Οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι σηκώθηκαν απ’ τον καναπέ. Στο 40% καταγράφηκε η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές που έγιναν στην Αλαμπάμα την περασμένη Τρίτη για την ανάδειξη γερουσιαστή.
Πολλοί Αφροαμερικανοί έσπευσαν στις κάλπες διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες που προέβλεπαν ότι η συμμετοχή θα κυμανθεί γύρω στο 20%. Κι αυτό δεν είναι το μόνο καλό σημάδι. Ακόμα καλύτερο είναι ότι ο Στηβ Μπάνον, ο «βασιλιάς» του ακροδεξιού ενημερωτικού ιστότοπου www.breitbart.com, ο άνθρωπος που αναμίχθηκε περισσότερο από όλους στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, δεν είναι αήττητος. Εχασε ο εκλεκτός του, ο 70χρονος πρώην δικαστικός Ρόι Μουρ που συμβολίζει τη «μεγάλη Αμερική» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ: Aκροδεξιός, ομοφοβικός, ισλαμοφοβικός, αντισημίτης και καταγγελθείς από δύο γυναίκες για σεξουαλική παρενόχληση.
Ο Δημοκρατικός νικητής, ο 63χρονος Νταγκ Τζόουνς, θα μετακομίσει στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο, μειώνοντας στις δύο έδρες την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών (51 – 49) στη Γερουσία.
Γιατί όμως η παραδοσιακά συντηρητική Αλαμπάμα έστειλε τόσο ηχηρό μήνυμα στον Τραμπ, ο οποίος στήριξε δημοσίως την τελευταία στιγμή τον Μουρ υιοθετώντας τη γραμμή του Μπάνον ;
Πρώτον διότι σε ζητήματα «καθημερινής ηθικής», όπως η σεξουαλική παρενόχληση, ο αμερικανικός νότος παραμένει υποκριτικός μεν, αλλά άκρως ευαίσθητος. Δεύτερον γιατί – το είπαμε – η τοπική κοινωνία των πολιτών και ο μηχανισμός του Δημοκρατικού Κόμματος πήραν μπροστά και κινητοποιήθηκαν. Και, τρίτον, γιατί η εσωκομματική φαγωμάρα στους Ρεπουμπλικανούς διαίρεσε την κομματική τους βάση. Εδώ, ο Μπάνον πόνταρε τα ρέστα του παρά τις επιφυλάξεις κορυφαίων στελεχών όπως ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ.
Ο παμπόνηρος Στηβ ονειρευόταν να τοποθετήσει τον ηττημένο Μουρ στην στρατιά των δικών του ανθρώπων που θα ανακαταλάβουν το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο οδηγώντας στο περιθώριο τους ριψάσπιδες που επηρεάζουν τον πρόεδρο και οδήγησαν τον ίδιο τον Μπάνον στην έξοδο του Λευκού Οίκου. Φρούδες ελπίδες. Προσοχή όμως: στην Αλαμπάμα ο Μπάνον ταπεινώθηκε και έχασε μία μάχη, όχι τον πόλεμο.
«Οι Ρεπουμπλικανοί αντλούν πλέον υποψηφίους από τις πιο αλλόκοτες γωνιές του ακροδεξιού σύμπαντος. Ανθρώπους που θα γκρεμίσουν τη φήμη του κόμματος και θα το οδηγήσουν σε απώλεια εδρών, ειδικά σε πολιτείες λιγότερο φιλορεπουμπλικανικές από την Αλαμπάμα» έγραψε ο Τζούλιαν Ζέλιζερ, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
Αυτό σημαίνει ότι είδαμε μια πρόβα για τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 2018, και μάλιστα στην Αλαμπάμα, όπου ο Τραμπ πήρε 63% (!) στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Αν αλλάξουν οι ισορροπίες, αν σε λιγότερο από ένα χρόνο από τώρα περισσότεροι Δημοκρατικοί εκλεγούν στο Κογκρέσο και το απίθανο χάος που ονομάζεται διακυβέρνηση Τραμπ εξακολουθεί να κυριαρχεί στη δημόσια ζωή των ΗΠΑ και στη διεθνή σκηνή, τότε ίσως αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την παραπομπή του προέδρου σε δίκη – δηλαδή για την παραίτησή του. Είναι πολύ νωρίς ακόμα, η αυξημένη πλειοψηφία που (ορθώς) απαιτεί το αμερικανικό σύνταγμα για την άσκηση δίωξης εναντίον του προέδρου δεν υπάρχει, η δυσαρέσκεια μεγαλώνει μεν, αλλά παραμένει κάτω από το σημείο βρασμού.
Πρωτίστως όμως δεν έχει πει τον τελευταίο του λόγο ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μιούλερ, ο άνθρωπος που εξετάζει στο μικροσκόπιο της ομοσπονδιακής Δικαιοσύνης το Russiα-gate, τις διαφαινόμενες σχέσεις του επιτελείου Τραμπ με την Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν κατά την προεκλογική περίοδο και αμέσως μετά τη νίκη του νυν προέδρου στις 20 Νοεμβρίου 2016.