Τον Γιάννη Σπανό τον βάζω στους σημαντικότερους συνθέτες που γέννησε ο τόπος. Μαζί με τους δύο μπαμπάδες, για ’μένα είναι ο Πρωτομάστορας. Τον έχω στα ίδια δωμάτια, στο ίδιο σπίτι.
Και για να μην ξεπέσουμε σε αναλύσεις, που του είναι και του ίδιου εξαιρετικά αδιάφορες, τα ιδιαίτερα πιάνα του Σπανού μυρίζουν από χιλιόμετρα τον ήχο του: Τη φινέτσα της γαλλικής σχολής που την κατέχει άπταιστα.
Και τα μοναδικά του ζεϊμπέκικα, παρά πολλά, κι όλα αλφάδια, όλα υποδειγματικά. Το τραγούδι μας πλούτισε, φωτίστηκε, αγκάλιασε ποιητές, έφυγε ψηλά.
Ο Σπανός έχτισε αριστουργήματα
Ο Γιάννης Σπανός έχτισε Αριστουργήματα, με την ησυχία και τη φυσικότητα που κανείς αναπνέει. Ένας γενναιόδωρος, μέγας Τρυφερός και μάγκας με τα όλα του. Δεν διεκδίκησε ποτέ. Απλά εγκαθιδρύθηκε από το σύνολο της άπλετης προσφοράς του. Σε τραγουδιστές, στη νύχτα, στα βαριά μας μεθύσια αλλά και στις προσωπικές μας αφιερώσεις. Στα μπαράκια της νιότης μας και στα παντοτινά μας όνειρα, εκείνα που δεν ανταλλάξαμε με καμμιά εποχή.
Τον γνώρισα σ’ ένα μικρό μπαράκι, το «12» στην Αθανασίου Διάκου, στου Μακρυγιάννη, αρχές του ’80. Θα ’τανε δε θα ’τανε δέκα τετραγωνικά το μπαράκι, και πολλά λέω.
Εκεί μαζευότανε πολύς καλλιτεχνικός κόσμος. Κι έπαιζε για λίγο μεροκάματο κιθάρα και τραγουδούσε ο φίλος μου ο Χρήστος Λεττονός. Πήγαινα κι εγώ, μας συστήσανε. Αργά, καθότανε ο Γιάννης στο πιάνο και τραγουδούσαμε όλα του τα αθάνατα. Και τις ανθολογίες και τα σπασμένα καράβια και τις φλούδες μανταρίνι και γκομενιάζαμε, με την ελπίδα ότι δε θα φεύγαμε μόνοι.
Εκεί, με βάλανε οι φίλοι κι έπαιξα μπροστά του τα πρώτα μου τραγούδια. Αυτά τα πρώτα που μετά είπε η Μοσχολιού. Και μου είπε «μπράβο βρε». Ήταν η εποχή που το Ευαγγέλιο του Η Μοσχολιού τραγουδάει Σπανό, με στίχους του Μάνου Ελευθερίου, είχε κατοικήσει για πάντα μέσα μας.
Λίγους μήνες μετά, ο Γιώργος Μακράκης, παραγωγός στη Λύρα του Αλέκου Πατσιφά, ήρθε σπίτι μου ν’ ακούσει τα τραγούδια που έγραφα. Και μ’ έβαλε να γράψω κι άλλα για να τα πάει στη Μοσχολιού. Απ’ ό,τι όμως ήξερα, της ετοίμαζε ο Σπανός καινούργια· έτσι μου είχανε πει.
Του το είπα: «Κύριε Μακράκη, πώς θα τα πάτε στη Μοσχολιού αφού της ετοιμάζει ο κύριος Σπανός καινούργια;» «Μη σε νοιάζει εσένα», μου είπε ο Μακράκης, «γράψε εσύ». Έγραψα κι εγώ καμμιά σαρανταριά νομίζω. Πολλά απ’ αυτά σε στίχους του Τριπολίτη, που σε λίγο θα τον επέβαλλε ο Μακράκης με τρεις βαρβάτες δουλειές οι οποίες θα διαγράφανε η κάθε μια την πορεία της: Το Φράγμα του Μούτση, τον Επιβάτη του Θεοδωράκη και τα Σκουριασμένα χείλια του πρωτοεμφανιζόμενου κ.λ.π. κ.λ.π.
Όταν πια είχαμε κάπως προχωρήσει και είπε μετά από πολλά βάσανα ο κύριος Πατσιφάς το «ναι», πήρε ο Μακράκης τον Γιάννη στο τηλέφωνο να τον ρωτήσει αν είχε ετοιμάσει τα τραγούδια για τη Μοσχολιού. «Κάτι έχω κάνει», είπε ο Γιάννης. «Ξέρεις, μας έφερε κάτι τραγούδια ένας νέος συνθέτης, τον γνωρίζεις, έχετε συναντηθεί» κ.λ.π. κ.λ.π. Και ο Σπανός τότε του είπε αυτό: «Να κάνετε τα τραγούδια του παιδιού, είναι πολύ καλός, έχουμε καιρό εμείς».
Στον Γιάννη Σπανό, λοιπόν, οφείλω τα Σκουριασμένα χείλια. Στη γενναιοδωρία του και στη μεγάλη του καρδιά. Έδωσε τόπο σ’ έναν νεότερο που τον πίστευε, με την ησυχία που οι Μεγάλοι ξέρουν ότι η Πηγή τους είναι αστείρευτη. Κι έδωσε και σε ’μένα, που ήμουν τόσο νέος τότε, το μάθημα του τι πρέπει να κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω.
ΥΓ.: Αγαπημένε μου Γιάννη, για όλα και γι’ αυτό το τόσο δα, για τη Μουσική και τα τραγούδια, για όσα δικά σου ζήλεψα, χόρεψα τραγούδησα, αφιέρωσα· ευχαριστώ. Μα πιο πολύ που μ’ έχεις και σ’ έχω στην Αγάπη ταγμένο για πάντα. ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ ΣΕ ΔΙΑΛΕΞΑ ΓΙΑ ΑΚΡΙΒΗ ΜΟΥ ΠΙΣΤΗ.
Σταμάτης Κραουνάκης Πάντα 25 χρόνων, όπως τότε.
Ευχαριστούμε το περιοδικό «Μετρονόμος» που μας παραχώρησε το κείμενο του Σταμάτη Κραουνάκη το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 54 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014)