Πόσο γοητευτικοί μπορεί να είναι για τη γενιά του Instagram λογοτεχνικοί ήρωες που βιώνουν μεταφυσικές εμπειρίες σε επαύλεις χαμένες στην ομίχλη; Αρκετά μάλλον αν κρίνει κανείς από τα εκατομμύρια πωλήσεων του «Mexican gothic» το οποίο ήδη μεταφράζεται σε 23 γλώσσες.
Το μυθιστόρημα της Μεξικανο-καναδής Σίλβια Μορένο-Γκαρσία, το οποίο έχει τιμηθεί με το βραβείο Locus ως το καλύτερο βιβλίο τρόμου του 2020 και ήταν υποψήφιο για μερικά από τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας τρόμου και φαντασίας, όπως τα Nebula και Shirley Jackson, ιντριγκάρει καταρχάς με τον παράδοξο τίτλο του – αλήθεια, πώς μπορεί να στηθεί μια γκόθικ ιστορία κάτω από τον ανελέητο μεξικανικό ήλιο και την ξηρασία της ερήμου; Η συγγραφέας σύντομα καταρρίπτει την προκάτ εικόνα για τη χώρα που μπορεί να έχει ο αναγνώστης, τοποθετώντας τη δράση σε ένα υγρό και σκοτεινό δάσος και συγκεκριμένα σε ένα ανήλιαγο υπό κατάρρευση αρχοντικό.
Η ιστορία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο Μεξικό. Κεντρική ηρωίδα είναι η Νοεμί Ταμποάδα, μια ευκατάστατη κοσμική νέα η οποία αρνείται να παντρευτεί και ονειρεύεται να σπουδάσει και να ταξιδέψει. Όταν ο πατέρας της λαμβάνει ένα γράμμα από την ξαδέρφη της, η οποία ζητάει να τη σώσουν από έναν κίνδυνο που δεν προσδιορίζει, η Νοεμί αναλαμβάνει να πάει μόνη της στην ύπαιθρο όπου ζει εκείνη με τον βρετανικής καταγωγής σύζυγό της και την οικογένειά του. Σύντομα και οι δύο θα βρεθούν εγκλωβισμένες σε μια παράλογη κατάσταση στην οποία εμπλέκονται οι ένοικοι του σπιτιού και ειδικότερα ο υπέργηρος πατριάρχης της οικογένειας.
Είναι περισσότερο από εμφανές ότι η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά τη λογοτεχνία και τη φιλμογραφία του γκόθικ τρόμου. Και είναι επίσης εμφανής η αγάπη της στις ιέρειες του είδους, Μαίρη Σέλεϊ και Αν Ράντκλιφ, καθώς και στις επιγόνους τους: την Έμιλι Μπροντέ, τη Δάφνη ντι Μοριέ, τη Σίρλεϊ Τζάκσον. Η πένα της αγγίζει με σεβασμό τα μοτίβα της γοτθικής μυθοπλασίας, όπως ο δαιμονικός ήρωας, η ηρωίδα σε απόγνωση, το κλίμα τρόμου, η παράνοια, οι σιωπές, το σκοτάδι, ο θάνατος, καθώς και το οικοδόμημα του απομονωμένου πύργου που εδώ έχει τη μορφή της έπαυλης.
Τα πάντα περιβάλλονται με την αχλή του φόβου και της θλίψης. Σε αντίθεση με την κεντρική ηρωίδα η οποία προέρχεται από έναν κόσμο ήχων, χρωμάτων και συναναστροφών οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι σιωπηλοί, μουντοί και μοναχικοί· όπως το σπίτι όπου ζουν. Χαρακτήρες σαν σπίτια από χορταριασμένες πέτρες και σαπισμένο ξύλο που τελούν υπό το κράτος του ουροβόρου όφεως – του οικόσημου που συναντάται παντού μέσα στην έπαυλη σαν διαρκής υπενθύμιση του ερπετικού εγκεφάλου.
Υπάρχουν αρκετές στιγμές που η Σίλβια Μορένο-Γκαρσία σαγηνεύει τους λάτρεις του είδους και δημιουργεί προσδοκίες σχετικά με την ανανέωσή του. Η ιστορία της είναι άμεση και καλογραμμένη. Ωστόσο, όπως πολλοί ταλαντούχοι συγγραφείς των τελευταίων χρόνων δίνει την αίσθηση ότι αντιμετωπίζει το υλικό της πιο πολύ κινηματογραφικά παρά αυστηρά λογοτεχνικά. Σαν να έγραφε έχοντας στο μυαλό της ότι το βιβλίο κάποια στιγμή θα μεταφερόταν στην οθόνη – κάτι που θα γίνει από το Hulu. Αυτός ίσως είναι και ο βασικός λόγος που ενώ σε κρατάει καθηλωμένο, αδυνατεί να αγγίξει τη λογοτεχνική αξία έργων όπως τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», η «Ρεβέκκα» ή η «Τζέιν Έιρ» με τα οποία κάπως υπερβολικά συγκρίνεται.
Το «Mexican gothic» της Σίλβια Μορένο-Γκαρσία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη.