Βαθαίνει το ρήγμα στην Κ.Ο. της ΝΔ με φόντο το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια. Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη εξέφρασαν ριζικές αντιθέσεις επί αρκετών προβλέψεων του σχεδίου νόμου ενώ έντονη είναι η φημολογία περί επικείμενης διαφοροποίησης κι άλλων βουλευτών της πλειοψηφίας. Αγνόησε τα φίλια πυρά ο Κώστας Τσιάρας.
Κατά την πρώτη συζήτηση του νομοσχεδίου στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, τον χορό των ενστάσεων άνοιξε η Μ. Γιαννάκου, η οποία εξέφρασε τη διαφωνία της με 6 άρθρα. Έκανε λόγο για «σολομώντειες λύσεις» και «παρανοϊκές καταστάσεις», τονίζοντας ότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν από νομικούς.
Διαβάστε σχετικά: Η Γιαννάκου αποδόμησε πλήρως το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια
Δεύτερο «χτύπημα» από Κεφαλογιάννη
Τη σκυτάλη πήρε η Όλγα Κεφαλογιάννη, η οποία είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις με άρθρο που δημοσίευσε στην εφημερίδα, «Εστία». Χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «γονεοκεντρικό», υποστηρίζοντας πως «ακόμα κι αν θέταμε κριτήρια, αυτά θα έπρεπε να είναι παιδοκεντρικά».
Μίλησε, επίσης, για «αδιέξοδα στην καθημερινότητα του παιδιού», ενώ υπογράμμισε πως «όλοι οι θεωρητικοί του οικογενειακού δικαίου έχουν επικρίνει» συγκεκριμένες προβλέψεις του σχεδίου νόμου. Κλείνοντας, η κ. Κεφαλογιάννη κατέστησε σαφές ότι θα καταθέσει με την κ. Γιαννάκου προτάσεις, καθώς εντοπίζονται σημεία που «περιπλέκουν τα προβλήματα» και χρήζουν βελτίωσης.
Κουβέντα ο Τσιάρας
Ο υπουργός Δικαιοσύνης παρέβλεψε την κριτική που δέχτηκε εκ των έσω, κατηγορώντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης πως αναζητούν προφάσεις για να μη συμβάλουν σε αυτήν τη «γενναία μεταρρύθμιση». Σημείωσε ότι υπάρχει «μία κατά βάση θετική άποψη» για το νομοσχέδιο, αλλά «όχι από όλους» και ξεκίνησε την κριτική του προς τους πολιτικούς του αντιπάλους, η οποία αφορούσε ως επί το πλείστον το ύφος των διατυπώσεων.
Εν συνεχεία, παρέθεσε τις αλλαγές που ενσωματώθηκαν στο νομοσχέδιο, οι οποίες προήλθαν μετά από προτάσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και όχι εξαιτίας των αντιδράσεων από τα μέλη της Κ.Ο. της ΝΔ. Ο Κ. Τσιάρας κατέληξε λέγοντας πως οι μεταρρυθμίσεις «χρειάζονται γενναιότητα και ενέχουν πολιτικό κόστος», ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι όλοι κρίνονται από την κοινωνία «με το πλέον εμφατικό τρόπο».