Ο ιστορικός Στάθης Γκότσης περιηγείται στην Ακρόπολη και κάνει αυτοψία στις πρόσφατες επεμβάσεις που προκαλούν θλίψη
Πριν από λίγες µέρες, όταν επιτέλους άνοιξαν εκ νέου οι αρχαιολογικοί χώροι που παρέµεναν κλειστοί επί µακρόν, ανέβηκα στην Ακρόπολη για να δω µε τα ίδια µου τα µάτια τις νέες διαστρώσεις τµήµατος της επιφάνειας του βράχου. Αυτές για τις οποίες γίνεται έντονη συζήτηση –πυκνότερη τελευταία– από τα τέλη του περασµένου Οκτωβρίου, όταν οι πρώτες φωτογραφίες από τα έργα που ήταν τότε σε εξέλιξη είδαν το φως της δηµοσιότητας.
Έχοντας δει πληθώρα σχετικού φωτογραφικού υλικού, παλαιότερου και νεότερου, έχοντας διαβάσει και ακούσει διαφορετικές προσεγγίσεις επί του θέµατος, ήδη είχα διαµορφώσει µια κριτική στάση απέναντι στο όλο εγχείρηµα. Όχι µόνο για το αισθητικό αποτέλεσµα των επεµβάσεων αλλά και για τη σκοπιµότητά τους. ∆ιατηρούσα ωστόσο µια κρυφή ελπίδα πως ίσως τελικά, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της εικόνας που ξεδιπλώνεται πλέον µπροστά στα µάτια του επισκέπτη, τα πράγµατα να µην είναι τόσο τραγικά, οι φωτογραφίες να µην αποδίδουν την πραγµατικότητα, οι περιγραφές να είναι υπερβολικές.
∆ιαψεύστηκα. Η εικόνα που αντίκρισα από τα Προπύλαια προς τον Παρθενώνα ήταν αποκαρδιωτική. Όχι, οι φωτογραφίες τωόντι δεν αποτυπώνουν την πραγµατικότητα. Αυτό που βλέπεις από κοντά είναι χειρότερο. Το φρέσκο υλικό, χυµένο φαρδύ πλατύ, απαστράπτον και αναιδές, κραυγάζει πως είναι ξένο µε τον χώρο. Η φρεσκοστρωµένη επιφάνεια σκληρού δαπέδου σε υποδέχεται εξαρχής στην πλατεία που ανοίγεται µπροστά στα Προπύλαια, παραπέµποντας σε φτηνή εργολαβία διαµόρφωσης ενός τυχαίου υπαίθριου χώρου στάθµευσης αυτοκινήτων. Στενάχωρο θέαµα.
Τα τσιµέντα διασπούν βίαια την ενότητα
Τα παιδιά µου, µαθητές δηµοτικού και συνοδοί µου σε αυτή την επίσκεψη, η οποία όπως οι δεκάδες που κάνουµε µαζί τα τελευταία χρόνια σε αρχαιολογικούς χώρους ανά την Ελλάδα φιλοδοξούσε να έχει και εκπαιδευτικό περιεχόµενο, µε ρώτησαν γιατί µένω σιωπηλός. Έσκυψα το κεφάλι αµήχανος. Ήθελα στην επίσκεψη αυτή να τους µιλήσω για τον βράχο ως ενιαίο µνηµειακό σύνολο φυσικού περιβάλλοντος, πετρώµατος και κτισµάτων, να δουν µε τα δικά τους µάτια την Ακρόπολη όχι ως άθροισµα µεµονωµένων κτισµάτων, αλλά ως ενιαία γλυπτή δηµιουργία φύσης και ανθρώπων, ως απαράµιλλο και σύνθετο µνηµείο που έχει να αφηγηθεί πολλαπλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες, ως µνηµειακό τοπίο (monumental landscape) µοναδικής οµορφιάς, όπως ακριβώς το διατύπωνε και η UNESCO το 1987, αναπτύσσοντας το πρώτο από τα κριτήρια ένταξης της Ακρόπολης στον κατάλογο µνηµείων της Παγκόσµιας Πολιτιστικής Κληρονοµιάς. Πώς να το δούµε τώρα αυτό µε τα τσιµέντα να διασπούν βίαια την ενότητα, αποµονώνοντας σε σηµεία τα κτίσµατα τόσο από τον βράχο όσο και µεταξύ τους;
Μα δεν είναι τσιµέντο, είναι «τεχνητός λίθος» µικρής περιεκτικότητας σε τσιµέντο, θα διορθώσει ο υποβολέας από το υπουργείο Πολιτισµού, µήπως και εκείνο το «λίθος» θολώσει κάπως τα νερά και αλλάξει η εντύπωση της τσιµεντόστρωσης. Εντάξει, είναι τεχνητός λίθος, δηλαδή σκυρόδεµα, άλλως µπετόν. ∆εν είναι λοιπόν τσιµεντόστρωση, αλλά διάστρωση µε µπετόν, τουτέστιν µπετονάρισµα. Μέχρι να έρθει ο ίδιος ο Μανόλης Κορρές για να υποστηρίξει δηµόσια πως το τσιµέντο είναι «φυσικό υλικό» και δεν πρέπει να είµαστε τόσο απαξιωτικοί απέναντί του… Θα µπορούσε πολλά να αντιτείνει κανείς επ’ αυτού, πόσο µάλλον οι γεωλόγοι, οι ειδικοί στα υλικά και στη βραχοµηχανική επιστήµονες, που όσο να ’ναι κάτι παραπάνω θα γνωρίζουν για τη σύσταση του συγκεκριµένου βιοµηχανικού υλικού και τις τυχόν αλλοιώσεις που µπορεί να επιφέρει η εκτεταµένη χρήση του τόσο επί του πετρώµατος όσο και στους κάτω από την επιφάνειά του σπηλαιώδεις σχηµατισµούς.
Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να µη δηµιουργούνται εντυπώσεις. Γιατί εδώ που τα λέµε, ως προς την εικόνα που εκπέµπουν στον επισκέπτη οι νέες διαστρώσεις, η σύσταση του υλικού διάστρωσης λίγη σηµασία έχει. Λυπάµαι, αλλά ούτε η πατίνα του χρόνου, ένα επιχείρηµα που άρχισε πρόσφατα να ακούγεται, θα αλλάξει την οικοδοµική εικόνα προβλήτας λιµανιού, µε τις επιφάνειες και τα περιγράµµατα εργοταξιακής κατασκευής, µε τις διαστρώσεις να πλησιάζουν σε απόσταση λίγων εκατοστών τα κτίρια. Θα κάνει απλώς πιο βρόµικο ένα βιοµηχανικό δάπεδο. Ούτε φυσικά µπορεί να είναι σοβαρό επιχείρηµα πως λόγω της µεγάλης ηλικίας του επικεφαλής της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνηµείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για την πληρέστερη έρευνα άλλων υλικών αντί του σκυροδέµατος. Οι επεµβάσεις στην Ακρόπολη, ένα µνηµείο που µετρά χιλιάδες χρόνια ιστορικής διαδροµής, δεν είναι δυνατόν να προσαρµόζονται στον βιολογικό κύκλο µεµονωµένων προσώπων, όσο «αυθεντίες» κι αν είναι αυτά στον επιστηµονικό τοµέα τους.
Το νέο γεφυράκι των… στεναγµών
Γύρω από τον Παρθενώνα το βλέµµα των παιδιών τραβούσαν συχνά από το κτίσµα οι παράξενες εκείνες τρύπες στην τσιµεντόστρωση από τις οποίες ξεπροβάλλει ο βράχος ακάλυπτος, θαρρείς σε µια αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγει από το υλικό που τον πνίγει. Για τις τρύπες αυτές, όπως και για τα σηµεία που το τσιµέντο τελειώνει απότοµα και η διάστρωση σαν να σβήνει ξαφνικά, λες και ξέµεινε ο εργολάβος από υλικά, δεν είχα απαντήσεις.
Προτίµησα να γυρίσω την κουβέντα στη θεά Αθηνά, στον Ικτίνο, τον Καλλικράτη και τον Φειδία και στις περιπέτειες του βράχου µες στους αιώνες. Τα παιδιά ήξεραν ήδη από το σχολείο και από τη µικρή προετοιµασία που είχαµε κάνει από το σπίτι για τη µετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό και κατόπιν σε µουσουλµανικό τέµενος, για τον Μοροζίνι και τον βοµβαρδισµό. «Και πού φαίνονται όλες αυτές οι περιπέτειες;» µε ρώτησαν. Τους εξήγησα πως οι παλαιότεροι από µας είχαν επιλέξει αυτά τα στοιχεία που θυµίζουν την ιστορική διαδροµή του βράχου να τα αφαιρέσουν σε µεγάλο βαθµό για να αναδείξουν το µνηµείο όπως ήταν κυρίως στα κλασικά χρόνια, µια αντίληψη που έχει πλέον ανατραπεί, και πως σήµερα, υπό κανονικές συνθήκες και σύµφωνα µε τις διεθνώς αποδεκτές αρχές για τη διατήρηση και συντήρηση των µνηµείων, προτάσσεται η ανάδειξη της πληθώρας των διαχρονικών στοιχείων τους και όχι η ανακατασκευή µιας υποτιθέµενης «αρχικής µορφής» τους. ∆εν θέλησα να συνεχίσω πως στην περίπτωση της Ακρόπολης φτάσαµε δυστυχώς να συζητάµε εκ νέου τη Χάρτα της Βενετίας µε αφορµή τις διαστρώσεις και την «οραµατική» πρόταση για «ανακατασκευή» µε νέο, φερτό υλικό, πλατωµάτων και ταρατσών-ανδήρων του 5ου αιώνα πΧ.
«Τι είναι εκείνο το άσχετο βιοµηχανικό πράγµα;» ρώτησε ο µικρός µου γιος, δείχνοντας το καινούργιο γεφυράκι που ενώνει την απόληξη του νέου ανελκυστήρα µε την επιφάνεια του βράχου, λίγα µέτρα από το Ερέχθειο. Του εξήγησα την αναγκαιότητα να βρεθεί µια λύση ώστε οι ανάπηροι ή άλλα άτοµα µε δυσκολία στην κίνηση να µπορούν να ανέβουν στην Ακρόπολη µε έναν διαφορετικό τρόπο και όχι ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόµο που είχαµε πάρει εµείς. ∆εν σχολίασα παραπάνω τη βαριά αυτή κατασκευή µε τα τεράστια µεταλλικά πέδιλα ούτε τη συνολική γυαλιστερή και παράταιρη αισθητική του ανελκυστήρα, που θα µπορούσαν, υποθέτω, να έχουν αποφευχθεί µε µια προσεκτικότερη και περισσότερο προσαρµοσµένη στο µνηµείο µελέτη. Ούτε βέβαια ανέφερα πως εκεί ακριβώς είχε «χρειαστεί» αντί για αλλαγή στον σχεδιασµό, να καταστραφούν, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και παράτυπο, µερικοί αρχαίοι πωρόλιθοι που είχαν την «ατυχία» να βρεθούν στο σηµείο. ∆εν είπα κουβέντα και για το ντροπιαστικό γεγονός, το οποίο τώρα πια όλοι παραδέχονται, πως ήταν προσχηµατική η επίκληση στην ανάγκη κίνησης των αναπήρων για να γίνουν οι εκτεταµένες διαστρώσεις στον βράχο, διαστρώσεις που άλλωστε δεν τηρούν τους βασικούς κανόνες για την προσβασιµότητα των κινητικά αναπήρων.
Επιστρέφοντας από την Ακρόπολη ήµουν περισσότερο ανήσυχος. Και θυµωµένος. Όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό στον βράχο. Ειδικοί και µη ειδικοί καλό είναι να ανέβουν εκεί και να δουν τις επεµβάσεις µε τα δικά τους µάτια. Και όλοι µαζί να ζητήσουµε να διορθωθεί αυτό που έγινε και να σταµατήσουν οι σκέψεις να συµβούν τα χειρότερα.