«Αρνούνται το ελληνικό διαβατήριο στον σύζυγό μου και μου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα» καταγγέλλει η Κατερίνα Στεφανίδη.
Ο σύζυγος Μιτς Κρίερ δεν είναι σκέτο σύζυγος αλλά και προπονητής, πάει να πει πρωτομάστορας έντεκα ολυμπιακών, παγκόσμιων και ευρωπαϊκών μεταλλίων στο επί κοντώ, χώρια τα διαμάντια και τα λοιπά λούσα.
Το επιχείρημα της Κατερίνας είναι η προσφορά του Κρίερ στον ελληνικό αθλητισμό και ο εθνικός ύμνος που ακούστηκε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Αλλά αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή υπενθυμίζει ότι «dura lex sed lex»: ο συμπαθέστατος και ικανότατος Κρίερ δεν δικαιούται την υπηκοότητα παρά μόνο «κατ’ εξαίρεση» και «αριστίνδην», όπως έγινε με τους αδερφούς Αντετοκούνμπο και αργότερα με τη μητέρα τους.
Γιατί λοιπόν να καρπωθεί το –όποιο– προνόμιο ένας προπονητής στίβου και όχι οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που εξοστρακίζονται στο περιθώριο από την ξενοφοβική ακροδεξιά κυβέρνηση των pushbacks και των κυρ Παντελήδων; «Επειδή Γιασάμ Αγιαβέφε» είναι η προφανής απάντηση. «Επειδή Ουαλίντ Αμπού Σουντ».
Εφόσον υπουργάρες όπως ο Αδωνης και ο Βορίδης ανοίγουν διάπλατα τις πύλες σε επιχειρηματίες με σκοτεινές δραστηριότητες (αλλά και σε επιστήμονες όπως ο μουσικολόγος Κρίστοφερ Κινγκ και σε ηθοποιούς όπως ο Τομ Χανκς), η Κατερίνα Στεφανίδη έχει κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρεται και να καταγγέλλει πολιτική δίωξη.
Οποιος έχει συριζαία μαμά θεωρείται αυτόματα λιγότερο ίσος από τους άλλους. Κι ας είναι ολυμπιονίκης. Κι ας καίγεται το πατρικό σπίτι του.
Εάν μάλιστα ο Μιτς Κρίερ ήταν τίποτε Πακιστανός ή Σομαλός, μπορεί να κατέληγε στον πάτο της θάλασσας. «Τι να κάνουμε; Θα περιμένουμε τις εκλογές» ήταν η πικρή κατακλείδα της Κατερίνας.
Αυτό που περιμένουμε όλοι, δηλαδή. Με εξαίρεση τους Αδωνοβοριδαίους.