Μανώλης Μαυροματάκης: Μετέφεραν τις εκλογές για να ξεχαστούν τα Τέμπη

Μανώλης Μαυροματάκης: Μετέφεραν τις εκλογές για να ξεχαστούν τα Τέμπη
Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗΣ (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI)

Οι μικρασιατικές μνήμες, οι αγώνες των καλλιτεχνών και οι κυβερνήσεις συνεργασίας.

«Μόνο με την ποίηση αντέχεται ο ζόφος που βιώνουμε. Είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας». Ο Μανώλης Μαυροματάκης λίγες ώρες μετά τη συνέντευξή μας μου στέλνει SMS ζητώντας μου να προσθέσουμε τη συγκεκριμένη φράση που γι’ αυτόν συμπυκνώνει όλη την ουσία της τέχνης, αντίδοτο στους δύσκολους καιρούς. Την τέχνη που «κάνει τη ζωή λίγο πιο άξια να τη ζεις», όπως μου λέει χαρακτηριστικά. Αυτή την τέχνη έχει και ο ίδιος οδηγό σε όλα τα χρόνια τής πραγματικά ενδιαφέρουσας καλλιτεχνικής του πορείας με σπουδαίες στιγμές ερμηνείας. Δεν εξαργύρωσε την αναγνωρισιμότητα της τηλεόρασης σε μέτριες, εύκολες, «γρήγορες» δουλειές. Προτιμά να βουτάει στα βαθιά, σε ρόλους που απαιτούν έρευνα, διάβασμα, σκληρή δουλειά. Τέτοιος είναι και αυτός στην «Ανατολή», το έργο της Έλλης Παπαδημητρίου που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Η συγγραφέας, ποιήτρια και ερευνήτρια Έλλη Παπαδημητρίου (1906-93), γεννημένη στη Σμύρνη, σπούδασε στο εξωτερικό και ήρθε στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Από πολύ νωρίς εντάχτηκε στο ΚΚΕ, στην Κατοχή ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, ενώ ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την καταγραφή προσωπικών μαρτυριών, ήδη από τη δεκαετία του ’30. Η συζήτησή μας με τον ηθοποιό περιστράφηκε γύρω από τον θαυμασμό του για την Παπαδημητρίου –μια φεμινίστρια που ζούσε έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις τής εποχής της– και κατέληξε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καλλιτεχνικός κόσμος και στην αδιαφορία του υπουργείου Πολιτισμού απέναντί τους.

Η «Ανατολή» (Κάιρο, 1941) μιλά για τα μοιραία γεγονότα της τετραετίας 1918-22, για τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και για τη θέληση για ζωή, μέσα από ιστορίες ανθρώπων που έζησαν την Ιστορία. Εσείς ποιο ρόλο υποδύεστε;

Αρχικά να πω ότι το κείμενο είναι γενικώς άγνωστο. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι από τους λίγους που το γνωρίζουν καλά. Πρόκειται για ένα θεατρικό χωρίς τα τερτίπια της θεατρικότητας, σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα. Μάλιστα στην πρώτη παράσταση, το 1972 (στα 50 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής), ανέβηκε σε φόρμα θεατρικού αναλογίου ύστερα από υπόδειξή της. Εγώ υποδύομαι τον Τελευταίο Αιχμάλωτο. Η αφήγησή του ξεκινάει από την εποχή της ευμάρειας των Ελλήνων της Μικρασίας και τον πόλεμο του ’14 με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον διωγμό των ραγιάδων και καταλήγει με την οπισθοχώρηση και την καταστροφή της Σμύρνης. Ο ελληνικός στρατός κατά την οπισθοχώρηση ανταπέδωσε εκδικητικά τον πρώτο διωγμό. Οπου έβρισκαν τουρκικό χωριό το κατέστρεφαν. Η Παπαδημητρίου αποφεύγει τις εθνικιστικές υπερβολές, η αγάπη της όμως για την πατρίδα είναι εμφανής και πιο βαθιά, σωματική θα έλεγα. Το έργο, τέλος, περιγράφει τον αγώνα των προσφύγων, ειδικά των γυναικών, στη χώρα υποδοχής, την Ελλάδα, και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέχρι να στεριώσουν. Και όλα αυτά στο πλαίσιο ενός κειμένου σπάνιας ποιητικής αξίας. Είναι νομίζω ένας θεατρικός και λογοτεχνικός θησαυρός. Και μόνο έτσι, με την ποίηση, αντέχεται ο ζόφος, όπως ο σημερινός.

Ποια λόγια του ήρωά σας χαρακτηρίζουν την «Ανατολή»;

«Όπου σταθούν οι φτέρνες στάζουν αίμα, μια γης και ποιον να λυπηθεί». Είναι το αίμα το τουρκικό και το ελληνικό. Και προς το τέλος του έργου, όταν συστήνεται ως αυτός που δεν έχει όνομα: «…εγώ λέγομαι ο τελευταίος, μα κι εμένα δε με πιάνει όνομα… όλα σωστά μου, νύχια, δάχτυλα μετρημένα, μα όνομα για να με σφίξει τίποτα». Μεγάλο εθνικό έλλειμμα η απουσία ονόματος…

Εχουν περάσει τρεις μήνες κινητοποιήσεων στον χώρο του πολιτισμού αλλά η κυβέρνηση αρνείται να δώσει λύση στο ζήτημα της διαβάθμισης των πτυχίων.

Ετσι κι αλλιώς όταν κάποιος στην Ελλάδα αποφασίσει να ασχοληθεί με την τέχνη βρίσκεται πάντα στη θέση του ηττημένου. Οπότε ευχαριστούμε την κυβέρνηση που δεν μας ξεκουνάει από τη θέση μας (γέλια). Η ηγεσία του ΥΠΠΟΑ όχι μόνο αδιαφορεί αλλά και ειρωνεύεται. Μισεί τους καλλιτέχνες. Μου το μεταφέρουν και άνθρωποι που έχουν συμμετάσχει σε συζητήσεις ή έχουν επιχειρήσει να συζητήσουν μαζί τους. Αλλά δεν μου κάνει εντύπωση αυτή η στάση – και όχι μόνο εξαιτίας της πολιτικής τοποθέτησης της κυβέρνησης. Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας δεν υπολήπτεται την τέχνη. Διακόσια χρόνια ελληνικού πελατειακού «μη κράτους» φρόντισαν –εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων και εντελώς περιστασιακά– όχι μόνο να την αφήσουν απαίδευτη αλλά και να της αφαιρέσουν ό,τι καλό είχε. Και αναφέρομαι στις αρετές που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία κοινωνικής συνοχής, που είναι και ένας από τους βασικότερους σκοπούς της τέχνης.

Παρ’ όλα αυτά νιώθετε ότι κερδίσατε κάτι με τους αγώνες σας όλο αυτό το διάστημα;

Με τις κινητοποιήσεις μας υπερασπιστήκαμε την αξία της τέχνης μας, την αξιοπρέπειά μας ως καλλιτεχνών, ως ανθρώπων του θεάτρου. Το πρόβλημά μας δεν ήταν αμιγώς εργασιακό ή μισθολογικό – είναι βέβαια κι αυτό, γιατί πολλοί από εμάς ζουν στο όριο της φτώχειας. Δεν υπήρχε ωστόσο περίπτωση με αυτή την κυβέρνηση να πετύχουμε κάτι ούτε σε οικονομικό επίπεδο. Το συγκεκριμένο υπουργείο λειτουργεί με οικονομίστικο και εκδικητικό προς τους καλλιτέχνες τρόπο, τον οποίο οι ίδιοι ονομάζουν «ανάπτυξη». Το κράτος είναι αυτό που πρέπει να αναλάβει την πολιτιστική πολιτική. Αντιθέτως, ο σχεδιασμός της έχει αφεθεί σε ιδιώτες και έχουμε φτάσει να λέμε «ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί». Οχι, δεν μπορούν να κάνουν αυτοί τη δουλειά του κράτους. Οι τέχνες έχουν ανάγκη τον κεντρικό σχεδιασμό και την κρατική επιδότηση, έτσι γινόταν πάντα και παντού. Τελικά μας σπρώχνουν όλους εμάς τους ηθοποιούς στην τηλεόραση για να τρώμε κανένα ξεροκόμματο. Και από την άλλη, για να παίξεις στο θέατρο πρέπει να είσαι γνωστός από την τηλεόραση. Εγινε πια τηλεοπτικό το θέατρο. Προσωπικά στην τηλεόραση εργάζομαι για να ενισχύσω το εισόδημά μου και να μπορώ να δουλεύω περισσότερο στο θέατρο, σε δουλειές που απαιτούν χρόνο για έρευνα. Δεν την απορρίπτω, αλλά η αναγνωρισιμότητα δεν είναι βασικό μου κίνητρο και αυτοσκοπός.

Ακρίβεια και αισχροκέρδεια, απανωτά σκάνδαλα και το ξεπούλημα δημόσιων αγαθών στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού έχουν φέρει τους πολίτες στα όριά τους τα τελευταία χρόνια. Τι βλέπετε στις εκλογές;

Αν και γίνεται τόσο λυσσασμένη προπαγάνδα εκ μέρους των ΜΜΕ, είμαι πολύ περίεργος τι θα συμβεί – ακόμη και οι ίδιοι είναι, πιστεύω. Γι’ αυτό και μετέφεραν τις εκλογές, για να ξεχαστούν τα Τέμπη και μήπως πάει και η νεολαία διακοπές μπας και σώσουν τίποτε. Παρά την τεράστια φθορά που επικρατεί σε όλο το πολιτικό φάσμα, δεν μπορούμε να λέμε ότι είναι όλοι ίδιοι. Σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο βλέπω διαφορά προς το πολύ χειρότερο τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε σχέση με τα προηγούμενα. Απανωτά χτυπήματα, αφόρητη κατάσταση. Το χειρότερο όμως είναι ότι μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα. Ψέματα, ψέματα συνέχεια. Νιώθω ότι πλήττονται η αξιοπρέπεια και η νοημοσύνη μου όταν ακούω κυβερνητικές δηλώσεις όπως: «Δεν σας δίνουμε αύξηση για να μην παχύνετε». Προσπαθούν να σε κάνουν να συνηθίσεις τη βλακεία ώστε στο τέλος να αποβλακωθείς κι εσύ. Οι μόνοι πραγματικά «άξιοι» τεχνοκράτες τους είναι οι επικοινωνιολόγοι τους: της αποβλάκωσης και του εκφοβισμού μας. Προσωπικά βλέπω θετικά τις κυβερνήσεις συνεργασίας από το κέντρο και προς τα Αριστερά, χωρίς να αποκλείονται και τα πιο μετριοπαθή στοιχεία της Δεξιάς. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν υπάρχουν απόλυτες λύσεις.

Info:

«Ανατολή»- Aπό 23 Απριλίου

Διάρκεια: 90′
Κείμενο: Έλλη Παπαδημητρίου
Σκηνοθέτης: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνογραφία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος -Κώστας Πολίτης
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Κίνηση: Σοφία Πάσχου
Ερμηνεύουν: Μανώλης Μαυροματάκης, Ελένη Ουζουνίδου, Μιχάλης Τιτόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης, Δημήτρης Καπουράνης
Παίζουν μουσική: Συμμετέχει ο τσελίστας Tάσος Μισυρλής. Παίζουν επίσης όργανα και τραγουδούν οι ηθοποιοί της παράστασης.

Documento Newsletter