπικής του ταυτότητας. Ο Κούνδουρος χρησιμοποιεί επίσης αναφορές σε διαφορετικά είδη αφού ακόμη και ως μαύρη κωμωδία μπορεί να… διαβάσει κάποιος την ιστορία του Καμπανέλλη λόγω του παράδοξα φιλόδοξου εγχειρήματος της συμμορίας να κλέψει μια από τις στήλες του Ολυμπίου Διός! Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραψε ότι με αυτή την ταινία το ελληνικό σινεμά «πέρασε από την προϊστορία στην Ιστορία καθώς αυτή είναι η πρώτη πραγματικά σημαντική ταινία ελληνικού κινηματογράφου», ενώ η Κατίνα Παξινού λάτρεψε το φιλμ και το αποκάλεσε «πραγματικό άθλο για τον ελληνικό κινηματογράφο».

Ο πιο δραματικός Ντίνος Ηλιόπουλος

Μια από τις αποκαλύψεις του φιλμ είναι φυσικά η παρουσία του Ντίνου Ηλιόπουλου, όχι μόνο στον πιο κόντρα ρόλο αλλά ίσως στον πιο σκοτεινό χαρακτήρα που υποδύθηκε ποτέ στην πλούσια και κυρίως κωμική καριέρα του. Ο Ηλιόπουλος δεν ένιωθε άνετα με την ταινία αυτή και τον ενοχλούσε ιδιαίτερα όποτε του ανέφεραν ότι ήταν η πιο σημαντική ερμηνεία του. «Θεωρώ ότι έχω και άλλες καλές ερμηνείες και δεν επιθυμώ όσοι ασχολούνται με τον κινηματογράφο να μένουν προσκολλημένοι μόνο σε αυτή την ταινία. Ηταν ίσως έκπληξη για κάποιους το γεγονός ότι έπαιξα στον “Δράκο”, επειδή ήταν ένας δραματικός ρόλος τον οποίο ίσως δεν περίμεναν να τον βγάλω εις πέρας» έλεγε. Θεωρούσε βέβαια τον συγκεκριμένο ρόλο αρκετά σημαντικό «λόγω του καλογραμμένου χαρακτήρα από τον Καμπανέλλη», ενώ από τα γυρίσματα θυμόταν με τρυφερότητα την τιμή που του έκανε ο Κούνδουρος επιλέγοντάς τον για τον ρόλο αν και στην αρχή ο Ηλιόπουλος είχε ενδοιασμούς. «Φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να ισορροπήσω στον ρόλο του σχοινοβάτη. Ο,τι πέτυχα έγινε χάρη στη διαφώτιση και τις προσεκτικές οδηγίες του Κούνδουρου που μου έδωσε να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτός ο κορυφαίος ρόλος της καριέρας μου» είχε πει ο Ηλιόπουλος. Ο ίδιος ξεχώριζε δύο ρόλους του σε ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου. Στον «Τζο τον τρομερό» και στις «Κυρίες της αυλής».

Στις αρετές της ταινίας είναι φυσικά και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος διασκεύασε μοναδικά τη γνωστή «Νεραντζούλα φουντωτή». Το κλασικό παραδοσιακό τραγούδι μόλις που αναγνωρίζεται σε αυτή την πειραγμένη μορφή του στην κορυφαία σκηνή όπου η ορχήστρα του καμπαρέ παίζει για τους Αμερικανούς θαμώνες ένα «ελληνικό γούγκι μπούγκι» πριν να ακολουθήσει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που χορεύουν τα μέλη της συμμορίας. Είναι μια καταπληκτική σκηνή χορογραφίας όπου παρακολουθούμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες κάθε κακοποιού, καθώς και τη λαχτάρα τους να επιτύχει η επιχείρηση «μπας και αλλάξει η ζωή τους». Ο χορός, οι ευχές και οι προσευχές των παρανόμων παίρνουν τη μορφή μιας παράδοξης τελετουργίας, όπου όλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις ικανότητες του «δράκου».

Η Μαρία Κομνηνού, διευθύντρια της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, γράφει για την ταινία: «Μετά την πρώτη νεορεαλιστική ταινία “Μαγική πόλη” του 1954, ο Κούνδουρος με τον “Δράκο” φέρνει στην Ελλάδα τον “κινηματογράφο του δημιουργού”, ο οποίος, όπως σημειώνει η Αγλαΐα Μητροπούλου, “αφορά την ικανότητα σκηνοθετών να λειτουργήσουν έξω από τη λογική της εμπορικής παραγωγής και αφετέρου τη διαμόρφωση της δικής τους προσωπικής έκφρασης”. Ο Κούνδουρος ανατρέπει τα στερεότυπα του φιλμ νουάρ βάζοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο αντί για ένα σκληρό άντρα ένα κακομοίρη με φανερή σεξουαλική απειρία και αντί για μια φαμ φατάλ μία έφηβη που κλαίει όταν ο προστάτης της δεν την αφήνει να χαζέψει τις κούκλες. Στην ταινία οι κλασικοί κανόνες του είδους ανατρέπονται και στην αναπαράσταση της σύγκρουσης νομιμότητας/ παρανομίας. Δηλαδή ενώ στην περίπτωση των κλασικών ταινιών του είδους οι θεατές καλούνται να ταυτιστούν με τις δυνάμεις του “νόμου” και της “τάξης”, στην περίπτωση του “Δράκου” καλούνται να ταυτιστούν με τους παράνομους. Ο Κούνδουρος με το σενάριο του Καμπανέλλη συγκροτεί μια αφήγηση για έναν άπραγο υπαλληλάκο που υποδύεται τον μεγαλοκακοποιό και επιτυγχάνει να συναρθρώσει την παράδοση του ρεμπέτικου με την παρανομία, αρθρώνοντας μια κριτική θέση στη μετεμφυλιακή καταπιεστική συναίνεση και ανιχνεύοντας μια αντιθετική δημόσια σφαίρα».

Και διεθνής αναγνώριση

Η μεγάλη αναγνώριση της ταινίας είχε και διεθνή… υπογραφή. Ενας από τους διασημότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, ο Τζόναθαν Φράνζεν, στο μυθιστόρημά του «Ελευθερία» έβαλε τους πρωταγωνιστές του να παρακολουθούν τον «Δράκο» σε προβολή στον κινηματογράφο. Η αναφορά της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου από τον Φράνζεν προκάλεσε μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για το φιλμ και οδήγησε τον κριτικό κινηματογράφου του «Guardian» Πίτερ Μπράντσο να χαρακτηρίσει τον «Δράκο» «σπουδαία ταινία».

Η ουσία είναι πως η πρωτοποριακή δύναμη του φιλμ είναι αναμφισβήτητη σήμερα καθώς ο Κούνδουρος συνέθεσε ιδανικά την εισβολή της αρχαίας τραγωδίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας του ’50 με απόλυτα κινηματογραφικούς αλλά και πολιτικούς όρους. Δεν ήταν μόνο η φόρμα του εξπρεσιονισμού που ταίριαξε απόλυτα με το νεορεαλιστικό ύφος ή τους κώδικες του νουάρ αλλά και ο τρόπος που ο Κούνδουρος οραματίστηκε το μέλλον του ελληνικού σινεμά με μια κωμική τραγωδία που δεν είχε αντίστοιχο μέχρι τότε. Μια τυπική ελληνική τραγωδία δηλαδή, στην οποία φυσικά το πολιτικό στοιχείο είναι όχι μόνο αναπόσπαστο αλλά και αναγκαίο.

Documento Newsletter