Μήπως να αρχίσουμε τη συζήτηση;

Μήπως να αρχίσουμε τη συζήτηση;

Πέρασαν τέσσερις μήνες από την επάνοδο της δεξιάς στην κυβέρνηση κι από τα πρώτα δείγματα γραφής, φαίνονται αδρά οι γνωστές παλιές συνταγές της πολιτικής της, ενισχυμένες από την πενταετή στέρηση και την εκδικητικότητα.

Τίποτα δεν άλλαξε. Έχουμε την επιστροφή στην παλιά δεξιά κανονικότητα: Οικογενειοκρατία, ανικανότητα, αμορφωσιά, συνδιαλλαγή, λαμογιά. Πολύ γρήγορα, κατά την άποψή μου, θα έχουμε την φθορά της και η Ελληνική κοινωνία, ο Ελληνικός λαός (που πρέπει βέβαια να τον δούμε χωρίς ωραιοποιήσεις, μυθοπλασίες και ιδεοληψίες), θα αναζητήσει την καινούργια διακυβέρνησή του.

Στον ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά στον Αλέξη Τσίπρα πρέπει να πιστώσουμε το μεγάλο έργο που συνοψίζεται σε δυο πράγματα: Το 1ο είναι πως πήρε μια Ελλάδα στην εντατική και την έσωσε. Το 2ο είναι πως έδειξε στους Έλληνες πως η χώρα μπορεί να κυβερνηθεί και χωρίς να κλέβουν αυτοί που κυβερνούν. Πεποίθησή μου είναι πως αυτά τα δυο επιτεύγματα -που δεν του αναγνωρίστηκαν επαρκώς- θα επανέλθουν στο θυμικό του Έλληνα και θα τα αναγνωρίσει μεταχρονολογημένα.

Σκοπός αυτού του πονήματος δεν είναι να αποπειραθεί μια γενική πολιτική ανάλυση για όλα. Ούτε σκοπός είναι να πλέξει το εγκώμιο για τις πολλές και υπαρκτές επιτυχίες της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ. Σκοπός είναι να βοηθήσει στην ανασύνταξη της κεντροαριστεράς και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει καθιερωθεί πλέον ως η μεγάλη δύναμη του χώρου, ο οποίος πρέπει και μπορεί να αποτελέσει την επόμενη κυβερνητική επιλογή του εκλογικού σώματος. Και ναι μεν η δεξιά δεν προδιαγράφεται να μακροημερεύσει, αλλά καθώς οι κοινωνίες δεν δουλεύουν με τον αυτόματο πιλότο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να προετοιμαστεί για να ανακάμψει. Η προετοιμασία αυτή έχει σαν πρώτο βήμα την ορθή αποτίμηση της κυβερνητικής του θητείας και κυρίως των λαθών του, των ανεπαρκειών, των παραλείψεων ή και των υπαναχωρήσεών του. Εδώ θέλω να σταθώ κυρίως, καθώς βλέπω πως αυτός ο διάλογος δεν έχει ακόμα ανοίξει στα σοβαρά. Μόνο γενικολογίες, η παλιά γνωστή τακτική των αριστερών κομμάτων: «θεέ μου φύλαγέ με από την κριτική, από την αυτοκριτική φυλάγομαι μόνος μου». Περιμένουν λέει το συνέδριο, λες κι αυτή η υπόθεση είναι μόνον υπόθεση της οργανωμένης βάσης του και όχι της μεγάλης βάσης των ψηφοφόρων του, αν όχι ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα και με την πεποίθηση πως σήμερα -για τον πολύ κόσμο- αριστερά σημαίνει να κυβερνάς χωρίς να κλέβεις και να δημιουργείς τις συνθήκες ώστε να προχωρήσουν οι μεγάλες αλλαγές που ευαγγελίζεσαι (π.χ. διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, απονομή δικαιοσύνης, κλπ), λαμβάνοντας πάντα υπόψη την ωριμότητα της κοινωνίας και τους πολιτικούς συσχετισμούς.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που περιέγραψα, θα ήθελα να καταθέσω την κριτική μου για ορισμένα ζητήματα (ενδεικτικά), όπου θεωρώ πως έγιναν μεγάλα λάθη ή τα βήματα ήταν μετέωρα, κι αυτό βέβαια είχε αντίχτυπο στην συμπεριφορά των ψηφοφόρων που καταδίκασαν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ασφαλιστικό «Κατρούγκαλου»

Ο νόμος αυτός είναι αλήθεια πως έσωσε το δημόσιο σύστημα της ασφάλισης στην Ελλάδα. Όμως δημιούργησε πολλές αντιδράσεις γιατί στην φιλοσοφία του ήταν άδικος, καθώς μετέτρεψε τις ασφαλιστικές εισφορές σε φορολογία εισοδήματος. Δηλαδή για την ίδια σύνταξη, για την ίδια ποιότητα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, άλλος πλήρωνε λίγα κι άλλος πολλά (ακόμα και 5-6 φορές περισσότερα), ανάλογα με το εισόδημά του. Αυτό είναι άδικο. Άλλο φορολογία εισοδήματος κι άλλο ασφαλιστικό. Στην πορεία, καθώς κατάλαβαν το λάθος, έκαναν κάποιες διορθωτικές κινήσεις, αλλά και πάλι κράτησαν την λογική του φορολογικού στο ασφαλιστικό. Αυτό έφερε πολύν κόσμο απέναντι στην κυβέρνηση και δικαίως, καθώς αυτοί που την πλήρωσαν ήταν οι συνεπείς φορολογούμενοι, ή αυτοί που δεν μπορούσαν να κρύψουν εισοδήματα, καθώς ζούμε στην Ελλάδα και ξέρουμε τι γίνεται.

Οι παλιοί απόφοιτοι των ΤΕΙ

Από το 2018 ξεκίνησε η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, με την κατάργηση των ΤΕΙ και την μετατροπή τους σε πανεπιστήμια ή την απορρόφησή τους από τα ήδη υπάρχοντα πανεπιστήμια. Μια μεταρρύθμιση που ήταν αίτημα δεκαετιών της κοινότητας των ΤΕΙ και μεγάλου μέρους της Ελληνικής κοινωνίας και βέβαια εναρμονιζόταν με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα στην ανώτατη εκπαίδευση. Το γεγονός πως η όλη μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε μέσα σε 14 μήνες, «χωρίς ν’ ανοίξει μύτη», είναι ενδεικτικό του ότι είχε ωριμάσει μέσα στην Ελληνική κοινωνία.

Και ενώ έγινε αυτή η μεταρρύθμιση, άφησε εκτός τους παλιούς αποφοίτους των ΤΕΙ, αυτούς δηλαδή που είχαν τελειώσει από το 2001 μέχρι σήμερα, κάνοντας σπουδές τεσσάρων ετών στην ανώτατη εκπαίδευση. Σημειωτέο πως τα ΤΕΙ είναι ΑΕΙ από το 2001, είχαν τέσσερα χρόνια σπουδές, ήταν ενταγμένα στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και είχαν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Πιστωτικών Μονάδων (European Credit Transfer System), όπου τα μαθήματα σε ένα πανεπιστήμιο ή ένα ΤΕΙ με τέσσερα χρόνια σπουδών έχουν αμφότερα 240 ECTS (δηλαδή 30 ECTS /εξάμηνο). Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι φοιτητές από όλη την Ευρώπη, μπορούν να πάνε και να παρακολουθήσουν τα μαθήματα που θέλουν, σε κάποιο άλλο πανεπιστήμιο ή σε κάποιο ΤΕΙ, άλλης Ευρωπαϊκής χώρας, και αφού περάσουν αυτά τα μαθήματα στην χώρα φιλοξενίας, είναι σαν να τα πέρασαν στο δικό τους ΤΕΙ ή πανεπιστήμιο. Δηλαδή π.χ. μπορεί ένας φοιτητής από το Τμήμα Πληροφορικής του ΤΕΙ Θεσσαλίας, να πάει στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής του Πολυτεχνείου του Μονάχου, να παρακολουθήσει για ένα εξάμηνο μαθήματα εκεί (που υπάρχουν βέβαια και στο Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματός του στην Θεσσαλία), και -αν τα περάσει- να τα μεταφέρει στον «λογαριασμό» του στο ΤΕΙ. Αντίστοιχα μπορούσε ένας φοιτητής του Τμήματος Μηχανικών Πληροφορικής του Πολυτεχνείου του Μονάχου, να έρθει και να παρακολουθήσει μαθήματα στο Τμήμα Πληροφορικής του ΤΕΙ Θεσσαλίας, και -αν τα περάσει- να τα μεταφέρει στον «λογαριασμό» του στο Μόναχο. Αυτό γινόταν εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτό σημαίνει πως οι σπουδές στα ΤΕΙ και στα πανεπιστήμια ήταν πάνω-κάτω του ίδιου επιπέδου μέσα στην Ευρώπη. Έτσι αναγνωρίζονται με σύμβαση και υπογραφές από το 2001. Άρα λοιπόν ένας απόφοιτος των ΤΕΙ έχει ένα πτυχίο 4 ετών με 240 ECTS και ένας απόφοιτος του πανεπιστημίου έχει επίσης ένα πτυχίο 4 ετών με 240 ECTS. Όμως στην Ελλάδα δεν είναι ίσοι. Ο ένας είναι ΠΕ και ο άλλος ΤΕ. Άλλο μισθό ο ένας άλλο μισθό ο άλλος. Οι απόφοιτοι των ΤΕΙ από το 2001 μέχρι το 2019 ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ένιωσαν και είναι αδικημένοι, από την μεταρρύθμιση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε να άρει αυτή την αδικία, ισοτιμώντας με νόμο τα πτυχία 4/ετούς διάρκειας των ΤΕΙ με αυτά των πανεπιστημίων 4/ετούς διάρκειας και αυτό το πλήρωσε και εκλογικά, πέραν πάσης αμφιβολίας.

Σκουριές

Το κίνημα των Σκουριών υπήρξε ένα εμβληματικό κίνημα για την προστασία του περιβάλλοντος που αγωνίστηκε για πολλά χρόνια. Το θέμα είναι γνωστό στην Ελληνική κοινωνία όπως γνωστοί είναι και οι αγώνες αυτού του κινήματος. Ήταν το πρώτο κίνημα που τα έβαλε με την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, αναπτερώνοντας το ηθικό της Ελληνικής κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση στήριξε το κίνημα των Σκουριών και υποσχέθηκε πολλές φορές -και δια στόματος Τσίπρα- πως θα το δικαιώσει σταματώντας την καταστροφική μεταλλευτική δραστηριότητα της Χαλκιδικής. Ωστόσο αυτή η δικαίωση δεν ήρθε. Η καταστροφή της Χαλκιδικής συνεχίστηκε και επί ΣΥΡΙΖΑ, οι παρανομίες της Eldorado συνεχίστηκαν και επί ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως επί υπουργίας Σταθάκη). Η απογοήτευση ήταν πλήρης και το μόνο που δικαιώθηκε είναι το: «όλοι ίδιοι είναι». Ούτε Νομαρχιακές Επιτροπές παραιτήθηκαν, ούτε δήμαρχοι, ούτε βουλευτές. Ανεπάρκεια ή βόλεμα? Τα αποτελέσματα τα είδαμε στις εκλογές.

ΟΑΣΘ

Ο ΟΑΣΘ είναι μια παλιά και πολύ πονεμένη ιστορία. Ένας Οργανισμός κρατικοδίαιτος και καταχρεωμένος, με πολλά και σίγουρα λεφτά για τους μετόχους του αλλά κακές υπηρεσίες για τους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Αποφασίστηκε να κρατικοποιηθεί και να εξυγιανθεί. Καλώς. Το 1ο σφάλμα ήταν πως αυτό ανατέθηκε στον κ. Σ. Παπά εξ Αθηνών, λες κι ολόκληρη η Θεσσαλονίκη δεν είχε έναν άξιο άνθρωπο για το έργο αυτό. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως, μπορεί να εξυγιάνθηκε αλλά οι υπηρεσίες του προς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης χειροτέρεψαν. Μπορεί να προσέφερε κοινωνικό έργο στους ανέργους με την δωρεάν μετακίνηση, αλλά ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει κι ένα πολύ μεγάλο τμήμα επιβατών -το μεγαλύτερο- που παίρνει το αστικό για να πάει στην δουλειά του, πληρώνει και έχει την εύλογη απαίτηση να μετακινηθεί αξιοπρεπώς και με ασφάλεια. Είχε το δικαίωμα να μην είναι στοιβαγμένος μέσα στα βρώμικα λεωφορεία ή να περιμένει απαράδεκτα πολύ ώρα στην στάση για να πάει στην δουλειά ή στο σπίτι του. Κοντολογίς το εγχείρημα στον ΟΑΣΘ απέτυχε. Δεν υπήρχε σχέδιο, ούτε plan B, αλλά ούτε και άκουγαν τις διαμαρτυρίες του κόσμου για να αλλάξουν πορεία. Από την στιγμή που αποφασίστηκε να κρατικοποιηθεί έπρεπε σε 1-2 μήνες να έβγαιναν στην πόλη τουλάχιστον 200 καινούργια λεωφορεία και να βελτιωνόταν οι υπηρεσίες προς όλους τους πολίτες. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε. Που ήταν οι βουλευτές της Θεσσαλονίκης, οι Νομαρχιακές Επιτροπές, οι οργανώσεις? Σιωπή και προσπάθεια να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Και βέβαια η όλη ιστορία με τον ΟΑΣΘ, είχε τον αντίκτυπό της και στις αυτοδιοικητικές και στις βουλευτικές εκλογές.

Για όλα τα παραπάνω, όταν συντελούνταν, πολλοί σιώπησαν, ενώ είχαν καθήκον να μιλήσουν, να αντιδράσουν, να παραιτηθούν, να αποτρέψουν. Δεν το έκαναν και να τα αποτελέσματα. Αυτή η λογική, που έρχεται από τις μαύρες παραδόσεις της κομμουνιστικής αριστεράς (τα λάθη μας τα κρύβουμε, δεν τα κάνουμε σημαία), δεν προσέφερε καλές υπηρεσίες στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του. Πρέπει να την τελειώνουμε. Η κοινωνία περιμένει να δει τα δείγματα γραφής για να συμμετέχει σ’ ένα εγχείρημα που θα της εξασφαλίζει πως θα ακούγεται, δεν θα αγνοείται μετά τις εκλογές και πολύ περισσότερο δεν θα εξαπατάται. Αυτή την σχέση εμπιστοσύνης πρέπει να φροντίσει να θέσει σε νέα βάση η νέα οργανωτική ανασυγκρότηση, αλλιώς το θάμα, ακόμα κι αν ξανασυμβεί, πάλι δεν θα κρατήσει για πολύ.

Ο Γιώργος Τσιριγώτης είναι καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος και μέλος του Κινήματος των Σκουριών   

Documento Newsletter