Μητέρα συλληφθέντος καταγγέλλει την αναίτια σύλληψη και τον ξυλοδαρμό νέων ανθρώπων που συμμετείχαν στη διαδήλωση της 17ης Νοεμβρίου στα Εξάρχεια.
Συγκεκριμένα, σε επιστολή της προς το topontiki.gr η καταγγέλλουσα Α.Κ. (το πλήρες όνομα βρίσκεται στη διάθεση της ιστοσελίδας) τονίζει:
«Την Κυριακή είχαμε κατέβει στην πορεία. Μετά την πορεία αποφασίσαμε να πάμε Εξάρχεια. Στο δρόμο είδαμε τον Κ. την Ε. και τα υπόλοιπα παιδιά. Τους είπαμε να προσέχουν γιατί φέτος ακούσαμε ότι θα είναι αλλιώς.
Μας είπαν ότι έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα πήγαιναν στο σπίτι της Ε. λίγο πιο πάνω από την Αραχώβης για να δουν ταινία. Μας έκαναν πλάκα “ζακετάκι να πάρετε” και χωρίσαμε. Καθίσαμε σε ένα καφέ στην Αραχώβης για λίγη ώρα γιατί σκεφτήκαμε ότι θα είναι δύσκολο να βρούμε ταξί και θα περιμέναμε λίγο να ανοίξουν οι δρόμοι.
Είδαμε να κατεβαίνουν μία διμοιρία ματ από μπροστά μας τρέχοντας προς τη Θεμιστοκλέους και σε λίγο ακούσαμε να πέφτουν κρότου λάμψης. Σκέφτηκα λες να είναι τα παιδιά ακόμα εκεί; Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο και μετά από πολλή ώρα, κατά τις 10, το σήκωσε ο Κ. και με πεθαμένη φωνή μου είπε είμαι καλά θα σε πάρω εγώ σε λίγο. Σκέφτηκα ότι βλέπουν ταινία και γι’ αυτό μιλάει σιγά. Πήγαμε σπίτι και στις 4 χτύπησε το τηλέφωνο. Κατάλαβα ότι κάτι κακό έγινε. Ήταν ο Κ. «Μας έχουν στη ΓΑΔΑ μας έχουν χτυπήσει πολύ και μας έχουν κατηγορήσει για πράγματα που δεν καταλαβαίνω, ότι τους χτυπήσαμε εμείς ότι πετάγαμε μολότοφ ότι είχαμε επάνω μας εκρηκτικά και τέτοια. Μας έχουν τρομάξει ότι θα μπούμε φυλακή και να βρούμε καλό δικηγόρο».
Τον ρώτησα αν είναι με τα άλλα παιδιά και μου είπε ναι. Του είπα ρώτα τι ώρα θα σας πάνε στην Ευελπίδων και μου απάντησε δεν μπορώ να ρωτήσω τίποτα εδώ γίνεται χαμός. Το πρωί κατεβαίνοντας στην Ευελπίδων πήρα τη μαμά της Ε. και τη ρώτησα αν γνωρίζει ότι τα παιδιά τα έχουν συλλάβει. Έβαλε τα κλάματα και με ρωτούσε συνέχεια «είναι καλά η Ε. μου;» Μετάνιωσα που την πήρα και κατάλαβα ότι δεν είχαν αφήσει όλα τα παιδιά να μιλήσουν με τους γονείς τους. Ούτε η μαμά του Θ. ήξερε κάτι, όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων.
Στην Ευελπίδων περιμέναμε μέχρι το μεσημέρι να τους φέρουν. Είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος. Οι περισσότεροι γονείς δεν ήξεραν τι ακριβώς έχει γίνει και περίμεναν με αγωνία τα παιδιά τους. Αυτό που συμπέρανα ακούγοντας κάποιους να μιλάνε με δικηγόρους είναι ότι τα παιδιά τους ήταν αυτό που λέμε «καμία σχέση». Γενικά. Καμία όμως! Βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Απέξω από το κτίριο 16 ήταν διμοιρίες με μπλε οι οποίοι δεν σε άφηναν να περάσεις αλλά ήταν πιο μαλακοί από τους άλλους με τα χακί που ήρθαν μετά. Αν τους έλεγες «έλα σε παρακαλώ κάνε στην άκρη που θα ρωτήσεις και πού πάω», έκαναν στην άκρη να περάσεις.
Μετά ήρθαν αυτοί με τα χακί τους οποίους, βλέποντάς τους κατάλαβα ότι είχαν περάσει σε άλλο επίπεδο. Μπήκαν στον προαύλιο χώρο με μεγάλη φόρα και ο προτελευταίος της διμοιρίας, ένας με λίγο μεγάλη περιφέρεια, ρώτησε μία κοπέλα από τους συγκεντρωμένους «γιατί με έφτυσες μωρή κ..» και άρχισε να την κοπανάει ρωτώντας την «δεν σας έφτανε το ξύλο χτες θέλετε κι άλλο;»
Φωνάξαμε κάποιοι που ήμασταν κοντά «εεε μην τη χτυπάς» και στράφηκαν εναντίον μας χτυπώντας μας και οδηγώντας μας προς την έξοδο των δικαστηρίων. Πρόλαβα και έφυγα από εκεί και ξαναμπήκα μέσα γιατί είχαν φέρει τα παιδιά με την κλούβα και ήθελα να είμαι εκεί.
Meanwhile, στις επίμονες πιέσεις των δικηγόρων και των γονέων σε έναν κυριούλη εκεί αστυνομικό με τον οποίο φαινόταν ότι μπορείς να συνεννοηθείς περισσότερο από τους άλλους (μέγα λάθος) να μας δώσουν τα στοιχεία των ματατζήδων της διμοιρίας, ο κυριούλης απαντούσε συνέχεια «και τι θέλετε να κάνω εγώ τώρα». Μετά διαπιστώσαμε ότι μίλησε με κάποιον από το walkie talkie και είδαμε τη διμοιρία να φεύγει και να έρχεται μία άλλη στους οποίους είχε δοθεί εντολή να κάθονται πιο μακριά.
Όταν έφτασαν τα παιδιά τα έβαλαν μέσα γρήγορα, φορούσαν όλα χειροπέδες, ήταν εμφανώς καταβεβλημένα, ήταν χτυπημένα, ανάμεσά τους ήταν ανήλικα των οποίων οι μανάδες έκλαιγαν όταν τα είδαν, κι όλα είχαν μία απορία στο βλέμμα γιατί τα περνούν όλα αυτά. Το μόνο που μας παρηγορούσε κάπως εμάς που τα βλέπαμε ήταν ότι είχαν το ένα το άλλο και έπαιρναν θάρρος από αυτό.
Περιμέναμε πολλή ώρα και κάποια στιγμή βγήκαν οι δικηγόροι και μας ενημέρωσαν ότι δυστυχώς το κατηγορητήριο ήταν πολύ βαρύ. Επικίνδυνες σωματικές βλάβες, απόπειρα έκρηξης, κατοχή εκρηκτικών υλών είναι αυτά που θυμάμαι. Στην αρχή είχα την εντύπωση ότι κάποιος μας κάνει πλάκα. Μετά είχα την αίσθηση ότι ο σκοπός όλου αυτού είναι ο φόβος. Θυμήθηκα τον Κ. στο τηλέφωνο που με πήρε στις 4 το πρωί να μου λέει «μας κατηγορούν για πολύ σοβαρά πράγματα και μας λένε ότι δεν θα γλιτώσουμε» και κατάλαβα τι εννοούσε.
Μετά από ώρα μάθαμε ότι τα κακουργήματα έγιναν πλημελλήματα και μετά από λίγο έβγαλαν τα παιδιά όλα μαζί και τα πήγαν σε ένα άλλο κτίριο. Από πίσω τους πηγαίναμε οι γονείς και δεξιά αριστερά είχε παντού ματατζήδες που είχαν παραταχτεί και περνούσαμε ανάμεσα. Στο άλλο κτίριο δεν μας άφησαν να μπούμε μέσα και ήρθε πάλι ο κυριούλης με τα walkie talkie να μας πει ότι κάνει τρομερές προσπάθειες με όλη τη δύναμη της καρδιάς του να πείσει την πρόεδρο να αφήσει να περάσουν μέσα οι γονείς (το αυτονόητο). Τα «κατάφερε» και μπήκαμε. Όχι μέσα. Στον προθάλαμο. Οι δικηγόροι μέσα ζήτησαν αναβολή ή προθεσμία δεν ξέρω, δεν γνωρίζω τίποτα από νομικά. Αποφασίστηκε να δικαστούν τη Δευτέρα 25/11. Μετά από λίγο τα άφησαν ελεύθερα.
Το βλέμμα του Κ. είχε αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες από την Κυριακή το βράδυ που τον είδα τελευταία φορά αλλά φόβο δεν είχε.»