Μέσα απ’ τα μάτια του Μάνου Χατζιδάκι

«Δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Ελληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Ελληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος»

Το βιβλίο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» που επανακυκλοφορεί αναδεικνύει τη διεισδυτική σκέψη του σπουδαίου συνθέτη και διανοούμενου.

Τα τελευταία χρόνια που τα social media κατακλύζονται από σοφές ρήσεις παντός καιρού ο Μάνος Χατζιδάκις εμφανίζεται συχνά στο newsfeed μας. Κυρίως σε σελίδες του Facebook ταυτοχρόνως με τσιτάτα των Βάρναλη, Κοέλιο, Μαντόνα, Κολοκοτρώνη και Παΐσιου, αναμειγνύοντας σε έναν πολτό το σπουδαίο με το σπουδαιοφανές. Σημείο των καιρών. Αλλωστε στα social media μεγαλύτερη σημασία έχουν η στιγμή και η ατάκα –αποκομμένη από το περιεχόμενό της– και λιγότερο ποιος ουσιαστικά την είπε και κάτω από ποιες συνθήκες.

Η επανακυκλοφορία του βιβλίου «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» (εκδ. Ικαρος) έρχεται σε αυτήν τη συγκυρία να φωτίσει στο σύνολό της τη σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι, η οποία πολύ απείχε από το να είναι δημοφιλής στην εποχή της. Ο Χατζιδάκις δεν έγραφε για να πάρει λάικ, όπως συμβαίνει σήμερα με όσους αναπαράγουν αποσπάσματα από τα γραφόμενά του. Εγραφε με μεγάλο ρίσκο σε περιόδους πολύ δύσκολες, κατά τις οποίες το να μιλήσει κάποιος ανοιχτά για τον ελέφαντα στο δωμάτιο σήμαινε αποκλεισμό και αντίποινα με πόλεμο λάσπης από μερίδα του Τύπου. Τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου κι όμως τα 36 κείμενα που το συνθέτουν (δημοσιεύτηκαν από το 1949 έως το 1988 σε περιοδικά και εφημερίδες ή εκφωνήθηκαν σε ομιλίες) παραμένουν επίκαιρα, καθώς σε μεγάλο βαθμό θίγουν τον πυρήνα της ελληνικής νοοτροπίας.

Η παράδοση και οι πέστροφες

«Και πρώτ’ απ’ όλα, τι θα πει παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, γιά υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’ άστρα εκτόξευσή μας;» αναρωτιέται ο Χατζιδάκις στο κείμενό του «Η σημασία μιας παράδοσης στον καιρό μας» (σε ομιλία του στα Ανώγεια τον Αύγουστο του 1979). Και συνεχίζει: «Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες του πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ’ εξυπηρετούν σήμερα» […] «Γιατί δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Ελληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Ελληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος».

Σε εποχές όπου το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν την Αλλαγή και στηριζόταν από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, εκείνος έγραφε: «Η πέστροφα, καθώς είναι γνωστό, με πείσμα πηδάει πηγαίνοντας πίσω κι αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού. Κι είναι αυτό φυσικό της, αυτό γυρεύει, αυτό έμαθε να κάνει. Δεν της το επιβάλλει ούτε η ανάγκη ούτε η λογική. Είναι στη φύση της –που λένε– να κάνει πήδους προς τα πίσω, μ’ αστείους ελιγμούς πάνω απ’ τα κύματα, που εκείνα τρέχουν μπρος ορμητικά. Αν τώρα ντύσετε την πέστροφα με μια συγκεχυμένη σοσιαλιστική ιδεολογία και με ξεπλυμένα από τον ήλιο χρώματα, αυτά που τα ονομάζουν “τριτοκοσμικά”, τότες παρουσιάζεται μπροστά σας πεντακάθαρα η του παρόντος χρόνου ελληνική κυβέρνηση, αυτή που ψήφισε ο ελληνικός λαός το ’81, για να μας διαφεντέψει ιδιότυπα, επικίνδυνα και ερασιτεχνικά επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια».

Από τον Φελίνι στον Γκάτσο

Τα κείμενα διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται, καθώς σε κάθε ανάγνωση αναδεικνύεται κάτι καινούργιο. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς σκεφτόταν ο Χατζιδάκις το 1985 για τη δωδέκατη επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου (την ώρα που έγραφε το κείμενο πληροφορήθηκε για τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά), τι συζητούσε με τον Λεωνίδα Κύρκο για το περιοδικό «Τέταρτο» τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, τι πίστευε για τις εθνικές επετείους και την Αντίσταση. Και φυσικά έχει μεγάλη αξία η οπτική του πάνω στο τραγούδι, στην ιστορία του ρεμπέτικου, η σχέση του με το θέατρο, η ματιά του πάνω στο έργο του Φεντερίκο Φελίνι και του Νίνο Ρότα, οι σκέψεις του πάνω στην ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, η φιλία του με τον Μορίς Μπεζάρ, τον Ζυλ Ντασέν, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Μόραλη.

Από τα σημαντικότερα κείμενα του τόμου είναι εκείνα στα οποία αναφέρεται στους δύο δασκάλους του: τον Κάρολο Κουν και τον Νίκο Γκάτσο. Με σεβασμό και αγάπη μιλάει για σχέσεις αληθινές, οι οποίες χτίστηκαν πάνω στον θαυμασμό αλλά και στην ειλικρίνεια, ακόμη κι όταν ήταν επώδυνη. Σε συνομιλία του με τον Αλέξη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο (περιοδικό «Λέξη», Φεβρουάριος 1986), η οποία περιλαμβάνεται στο βιβλίο, ο Χατζιδάκις δηλώνει: «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα αλλά όχι επιρροή».


ΙΝFO
Το βιβλίο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» του Μάνου Χατζιδάκι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος