Αιχμές κατά της προκλητικής γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, για τους ελέγχους της ΑΔΑΕ, αφήνει η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο της Ένωσης επί τρεις συνεχόμενες θητείες, Εφέτη Χριστόφορο Σεβαστίδη στο σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο. Η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε μετά από αίτημα της πλευράς Σεβαστίδη πριν από λίγες μέρες, μετά το σάλο και τις αντιδράσεις που προκάλεσε στο νομικό κόσμο η γνωμοδότηση Ντογιάκου, η οποία ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επιθυμίες της κυβέρνησης για… θάψιμο του σκανδάλου των υποκλοπών.
Ειδικότερα έξι δικαστές και συγκεκριμένα ο Εφέτης και πρώην πρόεδρος της ΕνΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, ο Πρωτοδίκης, Παντελής Μποροδήμος, ο πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιχάλης Τσέφας, ο πρωτοδίκης, Ιωάννης Ασπρογέρακας και η Ειρηνοδίκης Έφη Κώστα, παρουσίασαν κατά τη συνεδρίαση τις θέσεις τους για τη γνωμοδότηση Ντογιάκου. Τα όσα αναφέρουν σε αυτή, αποτελεί ακόμη ένα «χαστούκι» προς την πλευρά του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ παράλληλα εκπέμπει προς την κοινωνία ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Ότι δηλαδή στη Δικαιοσύνη υπάρχουν αντανακλαστικά, που ανταποκρίνονται στο νομικό πολιτισμό και σε ότι αποκαλείται στις Δυτικές χώρες ως κράτος δικαίου. Κάτι που ο κ. Ντογιάκος έχει ξεχάσει όσο αυτό και αν δυσαρεστεί αρκετούς συναδέλφους του, όταν ασκείται κριτική από ΜΜΕ.
Πιο αναλυτικά στην τοποθέτηση τους, οι έξι δικαστές επισημαίνουν ότι παρατηρείται «μεταβολή της μέχρι σήμερα σταθερής στάσης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου» σχετικά με τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα. Ειδικότερα όπως επισημαίνεται, «δεν νοείται τέτοια εισαγγελική αρμοδιότητα επί υποβολής ερωτημάτων ιδιωτών». Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα υπεβλήθη από την Cosmote, έναν ιδιώτη πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Διαβάστε αναλυτικά την τοποθέτηση της πλευράς Σεβαστίδη:
Επί της υπ’ αριθμό 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα ΑΠ. Στην επιστημονική τοποθέτηση και κριτική που προηγήθηκε όλες τις προηγούμενες ημέρες επί της υπ’ αριθμό 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ έχουμε κάνουμε τις εξής επισημάνσεις:
Αρχικά παρατηρείται μία μεταβολή της μέχρι σήμερα σταθερής στάσης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, όπως καταγράφεται σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της, κατά την οποία η γνωμοδοτική αρμοδιότητα δεν περιλαμβάνει «υποθέσεις επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια προς αποφυγήν επηρεασμού της κρίσης τους».
Η αυτοπεριοριστική αυτή θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς την γνωμοδοτική της αρμοδιότητα συνδυάζεται με την παραδοχή ότι το αντικείμενο της γνωμοδότησης πρέπει να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων αφού μόνον τότε πρόκειται περί θέματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον και δεν νοείται τέτοια εισαγγελική αρμοδιότητα επί υποβολής ερωτημάτων ιδιωτών (ενδεικτικά Γνμδ ΕισΑΠ 3/2022, 15/2021, 10/2020, 12/2020, 10/2018).
Ως εκ τούτου, η προβληματική σχετίζεται εν προκειμένω, με το γεγονός ότι το ερώτημα τέθηκε από ιδιώτη τηλεπικοινωνιακό πάροχο προς την Εισαγγελία του ΑΠ για ένα ζήτημα που πρόκειται να απασχολήσει τα δικαστήρια και αφορά την συμβατότητα των διατάξεων του ν. 5002/2022 με το Σύνταγμα. Ο ιδιώτης τηλεπικοινωνιακός πάροχος, όμως, ακόμα και υπό την εκδοχή ότι δικαιούται να αιτηθεί την έκδοση γνωμοδότησης, δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για το δικαίωμα της ΑΔΑΕ να ζητήσει απ αυτόν συγκεκριμένα στοιχεία στα πλαίσια των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων. Εκφεύγει συνεπώς του ενδιαφέροντος του ιδιώτη παρόχου το πως η ΑΔΑΕ στη συνέχεια θα αξιοποιήσει τα στοιχεία αυτά, εάν δηλαδή θα ενημερώσει ή όχι τους θιγόμενους πολίτες σε συμμόρφωση της κειμένης νομοθεσίας. Πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε ο ιδιώτης πάροχος να αξιώσει εισαγγελική γνωμοδότηση για την ποινική αντιμετώπιση των μελών της ΑΔΑΕ σε περίπτωση που παραβιάσουν τις διατάξεις του ν 5002/2022.
Περαιτέρω, σε επίπεδο ουσίας, είχαμε διατυπώσει ως μέλη του ΔΣ της Ε.Δ.Ε. έγκαιρα και κατά την διαδικασία της διαβούλευσης του νόμου 5002/2022 τις επιφυλάξεις μας για τη νομοτεχνική αστοχία συγκεκριμένων διατάξεών του, όπως το ενδεχόμενο υποβάθμισης του ρόλου μιας Ανεξάρτητης Αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης όπως είναι η Α.Δ.Α.Ε. και της διάσπασης μεταξύ αφενός των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται από το Σύνταγμα και αφετέρου του δικαιώματος ενημέρωσης των θιγόμενων πολιτών, που ανατίθεται πια σε τριμελή επιτροπή.
Με την υπ΄ αριθμό 1/2023 Γνωμοδότηση του ΕισΑΠ φαίνεται να εκφράζεται η άποψη ότι ενόψει της τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου για τις προϋποθέσεις ενημέρωσης προσώπου που έχει υπόνοιες ότι έχει αρθεί παράνομα το απόρρητό του, αδρανεί πλην της ενημερωτικής (που ρητά καταργήθηκε με το άρθρο 4 ν.5002/22) και η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ (όπου ωστόσο δεν έλαβε χώρα τροποποίηση). Είναι σαφές ότι στα πλαίσια της εφαρμογής ενός νέου νομοθετικού πλαισίου, όπως αυτό που εισήγαγε ο ν. 5002/2022, είναι θεμιτό να εκφραστούν με επιστημονικό τρόπο όλες οι απόψεις.
Ως εκ τούτου ενόψει και του νεοπαγούς χαρακτήρα της εισαγγελικής αμφισβήτησης περί της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ και έως ότου λάβει θέση ο «φυσικός» και ανεξάρτητος δικαστής κατά την εκδίκαση οποιασδήποτε σχετικής υπόθεσης προκύψει στο μέλλον, η συζήτηση θα πρέπει να παραμένει επιστημονική και ελεύθερη, ανεπηρέαστη από ευλόγως παρεξηγήσιμες υπομνήσεις περί τέλεσης από τους φορείς της διαφορετικής άποψης – περιλαμβανομένων και των μελών της ΑΔΑΕ – εγκλημάτων της βαρύτητας του άρθρου 148 ΠΚ (κατασκοπία).
Διαβάστε επίσης:
Πανεπιστημιακοί και νομικοί σφυροκοπούν τον Ντογιάκο
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος στηρίζει Ντογιάκο και εκπέμπει συντεχνιακά μηνύματα