Τέσσερις εντατικολόγοι μιλούν για την πραγματικότητα, την ακαδημαϊκή εντιμότητα και την απαξίωση
∆εν ήταν κεραυνός εν αιθρία στους εντατικολόγους του ΕΣΥ τα σοκαριστικά συµπεράσµατα της µελέτης Λύτρα για τους παραπληροφορηµένους από την «πετσωµένη» ενηµέρωση πολίτες. Οι ήρωες της υγείας, που δυόµισι χρόνια τώρα δίνουν άνισο αγώνα µε την πανδηµία, και γνώριζαν και κατήγγειλαν. ∆υστυχώς, σε ώτα µη ακουόντων αρµοδίων. Τώρα µε αφορµή την επιβεβαίωσή τους από την επίµαχη µελέτη εισπράττουν ακόµη µια φορά µια µεγάλη προσβολή. Ως τέτοια νοείται η απαξιωτική κριτική που δέχτηκε η µελέτη Λύτρα επειδή τα αποτελέσµατά της έχουν αναµφίβολα κοινωνικές προεκτάσεις, γεγονός που δυσαρεστεί τους τιµονιέρηδες µιας κυβερνητικής πολιτικής η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ζωές των πολιτών.
Τέσσερις εντατικολόγοι, από αυτούς που δεν µάσησαν τα λόγια τους όλο αυτό τον δύσκολο καιρό, σχολιάζουν στο Documento τη µελέτη Λύτρα καλώντας τη µαχόµενη επιστήµη να υπερασπιστεί την αλήθεια.
Επειδή «είναι λυπηρό και ακαδηµαϊκά ανέντιµο να απαξιώνονται µια µελέτη και ο συγγραφέας της αν το αποτέλεσµα της ίδιας της µελέτης δεν είναι αυτό που θέλουµε».
Αχιλλέας Κούμπος
Αναισθησιολόγος – εντατικολόγος, υποψήφιος διδάκτορας ΕΚΠΑ,
Ογκολογικό Νοσοκομείο «Αγιοι Ανάργυροι»
«Ιατρική ματαιότητα και η θηριώδης θνητότητα στις ΜΕΘ»
Τρία συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από την πρόσφατη μελέτη Λύτρα ως προς τη θνητότητα στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Πρώτον, τα δεδομένα στα οποία στηρίχθηκε ανήκουν αποκλειστικά στον ΕΟΔΥ και δίδονται μόνο σε όσους εκτιμούν ο κ. Τσιόδρας και η παρέα του. Ετσι γίνεται ξεκάθαρο ότι οι έρευνες ανήκουν αποκλειστικά στις ιατρικές ελίτ και στους πολιτικούς οι οποίοι επιλέγουν το σκοτάδι αντί της διαφάνειας.
Δεύτερον, επιβεβαιώνει την πεποίθηση των περισσοτέρων ότι η εισαγωγή στη ΜΕΘ δεν είναι η οδός της σωτηρίας και τα δυσθεώρητα ποσοστά θνησιμότητας εκτός ΜΕΘ (97,7%) και εντός ΜΕΘ (72,7%) αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ακόμη και στη Λομβαρδία της Ιταλίας, όπου η πανδημία χτύπησε αλύπητα το 2020, η θνητότητα στις ΜΕΘ δεν ξεπέρασε το 48,7%. Ισχυρίζομαι ότι εκτός από την τραγική ανεπάρκεια σε προσωπικό, υλικά και υποδομές –είναι ευθύνη των πολιτικών–, εκτός από τη λοιμογόνο ισχύ του ίδιου του ιού, ισότιμο ρόλο στην αδιανόητη θνητότητα έπαιξε και η παντελής απουσία κριτηρίων εισαγωγής στις ΜΕΘ, δηλαδή μιας πρακτικής που ενισχύει τη ματαιότητα στην ιατρική (medical futility). Ενα τρίτο συμπέρασμα είναι ότι «ο εμβολιασμός δεν επηρέασε τη θνητότητα των ήδη σοβαρά νοσούντων ασθενών». Με άλλα λόγια, είτε εμβολιαστείς είτε όχι, αν διασωληνωθείς, η πιθανότητα να πεθάνεις είναι ίδια. Ομως αιτιολογεί το γεγονός εντελώς παράλογα, λέγοντας ότι «αν ο ασθενής διασωληνωθεί εξαιτίας της σοβαρής νόσου από Covid-19, είναι η ποιότητα φροντίδας και όχι ο εμβολιασμός που μπορεί να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση ή τον θάνατο»!
Ρίζος Μιχάλης
Παθολόγος – εντατικολόγος, Νοσοκομείο Αττικό
«Οι αντιδράσεις θυμίζουν άλλες σκοτεινές εποχές»
Το πόρισμα βαρύ. Σχεδόν όλοι (97,7%) οι ασθενείς με βαρύ Covid που διασωληνώθηκαν και παρέμειναν εκτός ΜΕΘ απεβίωσαν (μελέτη Λύτρα)! Το πρόβλημα όμως δεν είναι το συμπέρασμα, το οποίο είναι λογικότατο, αυτονόητο και γνωστό στους γιατρούς και τους εντατικολόγους εδώ και πολλά χρόνια, αφού προφανώς η θέση του διασωληνωμένου και υπό μηχανική αναπνοή ασθενή είναι στη ΜΕΘ και όχι σε κοινό θάλαμο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο τραγικό ερώτημα που προκύπτει από αυτό το συμπέρασμα: γιατί σε μια ευρωπαϊκή χώρα του 2022 τόσο πολλοί ασθενείς, ενώ διασωληνώθηκαν και είχαν ανάγκη ΜΕΘ, τελικά δεν βρήκαν; Η απάντηση είναι και πάλι προφανής. Διότι το σύστημα υγείας ήταν προσαρμοσμένο σε χαμηλές απαιτήσεις εντατικής θεραπείας (κοινώς, διέθετε αρκετά λιγότερες υποδομές, λιγότερες κλίνες, λιγότερους νοσηλευτές και λιγότερους γιατρούς στις ΜΕΘ από όσους οι ανάγκες απαιτούσαν). Αυτές δε οι ανάγκες προσδιορίζονταν σε 2.500 με 3.000 κλίνες, σύμφωνα με επιστημονικά τεκμηριωμένες και διεθνώς προτυποποιημένες τοποθετήσεις των επιστημονικών εταιρειών εντατικής προ Covid.
Κι όμως ακόμη και στην αιχμή των κυμάτων της πανδημίας λίγο πάνω από 1.000 κλίνες πανελλαδικά μπήκαν, κακήν κακώς, στη μάχη. Και αυτό έγινε διότι επιλέχτηκαν πολιτικά –και όχι επιστημονικά– η συνεχής υποβάθμιση του δημοσίου, η μειωμένη χρηματοδότηση της υγείας (προς όφελος των πολεμικών εξοπλισμών, της αστυνομοκρατίας, του ληστρικού χρέους και των κινήτρων προς τους επιχειρηματίες), η ενίσχυση των ιδιωτικών ομίλων, η έλλειψη στρατηγικής πρόβλεψης για τις ανάγκες σε γιατρούς, νοσηλευτές, υγειονομικό προσωπικό. Και όταν ήρθε η Covid οι ανάγκες υπερδιπλασιάστηκαν και το ήδη ελλιπές σε ΜΕΘ σύστημα σχεδόν κατέρρευσε. Οι έκτακτες ενισχύσεις ελάχιστα συνέβαλαν, διότι το σύστημα ήθελε γενναία και στρατηγική ανασυγκρότηση και όχι μπαλώματα, Ενώ, από την άλλη μεριά, ο ιδιωτικός τομέας με τις υποδομές του σε ΜΕΘ εντελώς προκλητικά έμεινε Covid free, προφυλαγμένος και προστατευμένος, δεν επιτάχτηκε ούτε εθνικοποιήθηκε ακόμη και μπροστά σε μια έκτακτη εθνική υγειονομική ανάγκη. Επιπλέον η δυσμενής κατάσταση στην επαρχία απογείωσε σε πολλές περιπτώσεις εκθετικά τη θνητότητα, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην απογύμνωση των επαρχιακών νοσοκομείων (είναι εξάλλου γνωστή η νεοσυντηρητική θεωρία ότι για λόγους κόστους χρειάζονται λίγα νοσοκομεία «αριστείας» σε δυο τρεις μεγάλες πόλεις και πολλά μικρά, δορυφορικά, περίπου σαν κέντρα υγείας και μονάδες πρώτων βοηθειών). Πώς να αντιμετωπιστεί λοιπόν η Covid σε τέτοιες συνθήκες; Το πρόβλημα όμως, εκτός από την πολιτική, γυρνάει ξανά στην επιστήμη. Κάποιοι γιατροί της επιτροπής ειδικών, μιλώντας ως κομματικοί εκπρόσωποι της ΝΔ, ξιφούλκησαν εναντίον των (αυτονόητων, επαναλαμβάνουμε) συμπερασμάτων Λύτρα. Θεώρησαν τη μελέτη πρόχειρη, μονοπαραγοντική, ελλιπή, ενώ χαρακτήρισαν τις καταγραφές της ποσοτικές χωρίς ποιοτική ανάλυση – αλήθεια, ποιότητα δεν είναι η συσσώρευση ποσότητας πάνω από μια ορισμένη κλίμακα; Και τι λένε;
α) Οτι τα πήγαμε καλά σχετικά με άλλες χώρες! β) Οτι οι ασθενείς που μείνανε εκτός ΜΕΘ θα πέθαιναν έτσι κι αλλιώς (πώς το ξέρουν;). Και άρα οι εκατοντάδες γιατροί σε όλα τα νοσοκομεία και σε όλη τη χώρα που τους διασωλήνωσαν ή κάνανε κακώς ή ήταν άσχετοι ή το κάνανε… από κεκτημένη ταχύτητα ενώ δεν υπήρχε ελπίδα επιβίωσης για τους ασθενείς (τι προσβολή για τους «ήρωες» της υγείας)! γ) Οτι οι εργασίες και οι επιστημονικές μελέτες γίνονται για να φτιάχνουν κάποιοι βιογραφικά (τις θεωρούν δηλαδή άχρηστες, ψευδείς και τους ερευνητές καριερίστες)! δ) Οτι οι ανάγκες σε ΜΕΘ προκύπτουν βάσει αυθαίρετων πιθανοτήτων επιβίωσης και όχι της μετρήσιμης νοσηρότητας που απαιτεί την εφαρμογή των σύγχρονων ιατρικών επιτευγμάτων (πάντα στο πλαίσιο της δυνατότητας για αναστρεψιμότητα του νοσογόνου παράγοντα)!
Η ταύτιση της επιστημονικής θέσης με τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, την εξουσία και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, ακόμη και όταν η αλήθεια είναι προφανής, δεν οδήγησε ποτέ σε καλές μέρες. Θυμίζουν άλλες, σκοτεινές εποχές. Κάπου το πράγμα έχει ξεφύγει. Για τη μαχόμενη επιστήμη η υπεράσπιση της αλήθειας πέρα και σε ρήξη με την αντιλαϊκή πολιτική δεν είναι πια απλό καθήκον. Είναι διαρκής μάχη για καλύτερη ζωή. Γιατί στο άμεσο μέλλον θα έχουμε και νέες πανδημίες και άλλες έκτακτες υγειονομικές ανάγκες (ας φανταστούμε μόνο τις υγειονομικές συνέπειες της περιβαλλοντικής και ενεργειακής κρίσης). Και θα βλέπουμε τις ίδιες τραγικές συνέπειες αν δεν αλλάξουν ριζικά τα πράγματα.
Δημοσθένης Μακρής
Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας
«Ανέντιμο να απαξιώνεται η μελέτη Λύτρα»
Η μελέτη Λύτρα παρουσιάζει μια θνησιμότητα διασωληνωμένων ασθενών Covid-19 εκτός ΜΕΘ που αγγίζει το απόλυτο. Η μελέτη δέχτηκε κριτική επειδή τα αποτελέσματά της έχουν αναμφίβολα κοινωνικές προεκτάσεις. Και δημιουργεί ερωτήματα. Είναι πράγματι η θνησιμότητα διασωληνωμένων ασθενών Covid-19 εκτός ΜΕΘ τόση και γιατί;
Για τους εντατικολόγους, αλλά και για πολλούς άλλους ιατρούς και επιστήμονες διεθνώς είναι εύλογη η απάντηση. H αντιμετώπιση της βαριάς νόσου απαιτεί περιβάλλον εντατικής φροντίδας. Απαιτεί εξειδικευμένο, έμπειρο και επαρκές προσωπικό και ανάλογο εξοπλισμό. Αυτά δεν μπορεί να διατεθούν σε ένα απλό τμήμα νοσοκομείου ή στο σπίτι. Οταν η ιατρική φροντίδα δεν βρίσκεται στο απαιτούμενο επίπεδο μοιραία θα επιβαρυνθεί σημαντικά και αρνητικά η έκβαση όχι μόνο στην Covid-19, αλλά και σε κάθε σοβαρή κλινική κατάσταση.
Η υψηλή θνησιμότητα των διασωληνωμένων ασθενών εκτός ΜΕΘ έχει υπογραμμιστεί σε πολλές μελέτες και όχι μόνο στη μελέτη Λύτρα και δυστυχώς είναι αναμενόμενη. Είναι λυπηρό και ακαδημαϊκά ανέντιμο να απαξιώνονται μια μελέτη και ο συγγραφέας της αν το αποτέλεσμα της ίδιας της μελέτης δεν είναι αυτό που θέλουμε. Η δε κριτική σε ένα επιστημονικό κείμενο είναι αυτονόητη, αλλά οφείλει να είναι επίσης τεκμηριωμένη, αν θέλουμε η συζήτηση να έχει ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά και να είναι παραγωγική.
Θα μπορούσε άραγε να ισχύει ότι οι ασθενείς Covid-19 που νοσηλεύτηκαν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ ήταν οι πιο βαριά νοσούντες; Ή να ήταν ανεμβολίαστοι; Οχι.
Σε κανένα νοσοκομείο στην Ελλάδα δεν υπήρξε αλγόριθμος επιλογής διασωληνωμένων στη ΜΕΘ ή εκτός ΜΕΘ βάσει της βαρύτητας νόσου ή της εμβολιαστικής κάλυψης.
Προκύπτει όμως κι ένα άλλο ερώτημα. Η θνησιμότητα στις ΜΕΘ Covid-19 είναι υψηλότερη σε σχέση με ό,τι αναφέρεται π.χ. πανευρωπαϊκά; Πιθανότατα ναι. Αν θέλει κάποιος να προσεγγίσει σοβαρά αυτό το ερώτημα, μπορεί να δει δύο στοιχεία: α) αν τα περιστατικά μέσα στις ελληνικές ΜΕΘ αφορούν τους πιο βαριά πάσχοντες σε σχέση με αυτά των ευρωπαϊκών (η ανεπάρκεια κλινών εύκολα οδηγεί επαγωγικά στο να νοσηλεύονται τα πιο βαριά περιστατικά) και β) τη σχέση νοσηλευτών/ασθενών στη μέση ελληνική και σε μια ευρωπαϊκή ΜΕΘ που πετυχαίνει καλούς δείκτες έκβασης. Αυτά απαντούν ικανοποιητικά στο ερώτημα.
Η πανδημία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Θα ήταν καλό να δούμε προσεκτικά τα διαθέσιμα δεδομένα και να προβληματιστούμε από ό,τι είδαμε ήδη μπροστά μας για να διαμορφώσουμε ένα καλύτερο σχέδιο για το μέλλον. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε επαρκή αριθμό άρτια εξοπλισμένων ΜΕΘ. Βέβαια αυτό προϋποθέτει να προχωρήσουμε χωρίς να κρύβουμε ή να αρνούμαστε τα αυτονόητα.
Βασίλης Τσάπας
Εντατικολόγος ΓΝΘ Παπαγεωργίου, μέλος ΔΣ ΕΝΙΘ – ΓΣ ΟΕΝΓΕ
«Η τρέχουσα πολιτική δημόσιας υγείας είναι απολύτως καταδικασμένη να παράγει τα θλιβερά αποτελέσματα»
Τα αποτελέσματα της επικαιροποιημένης μελέτης Λύτρα, που καλύπτει την περίοδο 9/2021 έως 04/2022, είναι λίγο πολύ γνωστά. Θα ήθελα να σταθώ μόνο στα εξής δύο σημεία:
1. Η θνητότητα των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ ασθενών ήταν ~98% ενώ των διασωληνωμένων εντός ΜΕΘ ήταν ~73%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όποιος νοσηλευόταν διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ δεν είχε καν τις λίγες πιθανότητες επιβίωσης (~27%) που μπορούσαν να του προσφέρουν οι ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκείς ΜΕΘ. Ηταν πρακτικά απόλυτα (~98%!) καταδικασμένος να πεθάνει.
Την ίδια ώρα (12/2021) ο πρωθυπουργός της χώρας από το βήμα της Βουλής, κόντρα σε κάθε στοιχειώδη ιατρική αλλά και κοινή λογική, διαβεβαίωνε ότι η θνητότητα των διασωληνωμένων εντός και εκτός ΜΕΘ είναι ίδια. Η πολιτική δημόσιας υγείας που βασίζεται σε μια τόσο ακραία λανθασμένη παραδοχή είναι απολύτως καταδικασμένη να παράγει τα θλιβερά αποτελέσματα που περιγράφει η μελέτη Λύτρα – και η κυβέρνηση που χαράσσει την πολιτική αυτή είναι απολύτως υπεύθυνη και υπόλογη για τα αποτελέσματα αυτά.
2. Η θνητότητα σε αυτήν τη δεύτερη περίοδο αυξήθηκε κατά 21% σε σχέση με την πρωθύστερη περίοδο της πρώτης μελέτης Λύτρα. Οχι μόνο δεν βελτιώθηκε, όπως θα περίμενε κανείς λόγω της πείρας που αποκτήθηκε και του χρόνου που δόθηκε για προετοιμασία και ενίσχυση για τα επόμενα κύματα, αλλά απεναντίας επιδεινώθηκε! Αυτό κατά τη γνώμη μου καταρρίπτει το κυβερνητικό αφήγημα της δήθεν ουσιαστικής ενίσχυσης του συστήματος υγείας και αποδεικνύει αυτό που μετ’ επιτάσεως λέγαμε όλες οι ενώσεις νοσοκομειακών γιατρών: το ΕΣΥ ενισχύθηκε μόνο προσχηματικά και σίγουρα ανεπαρκέστατα για να καλύψει τις υγειονομικές ανάγκες. Η τακτική αυτή της κατ’ ουσία αποδυνάμωσης του ΕΣΥ δυστυχώς έκτοτε συνεχίζεται με συνέπεια και ένταση.