Την αντίθεσή της εκφράζει η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο της Ένωσης επί τρεις συνεχόμενες θητείες, Εφέτη Χριστόφορο Σεβαστίδη, σχετικά με την τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με το κόμμα Κασιδιάρη.
Δείτε επίσης: ‘Πυρά’ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά κυβέρνησης Μητσοτάκη για «νομοθέτηση που δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας»
Ειδικότερα έξι δικαστές και συγκεκριμένα ο Εφέτης και πρώην πρόεδρος της ΕνΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, ο Πρωτοδίκης, Παντελής Μποροδήμος, ο πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιχάλης Τσέφας, ο πρωτοδίκης, Ιωάννης Ασπρογέρακας και η Ειρηνοδίκης Έφη Κώστα, επισημαίνουν σε ανακοίνωση που εξέδωσαν ότι η «κατάθεση της πρόσφατης τροπολογίας», «αποτελεί ένα δικαιοκρατικό ολίσθημα με κύριο θύμα τη Δικαιοσύνη» και «καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης της εκτελεστικής εξουσίας στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης».
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση:
Η κατάθεση της πρόσφατης τροπολογίας δυνάμει της οποίας αλλάζει η επί δεκαετίες ισχύουσα ρύθμιση για τη σύνθεση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, που θα κρίνει σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών (άρθρο 32 π.δ.26/2012), δεν αποτελεί ένα απλό πολιτικό ζήτημα, από τα πολλά που αναδεικνύει κάθε προεκλογική περίοδος. Αποτελεί ένα δικαιοκρατικό ολίσθημα με κύριο θύμα τη Δικαιοσύνη. Η έκτακτη τροποποίηση μιας ρύθμισης, που ουδέποτε απασχόλησε στο παρελθόν ως προς την αποτελεσματικότητα και εφαρμοσιμότητά της, έχοντας αποτελέσει πολλές φορές όρο του επιτυχούς ελέγχου που διεξήγαγε το αρμόδιο τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης της εκτελεστικής εξουσίας στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και την υποβιβάζει από πυλώνα της Δημοκρατίας, σε μέσο επίτευξης ευκαιριακών σκοπών.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί για να εμπεδωθούν στη συνείδηση ενός λαού χρειάζεται να λειτουργούν με συνέπεια. Η επίκληση του κράτους δικαίου κάθε φορά που τούτο επιβάλλεται από τις συγκυριακές ανάγκες των κυβερνήσεων και η επιλεκτική παράκαμψη ή ad hoc αλλαγή των κανόνων του σε άλλες στιγμές, δεν ταιριάζουν σε σύγχρονες δημοκρατίες. Οι φορείς της πολιτειακής εξουσίας οφείλουν πρώτοι να δείχνουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Με νομοθετήματα και τροπολογίες σκοπιμότητας που καθορίζουν την τελευταία στιγμή τους όρους διεξαγωγής μιας εκλογικής αναμέτρησης καθιστώντας τη δικαστική λειτουργία διαμορφωτικό παράγοντα του εκλογικού αποτελέσματος, η δημοκρατία αυτοαναιρείται και αυτοχειριάζεται παρέχοντας πλήρες ιδεολογικό οπλοστάσιο σ’ αυτούς που την αντιμάχονται.