Ο Ηλίας Δημητρέλλος και ο Δημήτρης Κουσιουρής, δικηγόροι Αθηνών, γράφουν στο Docville για την ποινική αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας
Ένα ευρύ πλέγμα διατάξεων που καταλαμβάνει το 19ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336 – 353) αναλύει τις αξιόποινες συμπεριφορές που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, καθώς και των εγκλημάτων της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, ορίζοντας και το πλαίσιο των ποινών που απειλούνται σε περίπτωση δικαστικής απόδειξης της επίδικης εγκληματικής συμπεριφοράς.
Βασικό στοιχείο της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη αποτελεί ο εξαναγκασμός που ενεργεί, κάμπτοντας την προσωπική ελευθερία του θύματος στο επίπεδο της γενετήσιας ζωής. Υφίστανται δε ειδικότερες προβλέψεις του νόμου για τις γενετήσιες προσβολές της ανηλικότητας καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής.
Η ένταση και το είδος της προσβολής κλιμακώνουν τη βαρύτητα της ποινικής κύρωσης σε βάρος του δράστη. Παραδειγματικά αναφέρουμε ότι τα είδη των προσβολών εκτείνονται από την πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (π.χ. χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, επίδειξη γενετικών οργάνων κ.λπ.), για την οποία απαιτείται έγκληση, έως τις βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις του βιασμού και της κατάχρησης ανηλίκων, οι οποίες τιμωρούνται με ποινές κάθειρξης έως 15 ετών αντιστοίχως και διώκονται αυτεπαγγέλτως.
Το θύμα (ή οι γονείς του αν το θύμα είναι ανήλικο) δύναται να καταγγείλει την εις βάρος του πράξη είτε καταφεύγοντας στο αστυνομικό τμήμα είτε στην κατά τόπο αρμόδια εισαγγελία. Αμέσως σχηματίζεται δικογραφία και ξεκινά η διαδικασία έρευνας του καταγγελλόμενου περιστατικού. Είναι αυτονόητο ότι όσο περισσότερα στοιχεία υποστηρικτικά της καταγγελίας προσκομισθούν τόσο περισσότερο εδραιώνεται η κατηγορία και απομακρύνεται το ενδεχόμενο της απαλλαγής του κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αν δεν υφίστανται τέτοια στοιχεία το θύμα πρέπει να σιωπήσει. Τουναντίον. Κάθε τέτοια πράξη πρέπει να καταγγέλλεται όχι μόνο από το θύμα, αλλά και από οποιονδήποτε τρίτο στην αντίληψη του οποίου υποπέσουν τέτοιου είδους εγκληματικές πράξεις, για την αποκατάσταση του δικαίου και την παρότρυνση και άλλων θυμάτων να σπάσουν τη βασανιστική σιωπή τους.
Ειδικότερα σε σχέση με τα ανήλικα θύματα ο νόμος έχει προνοήσει έτσι ώστε κατά την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας να συνεπικουρούνται συνεχώς από ειδικό παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο, ενώ προκειμένου να αποφευχθεί η ψυχολογική τους επιβάρυνση δεν επιτρέπεται η παρουσία τους στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, παρά μόνο η ανάγνωση των καταθέσεων που έχουν ήδη δώσει.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στον χρόνο παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων, ο οποίος είναι πενταετής για τα πλημμελήματα και δεκαπενταετής για τα κακουργήματα, με αφετηριακό σημείο τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης. Εντός των ως άνω διαστημάτων δεν αρκεί μόνο να λάβει χώρα η καταγγελία, αλλά θα πρέπει να έχει αποφασιστεί δικαστικά η κλήση του δράστη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, αλλιώς η υπόθεση παραγράφεται. Η προθεσμία παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά του ανηλίκου αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς την προθεσμία παραγραφής των εν λόγω αδικημάτων και με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες που δημοσιοποιήθηκαν έχει αναπτυχθεί ισχυρός αντίλογος για την αύξηση των ορίων τους, δικαιολογημένα κατά τη νομική άποψή μας.
Χωρίς να παραβλέπεται η πολύ σημαντική ψυχική φθορά κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα του ατόμου εις βάρος του οποίου έχει τελεστεί έγκλημα σεξουαλικού χαρακτήρα και έχει προβεί σε καταγγελία του συμβάντος, είναι πολύ σημαντικό να καταγγέλλονται οι εν λόγω πράξεις, ώστε αφενός μεν να επιλαμβάνεται η Δικαιοσύνη και να εισπράττουν οι θύτες την ποινική τιμωρία που τους αναλογεί, αφετέρου δε να παρακινούνται και άλλα θύματα να προβαίνουν σε αντίστοιχες καταγγελίες.