Ανάμεσα σε όσα έχουν ειπωθεί τις τελευταίες ημέρες για τον πρώην «γαλάζιο» βουλευτή Ανδρέα Πάτση, ο ίδιος ίσως έχει αποκαλύψει τη μεγαλύτερη αλήθεια. Οτι άπαντες, του πρωθυπουργού ασφαλώς συμπεριλαμβανομένου, γνώριζαν για τις επαγγελματικές δραστηριότητές του. Από την παράνομη συμμετοχή του σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό και την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του από τη δήλωση πόθεν έσχες μέχρι φυσικά το γεγονός ότι, αν και βουλευτής, εισέπραττε νομότυπα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από το δημόσιο και είχε αγοράσει αντί πινακίου φακής «κόκκινα» δάνεια άνω των 60 εκατ. ευρώ, λειτουργώντας, όπως συνηθίζει να λέει ο λαός, σαν «κοράκι».
Το Documento πραγματοποίησε το πρώτο δημοσίευμά του για τον Ανδρ. Πάτση τον Μάιο του 2020. Το περιοδικό Hot Doc όμως είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του δικηγόρου που το 2019 θα εκλεγόταν και βουλευτής με τη ΝΔ στη μονοεδρική περιφέρεια των Γρεβενών ήδη από το 2012, ενώ τη συμμετοχή του σε εισπρακτική εταιρεία, την περιβόητη πια Multicollection, είχαν αποκαλύψει από το 2007 στην «Ελευθεροτυπία» ο Μπάμπης Πολυχρονιάδης και η Ελίζα Τριανταφύλλου.
Ο Πάτσης, όπως άλλωστε σημείωνε και σε μια από τις τελευταίες ανακοινώσεις του προτού διαγραφεί όψιμα και προσχηματικά από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, συμμετείχε στην εταιρεία Multicollection από το 1996 ως δικηγόρος της Τράπεζας Πειραιώς. Η εταιρεία αυτή, κατά τα λεγόμενα του βουλευτή, ήταν θυγατρική της Πειραιώς και διαχειριζόταν τα δάνειά της, μέχρι που έπαυσε κάθε δραστηριότητά της το 2009. Ο Πάτσης ωστόσο συνέχισε να εργάζεται για την Πειραιώς ως συνεργάτης της αμαρτωλής διοίκησής της και του προέδρου της Μιχάλη Σάλλα. Ιδιαίτερα γνωστός στον δημοσιογραφικό κόσμο έγινε ωστόσο μετά το 2010 κι ενώ ήδη η χώρα βρισκόταν στη δίνη της κρίσης που θα την ταλάνιζε για μια δεκαετία, όταν ορισμένοι δημοσιογράφοι, μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών, ξεκίνησαν έρευνα για την προβληματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Στον πυρήνα αυτής ήταν φυσικά η Τράπεζα Πειραιώς.
Ο Πάτσης και η προσπάθεια ελέγχου δημοσιογράφων
Τον Ιούνιο του 2012 στην Ελλάδα βρισκόταν ο γνωστός δημοσιογράφος του πρακτορείου Reuters Στίβεν Γκρέι προκειμένου να ερευνήσει τη λειτουργία των ελληνικών τραπεζών, ο οποίος ανακάλυψε ότι κάποιοι τον ακολουθούσαν μέχρι τα γραφεία του Μέσου για το οποίο εργαζόταν στην πλατεία Συντάγματος. Η παρακολούθηση έγινε αντιληπτή και από την ομάδα ασφάλειας του διεθνούς πρακτορείου. Το ίδιο βράδυ ο Γκρέι είχε ραντεβού με δύο Ελληνες δημοσιογράφους: τον Τάσο Τέλλογλου και τον Νίκο Λεοντόπουλο. Οι τρεις τους θα συναντούσαν κάποια πηγή τους σε ένα καφέ γνωστού ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας. Δύο άγνωστοι ακολούθησαν τους δημοσιογράφους με μοτοσικλέτα μέχρι το ξενοδοχείο. Οταν άρχισε η συνάντηση ο ένας από την ομάδα παρακολούθησης μπήκε στο ξενοδοχείο και φωτογράφισε τους δημοσιογράφους κρυφά πίσω από τα τζάμια. Ο Τ. Τέλλογλου είδε τη φωτογράφιση και κινήθηκε εναντίον του ανθρώπου που τους παρακολουθούσε. Κατάφερε να τον ακινητοποιήσει και τελικά να τον εγκλωβίσει μαζί με τους άλλους στο φουαγέ του ξενοδοχείου.
Λίγους μήνες νωρίτερα ο Τέλλογλου είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από κάποιον γνωστό δικηγόρο-συνεργάτη τραπεζίτη, τα έργα και τις ημέρες του οποίου ερευνούσαν οι τρεις υπό παρακολούθηση δημοσιογράφοι. Ο δικηγόρος παρουσιάστηκε ως ιδιοκτήτης εταιρείας που είχε αγοράσει τμήμα των δανείων της τράπεζας και γνωστοποίησε στον δημοσιογράφο ότι ο τραπεζίτης θέλει να τον συναντήσει. Ο δικηγόρος δεν ήταν άλλος από τον Ανδρ. Πάτση και ο τραπεζίτης για τον οποίο μιλούσε ήταν ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς Μιχ. Σάλλας. Ο δημοσιογράφος ασφαλώς δέχτηκε να τον συναντήσει, δεδομένου ότι ο κορυφαίος τραπεζίτης βρισκόταν στο επίκεντρο της έρευνάς του, η οποία σχετιζόταν με το ότι αποκρύπτονταν οι επισφάλειες της τράπεζας και τα θαλασσοδάνειά της μέσω εταιρείας του δικηγόρου.
Σύμφωνα με το σχετικό αποκαλυπτικό δημοσίευμα του Hot Doc, οι τρεις τους συναντήθηκαν σε γνωστό εστιατόριο της πρωτεύουσας και ο τραπεζίτης ζήτησε από τον δημοσιογράφο να σταματήσει την έρευνα για την τράπεζά του. Του είπε μάλιστα ότι ξέρει τι κάνει, με ποιον μιλάει και τι λέει. Υστερα από ένα μπουκάλι ουίσκι ο τραπεζίτης, σε μια επίδειξη δύναμης, τον διαβεβαίωσε πως άνθρωπός του στην αστυνομία και στελέχη στις υπηρεσίες πληροφοριών τον ακούν και μάλιστα στερεοφωνικά. Μπροστά στην άρνηση του Τέλλογλου να σταματήσει την έρευνα ο τραπεζίτης εμφανίζεται μέχρι και να τον απείλησε. Κατά το ρεπορτάζ του Hot Doc, έσκυψε μπροστά και του είπε: «Τότε να προσέχεις, συμβαίνουν και ατυχήματα».
Η επίσκεψη Τέλλογλου στον εισαγγελέα Πεπόνη
Ο δημοσιογράφος μερικές μέρες αργότερα επισκέφθηκε τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος Γρηγόρη Πεπόνη. Του ζήτησε να βγάλει από το κινητό τηλέφωνό του την μπαταρία για να μην έχει καμία σύνδεση στο δίκτυο και να μην είναι δυνατό να παρακολουθείται και τον ενημέρωσε για τη συνάντησή του με τον τραπεζίτη. Ο οικονομικός εισαγγελέας είχε ασχοληθεί με την υπόθεση και τις καταγγελίες για τη συγκεκριμένη τράπεζα και η ενημέρωση από τον δημοσιογράφο ήταν ουσιαστικά και η αποκάλυψη ότι βρίσκεται στο στόχαστρο ενός μηχανισμού παρακολούθησης. Ετσι ξεκίνησε η περίφημη υπόθεση των οικονομικών εισαγγελέων Πεπόνη και Μουζακίτη, οι οποίοι προχώρησαν σε ανοιχτές καταγγελίες για προσπάθεια παρέμβασης στο έργο τους και δήλωσαν παραίτηση, την οποία ανακάλεσαν έπειτα από λίγο.
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτης Μακρής, ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση των καταγγελιών των Πεπόνη – Μουζακίτη, γράφει στο υπόμνημά του: «Ο Γρηγόρης Πεπόνης αναφέρει ότι τον επισκέφτηκε στο γραφείο του γνωστό και έγκριτο πρόσωπο (δημοσιογράφος) και τον πληροφόρησε ότι γνωστός μεγαλοοικονομικός παράγων τού εξέφρασε απειλές για το πρόσωπό του, εξαιτίας του ότι εκτυλίσσεται και εκκρεμεί στα χέρια του συγκεκριμένη προκαταρκτική εξέταση που άπτεται ευθέως του αντικειμένου της επαγγελματικής του δραστηριότητας και ότι ο διοικητής της Υ/Δ Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛΑΣ ήταν δικός του άνθρωπος και παρακολουθούσε τις κινήσεις του κατά πόδας».
Επιχείρηση δολοφονίας χαρακτήρα όσων ερευνούσαν
Το σύστημα είχε εξασφαλίσει τη σιωπή των περισσότερων μέσων ενημέρωσης μέσω της διαφήμισης, δεν είχε όμως καταφέρει ακόμη να διασφαλίσει ότι οι λίγοι που ερευνούσαν, ανάμεσα στους οποίους ήταν το περιοδικό Hot Doc, ο Τέλλογλου, ο Λεοντόπουλος και ο Γκρέι, δεν θα συνέχιζαν το ρεπορτάζ και δεν θα αποκάλυπταν τη στρεβλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, που συνέβαλε τα μέγιστα –αν δεν οδήγησε κιόλας– στην πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και τη φτωχοποίηση της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών.
Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε το τρίτο τεύχος του περιοδικού Hot Doc με μια μεγάλη έρευνα για την Τράπεζα Πειραιώς. Μία ημέρα προτού το τεύχος κυκλοφορήσει στα περίπτερα ένα ιστολόγιο με την ονομασία noname δημοσίευσε μια φωτογραφία στην οποία φαινόταν ο Στίβεν Γκρέι του Reuters να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια ενός μαιευτηρίου μαζί με τον Τ. Τέλλογλου και τον Ν. Λεοντόπουλο. Στη σχετική ανάρτηση αναφέρονταν τα εξής: «Life Cuisine του ΙΑΣΩ. Μια ακόμη συνάντηση Τέλλογλου – Grey (REUTERS). Το μενού τους; Τα “χειρουργικά” χτυπήματα κατά της Ελλάδας και της ελληνικής Οικονομίας. Υποθέτουμε μια συνάντηση με το αζημίωτο».
Ο συντάκτης του συκοφαντικού δημοσιεύματος, που βάφτισε εχθρούς της ελληνικής οικονομίας εκείνους οι οποίοι ερευνούσαν
τους πραγματικούς εχθρούς της, ανέφερε ότι αναγνώστης έστειλε τη φωτογραφία των τριών διότι αναγνώρισε τον Τέλλογλου και του φάνηκε περίεργη η παρουσία του. Φυσικά, μπορούσε κανείς εύκολα να διαπιστώσει ότι η επίμαχη λήψη δεν είχε γίνει με κινητό τηλέφωνο κάποιου τυχαίου περαστικού αλλά με τηλεφακό και μάλιστα από μεγάλη απόσταση. Δεν ήταν δηλαδή τίποτε άλλο παρά μια ακόμη φωτογραφία από παρακολούθηση, με δράστη μάλιστα τον ίδιο άνθρωπο που ένα μήνα μετά ακινητοποίησαν οι τρεις δημοσιογράφοι στο φουαγέ του ξενοδοχείου.
Οι πλαστές και βρόμικες αποδείξεις της ΕΥΠ
Την επομένη του εν λόγω κατάπτυστου δημοσιεύματος, κι ενώ πια το Hot Doc βρισκόταν στα περίπτερα, ένα άλλο ιστολόγιο, το γνωστό Fimotro του δημοσιογράφου Γιάννη Παπαγιάννη, δημοσιοποίησε μια δήθεν απόδειξη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), σύμφωνα με την οποία ο δημοσιογράφος και εκδότης του Hot Doc Κώστας Βαξεβάνης εμφανιζόταν να έχει εισπράξει ποσό 50.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, μετά τους Τέλλογλου, Γκρέι και Λεοντόπουλο μεθοδεύτηκε η αποδόμηση και του Βαξεβάνη, ο οποίος αυτομάτως στη συνείδηση του κόσμου θα καθίστατο τουλάχιστον αναξιόπιστος ως μισθοδοτούμενος από τις μυστικές υπηρεσίες.
Αντίστοιχες πλαστές αποδείξεις υπήρχαν συνολικά για δέκα δημοσιογράφους, οι οποίοι συμπτωματικά είχαν γράψει ρεπορτάζ είτε για την αμαρτωλή Τράπεζα Πειραιώς είτε για έναν πράκτορα της ΕΥΠ ονόματι Κώστας Αγγελάκης. Οπως αποδείχθηκε στην πορεία, ο Αγγελάκης δεν ήταν άλλος από τον ηθικό αυτουργό της πλαστογραφίας και της χρήσης των συγκεκριμένων δήθεν αποδείξεων, υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε τελικά από το αρμόδιο εφετείο το 2019 μαζί με έναν ακόμη συνεργάτη του, ενώ ο δημοσιογράφος Παπαγιάννης, που πρώτος δημοσιοποίησε τα χαλκευμένα έγγραφα, αναγκάστηκε να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τον Βαξεβάνη.
Εξάλλου, σε έφοδο που είχε πραγματοποιήσει στο γραφείο του Αγγελάκη στην ΕΥΠ η εισαγγελία της Αθήνας από κοινού με τις μυστικές υπηρεσίες είχαν βρεθεί και κατασχεθεί πάνω από 20.000 διαβαθμισμένα έγγραφα που είχε παράνομα στην κατοχή του, ενώ βρέθηκε και πληθώρα εγγράφων ίδιων με τις αποδείξεις στις οποίες είχε γράψει το όνομα δέκα δημοσιογράφων για να τους εμφανίσει ως χρηματοδοτούμενους από την ΕΥΠ. Συμπτωματικά ίσως ο Κ. Αγγελάκης, ο οποίος μεθόδευσε τη στοχοποίηση και τη δολοφονία χαρακτήρα δέκα δημοσιογράφων που είχαν επιλέξει να κάνουν τη δουλειά τους αντί να σωπαίνουν, είχε τον ίδιο δικηγόρο που είχε πλησιάσει τον Τ. Τέλλογλου για να τον ενημερώσει ότι θέλει να τον συναντήσει ο Μιχ. Σάλλας. Δηλαδή τον συνεργάτη της Τράπεζας Πειραιώς και συνέταιρο του επικεφαλής της Ανδρ. Πάτση, για τον οποίο ορισμένοι σήμερα παριστάνουν ότι δεν γνώριζαν.