Η πρόεδρος του ΚοινΣΕπ Ραµόν (καφενείο – παντοπωλείο) γράφει στο Documento για τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δεν επιδοτήθηκαν γιατί δεν εναρμονίζονται με τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού
Οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις (ΚοινΣΕπ) δεν είναι επιδοτούµενες. Τα συνεταιριστικά καφενεία είναι επιχειρήσεις που άνοιξαν και λειτουργούν µε ίδια κεφάλαια, όπως οι υπόλοιπες επιχειρήσεις. Αποδίδουν ΦΠΑ, πληρώνουν ασφαλιστικά ταµεία, τραπεζοκαθίσµατα, δηµοτικά τέλη –µεταξύ των οποίων καθαριότητα, φωτισµός αλλά και ο ακατανόητος τριµηνιαίος φόρος επί του τζίρου–, πνευµατικά δικαιώµατα για τη µουσική, ενοίκιο, ρεύµα, νερό, ίντερνετ/τηλέφωνο, όπως όλες οι επιχειρήσεις. Ωστόσο δεν θα λάβουν την υποτυπώδη ενίσχυση των 800 ευρώ, αντίθετα µε όλες τις επιχειρήσεις. Γιατί;
Μια πρώτη απάντηση θα µπορούσε να είναι ότι τα συνεταιριστικά καφενεία αποτελούνται «µόνο από εργαζόµενους» (οι οποίοι εφόσον είναι δηλωµένοι θα λάβουν την ενίσχυση των 800 αφού οι συµβάσεις τους τελούσαν σε αναστολή). Μια άλλη εξήγηση –εάν θέλετε, να το δεχτώ κι αυτό– θα ήταν ότι τα συνεταιριστικά καφενεία αποτελούνται «µόνο από αφεντικά». Ωστόσο αυτό το επιχείρηµα κρύβει στην καλύτερη περίπτωση µια αγαθή προσέγγιση ενώ στη χειρότερη πονηριά. Υπενθυµίζω ότι µε την απόφαση 39162 ΕΞ 2020 ενίσχυση λαµβάνουν εκτός από τις ατοµικές επιχειρήσεις και όλες οι επιχειρήσεις µε τη µορφή οµόρρυθµων, ετερόρρυθµων, περιορισµένης ευθύνης εταιρειών καθώς και ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΙΚΕ), ενώ διευκρινίζεται ότι το επίδοµα δεν θα λάβει «ο κάθε µέτοχος ξεχωριστά» αλλά ένας εκ των διαχειριστών της επιχείρησης ως «νόµιµος εκπρόσωπός» της. Με λίγα λόγια, αναγνωρίζεται η ανάγκη ενίσχυσης της επιχειρηµατικής «υπόστασης» και το επίδοµα δεν δίνεται για να καλυφθούν προσωπικές ανάγκες των εργαζοµένων. Το γιατί στις ΚοινΣΕπ δεν αναγνωρίζεται η αντίστοιχη υπόσταση παραµένει αναπάντητο και παραβιάζει κάθε έννοια ισονοµίας.
Ισως η πραγµατική εξήγηση να βρίσκεται στον άγραφο κανόνα που διαπνέει την άσκηση πολιτικής στη χώρα µας. Αυτός ο τελευταίος αγνοεί κατά παράδοση επιταγές περί ισονοµίας και καταλήγει στο εξής: πόσοι είναι; Τι ψηφίζουν;
Στην προκειµένη περίπτωση οι ΚοινΣΕπ όχι µόνο είναι λίγες (κάτω από 1.500 σε όλη την Ελλάδα), αλλά όσο και να ψάξει κανείς είναι αµφίβολο εάν θα βρει στους κόλπους τους έστω και έναν ψηφοφόρο οποιασδήποτε κυβέρνησης της ∆εξιάς.
Αντίθετα µε τις προσταγές του άκρατου νεοφιλελευθερισµού, τα συνεταιριστικά καφενεία –όπως κι άλλες ΚοινΣΕπ µε διαφορετική δραστηριότητα– προάγουν ένα αλλιώτικο µοντέλο οικονοµικής και εργασιακής οργάνωσης. Οι έννοιες του ανταγωνισµού και του κέρδους προσεγγίζονται από διαφορετική οπτική γωνία, γι’ αυτό και οποιαδήποτε πιθανά πλεονάσµατα επανεπενδύονται υποχρεωτικά κατά 35% σε νέες δραστηριότητες της επιχείρησης, σε νέες θέσεις εργασίας ή διανέµονται στους εργαζόµενους.
Το ευτυχές είναι πως ενώ η φύση των συγκεκριµένων επιχειρήσεων δυσκολεύει την καθηµερινότητά τους, είναι αυτή η ίδια που τις βοηθάει σε περιόδους κρίσης. Στον αντίποδα της λογικής που οδηγεί τον κρατικό µηχανισµό στην περιθωριοποίηση των ΚοινΣΕπ βρίσκεται µια άλλη λογική, της αλληλεγγύης, πάνω στην οποία βασίζονται τα συνεταιριστικά εγχειρήµατα. Το κατά πόσο η αλληλεγγύη –τόσο των µελών που απαρτίζουν µια ΚοινΣΕπ όσο και του κόσµου που συνδιαλέγεται µε αυτήν– επαρκεί για να επιβιώσουν σε τόσο αντίξοες συνθήκες επιχειρήσεις µε ελάχιστο περιθώριο κέρδους, όπως είναι τα συνεταιριστικά καφενεία, αυτό µένει να φανεί. Η καταβολή ή µη ενός επιδόµατος 800 ευρώ θα µπορούσε µεν να αποδειχτεί κρίσιµη για την επιβίωση µιας µεµονωµένης επιχείρησης αλλά σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να γίνει καταλύτης για τον αφανισµό τέτοιου είδους εγχειρηµάτων είτε εντός είτε εκτός θεσµοθετηµένου πλαισίου. Και αυτό διότι για να αντισταθούν στη βία των όποιων εξουσιών τα πιο αδύναµα τµήµατα µιας όποιας κοινωνίας, η αλληλεγγύη δεν αποτελεί επιλογή αλλά µονόδροµο (βλ. Κροπότκιν).
Κάπου εδώ, για να επιστρέψουµε στα δικά µας, πρέπει να εξηγήσουµε ότι οι ΚοινΣΕπ δεν είναι ούτε «άθροισµα εργαζοµένων» ούτε «άθροισµα αφεντικών». Είναι µια απάντηση στην ερώτηση γιατί και για ποιον δουλεύουµε. Είναι µια άσκηση για την κατανόηση ότι όλοι µπορεί να έχουµε προσωπικούς στόχους αλλά ταυτόχρονα και έναν κοινό και ότι αυτά τα δύο µπορούν και πρέπει να είναι αλληλένδετα. Ενα περιβάλλον στο οποίο όλοι µπορούν να είναι «ίσοι» χωρίς να χρειάζεται να είναι «ίδιοι». Κατά τα άλλα, όµως, παραµένει επιχείρηση. ∆εν είναι κατάληψη. Ούτε κάνουµε επανάσταση. Τουλάχιστον όχι µε µαρξιστικούς όρους. Ο πόλεµος µε το τέρας δεν τελειώνει και δεν ξέρω αν κερδίζεται. Η έκβαση της µάχης µε τον εαυτό µας όµως, προκειµένου να µη γίνει και αυτός τέρας, είναι στο χέρι µας και εκεί ακριβώς είναι που συµβάλλει το συνεταιριστικό εγχείρηµα.
Η καμπάνια του Ραμόν
Οι αντίξοες συνθήκες απαιτούν πρωτόγνωρους ελιγμούς. Η ομάδα του συνεταιριστικού καφενείου-παντοπωλείου Ραμόν, αντιμέτωπη με τη συσσώρευση χρεών κατά την περίοδο του lockdown όπως όλες οι επιχειρήσεις αλλά και όντας αποκλεισμένη από την ενίσχυση των 800 ευρώ η οποία θα της επέτρεπε τουλάχιστον να ανταποκριθεί σε κάποια πολύ βασικά έξοδα (όπως για παράδειγμα η πληρωμή του λογαριασμού ρεύματος για το οποίο εγκρίθηκε εντολή διακοπής αφού ήταν δυστυχώς σε ιδιωτικό πάροχο), προσέφυγε σε μια λύση που συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά της συνεταιριστικής του φύσης: το επιχειρείν και την αλληλεγγύη. Εφτιαξε μια σειρά από προϊόντα τα οποία διέθεσε σε μορφή ιδιότυπης προπώλησης μέσω της πλατφόρμας www.giveandfund.com. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν τέτοια που μόνο ανακούφιση μπορεί να φέρει, τόσο οικονομική όσο και ηθική.