Αν υπήρχαν τηλεοράσεις και social media την εποχή του Ευριπίδη, η Μήδεια δεν θα είχε γλιτώσει. Στη διαδροµή της από την Κόρινθο στην Αθήνα το οργισµένο πλήθος θα την είχε προλάβει φωνάζοντας: «Να της βάλουµε φωτιά, να τη βλέπουµε να καίγεται ζωντανή». Οσοι βέβαια επικαλούνται το όνοµά της για να παριστάνουν τους γραµµατιζούµενους δεν την έχουν δει στο θέατρο, εποµένως δεν ξέρουν ούτε ότι το έργο µιλάει για εσωτερικές συγκρούσεις που µεταφέρουν τα ανθρώπινα όντα στον χώρο του αοράτου. Οσο η Μήδεια του µύθου και η µητέρα από την Πάτρα είναι οι ιέρειες µιας θανατηφόρας ιεροτελεστίας, άλλο τόσο ο αφιονισµένος από τα ΜΜΕ όχλος ονειρεύεται κρεµάλες, µπερδεύοντας το αίσθηµα δικαίου µε την αυτοδικία. Οσοι συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι της Πισπιρίγκου ή τη ΓΑ∆Α είναι εκείνοι που φλέγονταν από την επιθυµία να πάρουν επιτέλους µέρος στο online ριάλιτι που προβαλλόταν επί αρκετές βδοµάδες. Είναι εκείνοι που εξαργυρώνουν τη συντριβή τους µε την ιδιότητα του αυτόκλητου τιµωρού, εκείνοι που τρέφονται σε βαθµό παροξυσµού µε το δράµα των άλλων, που λαχταρούν να τραβήξουν την κόκκινη γραµµή η οποία θα τους διαχωρίσει από τα «κτήνη» και θα αυτοεπιβεβαιωθούν µέσα από τη δική τους ανωτερότητα.
∆εν φταίνε όµως µόνο αυτοί για την ανηµπόρια της συνείδησης απέναντι στην άβυσσο του Κακού. Γιατί αν κάτι πρέπει να µας «διδάξει» αυτή η υπόθεση, είναι πως τα συµπτώµατα της νοσούσας κοινωνίας τη διαπερνούν οριζοντίως και καθέτως. Τα ολογράµµατα των νεκρών παιδιών ή η κατάργηση της περίφηµης ιδιωτικότητας προφανώς και δεν εξυπηρετούν τον µεταβολισµό της οδύνης για τον θάνατο των αθώων πλασµάτων σε σιωπή και περίσκεψη ή έστω σε ένα αναµµένο κερί. Το πιο θλιβερό ωστόσο είναι ότι ψυχίατροι και ψυχολόγοι κάνουν διάγνωση από τα τηλεπαράθυρα, ιατροδικαστές καταπατούν τη δεοντολογία της επιστήµης τους και κάθε πικραµένος που του δίνεται βήµα εκδίδει την καταδικαστική ετυµηγορία πριν από τη δίκη και την απόδειξη της ενοχής, καταστρατηγώντας το τεκµήριο της αθωότητας, την πεµπτουσία δηλαδή του νοµικού πολιτισµού. Αυτός ο κατευθυνόµενος ζήλος και φανατισµός δεν στρέφεται στα προσφυγόπουλα που πεθαίνουν, δεν καθοδηγεί διαµαρτυρίες για την έλλειψη κοινωνικών δοµών, δεν αποκαλύπτει το απελπιστικό τσίρκο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Παραφράζοντας τη φράση του Τζόις «κάθε Παρασκευή θάβει µια Πέµπτη», κάθε σοκαριστικό έγκληµα θάβει την ακρίβεια και την εκνευριστική υποκρισία.ν υπήρχαν τηλεοράσεις και social media την εποχή του Ευριπίδη, η Μήδεια δεν θα είχε γλιτώσει. Στη διαδροµή της από την Κόρινθο στην Αθήνα το οργισµένο πλήθος θα την είχε προλάβει φωνάζοντας: «Να της βάλουµε φωτιά, να τη βλέπουµε να καίγεται ζωντανή». Οσοι βέβαια επικαλούνται το όνοµά της για να παριστάνουν τους γραµµατιζούµενους δεν την έχουν δει στο θέατρο, εποµένως δεν ξέρουν ούτε ότι το έργο µιλάει για εσωτερικές συγκρούσεις που µεταφέρουν τα ανθρώπινα όντα στον χώρο του αοράτου. Οσο η Μήδεια του µύθου και η µητέρα από την Πάτρα είναι οι ιέρειες µιας θανατηφόρας ιεροτελεστίας, άλλο τόσο ο αφιονισµένος από τα ΜΜΕ όχλος ονειρεύεται κρεµάλες, µπερδεύοντας το αίσθηµα δικαίου µε την αυτοδικία. Οσοι συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι της Πισπιρίγκου ή τη ΓΑ∆Α είναι εκείνοι που φλέγονταν από την επιθυµία να πάρουν επιτέλους µέρος στο online ριάλιτι που προβαλλόταν επί αρκετές βδοµάδες. Είναι εκείνοι που εξαργυρώνουν τη συντριβή τους µε την ιδιότητα του αυτόκλητου τιµωρού, εκείνοι που τρέφονται σε βαθµό παροξυσµού µε το δράµα των άλλων, που λαχταρούν να τραβήξουν την κόκκινη γραµµή η οποία θα τους διαχωρίσει από τα «κτήνη» και θα αυτοεπιβεβαιωθούν µέσα από τη δική τους ανωτερότητα.
Καθώς πλησιάζει το Πάσχα καλό είναι να θυµηθούµε και τη «Φόνισσα» του Παπαδιαµάντη. Καίτοι καλός χριστιανός, δεν παίρνει θέση για την ηρωίδα του, δεν την κρίνει, δεν την αφορίζει. Μόνο σε κάποιο σηµείο υπάρχει µια διακριτική και εξόχως ψυχαναλυτική ερµηνεία της συµπεριφοράς της. «Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγµατι να ψηλώνη ο νους της. Είχε παραλογίσει πλέον. ∆εν ενόει καλά τι έκαµνε, και δεν ωµολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάµη». Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι αυτορρυθµιστικές δυνάµεις του πολιτισµού, µεταξύ αυτών και η πίστη στη δικαιοσύνη, είναι εκείνες που βοηθούν στην επούλωση των πληγών και την αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, αποφαίνεται µε περισσή νηφαλιότητα: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το ήµισυ του δρόµου, µεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».