Μειοψηφία ΔΣ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Όχι» στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων

Μειοψηφία ΔΣ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Όχι» στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων

Την αντίθεση της στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων εκφράζει σε ανακοίνωση που εξέδωσε η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με τίτλο «το σχέδιο για ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας- Μία συνολική κριτική και οι θέσεις μας».

Ειδικότερα έξι δικαστές και συγκεκριμένα ο Εφέτης και πρώην πρόεδρος της ΕνΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, ο Πρωτοδίκης, Παντελής Μποροδήμος, ο πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιχάλης Τσέφας, ο πρωτοδίκης, Ιωάννης Ασπρογέρακας και η Ειρηνοδίκης Έφη Κώστα, εκφράζουν την αντίθεση τους στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων και περιγράφουν αναλυτικά τις προτάσεις τους για τις αλλαγές που θέλει να φέρει το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Διαβάστε αναλυτικά:

Τις τελευταίες ημέρες με δημοσιεύματα στον Τύπο και μέσω συνεντεύξεων του ίδιου του Υπουργού Δικαιοσύνης, διαρρέουν συστηματικά γενικές πληροφορίες περί ύπαρξης προχωρημένου σχεδιασμού ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατέθεσε στις 13 Οκτωβρίου 2023 τις δικές του θέσεις. Ενόψει της απουσίας συγκεκριμένου κειμένου που θα αποτελούσε βάση συζήτησης, δεν είναι δυνατό να εκφράσουμε σε αυτό το στάδιο ολοκληρωμένη γνώμη ή κριτική, επί των σχεδιαζόμενων αλλαγών. Δεν μπορούμε όμως να προσποιούμαστε και ότι δε συμβαίνει τίποτα, καθώς η τακτική του νομοθετικού αιφνιδιασμού των δικαστικών λειτουργών, για νομοθετήματα τα οποία τους επηρεάζουν άμεσα, έχει αποκτήσει δυστυχώς πια, στοιχεία κανονικοποίησης. Ως εκ τούτου είναι απολύτως αναγκαίο να εκφράσουμε μια γενική τοποθέτηση την οποία οφείλει να έχει υπόψη ο νομοθέτης σε οποιοδήποτε σχέδιο ενοποίησης επιλέξει να προχωρήσει.

Το κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων είναι δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης προς την Παγκόσμια Τράπεζα – Οι λόγοι της διαφωνίας μας

Τόσο οι πληροφορίες που διαρρέουν από το υπουργείο όσο και η πρόταση του προεδρείου της Ένωσης, περιλαμβάνουν την άμεση και ολοκληρωτική κατάργηση δεκάδων δικαστικών σχηματισμών. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η θέση αυτή δεν είναι καινοφανής, ούτε εκπορευόμενη από τις ανάγκες ή τα αιτήματα του Δικαστικού Σώματος. Αποτυπώθηκε με σαφήνεια πριν μερικά χρόνια στο σχέδιο Πισσαρίδη (σελ. 68), όπου αναφέρεται «Η γεωγραφική κατανομή των δικαστηρίων είναι επίσης προβληματική. Δικαστήρια σε γεωγραφικά κοντινές περιοχές της ελληνικής επαρχίας που θα πρέπει να συγχωνευτούν σε μεγαλύτερες μονάδες, καθώς το όφελος της διακριτής τους ύπαρξης είναι μικρό σε σχέση με το κόστος για τον φορολογούμενο. Τα δικαστήρια αυτά συχνά υπολειτουργούν». Άξονας των μεταρρυθμίσεων θα είναι η λογική κόστους-οφέλους και το κράτος καλείται να βάλει λουκέτο σε όσα δικαστικά καταστήματα έχουν κόστος συντήρησης δυσανάλογο με το όφελος που προκύπτει από την λειτουργία τους. Αυτή η αξιωματικού χαρακτήρα αντίληψη για το ρόλο και τη λειτουργία του κράτους, που έχει εφαρμοσθεί και σε άλλες δημόσιες δομές (σχολεία, νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα) εδώ και καιρό, προσπαθεί πια να παραεισφρύσει και στη Δικαιοσύνη. Το κράτος που θεωρητικά υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών και να παρέχει πρόσβαση στη Δικαιοσύνη ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές, τείνει να την ταυτίσει με επιχείρηση και να αποδώσει στη λειτουργία της κριτήρια αποκλειστικά οικονομικού οφέλους. Κι ενώ από τη μία υποτάσσει τις ανάγκες των πολλών σε αυτό το αξίωμα, από την άλλη δημιουργεί ειδικά επενδυτικά δικαστήρια στα μεγάλα κεντρικά δικαστήρια της χώρας, ανεξαρτήτως κόστους, προκειμένου να παράσχει στοχευμένη αρωγή στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» διαβάζουμε (σελ. 374) «Συνολικά, η επίτευξη των επιδιωκόμενων προτεραιοτήτων του Άξονα αναμένεται να οδηγήσει σε ένα καλύτερο σύστημα δικαιοσύνης για τις επιχειρήσεις οδηγώντας έτσι στην εύρυθμη λειτουργία της Ελληνικής οικονομίας και στην προσέλκυση επενδύσεων, και για τους πολίτες, επιταχύνοντας τις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης και διευθέτησης διαφορών πάσης φύσεως μεταξύ τους».

Στη λογική αυτή που προαναφέρθηκε η Παγκόσμια Τράπεζα απαιτεί πλέον την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, τον περιορισμό Πρωτοδικείων και Εφετείων. Στο 2ο παράρτημα «Εκτελεστικής Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» του 2021, στο σχέδιο Ελλάδα 2.0 προκύπτουν ξεκάθαρα οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση. Στις σελ. 62 επ. αναφέρεται ότι μέχρι το 4ο τρίμηνο του 2024 προβλέπεται «Αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη- πλήρης λειτουργία τουλάχιστον του 70% των διοικητικών δικαστηρίων και πλήρης λειτουργία τουλάχιστον του 40% των πολιτικών- ποινικών δικαστηρίων» ενώ για το 4ο τρίμηνο του 2025 προβλέπεται πλήρης υλοποίηση της αναθεώρησης των δικαστικών χαρτών.

Για τον λόγο αυτό εμείς είμαστε εντελώς αντίθετοι στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων. Όχι γιατί έχουμε εμμονές και αγκυλώσεις με το παρελθόν. Αλλά γιατί γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πως όσο κι αν προσπαθούν να εμφανίσουν ως λογικοφανή τη μέση και προσωρινή οδό της λελογισμένης μείωσης του αριθμού των δικαστικών καταστημάτων, ο τελικός σκοπός τους είναι άλλος. Οι εξελίξεις επομένως μπροστά στις οποίες βρισκόμαστε δεν αποτελούν προϊόν ορθολογικής διαχείρισης της κατάστασης. Είναι αποτέλεσμα δεσμευτικών συμφωνιών που αποκρύπτονται τεχνηέντως. Όπως και να έρθει το σχέδιο του Υπουργείου σε λίγες εβδομάδες, θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την σαρωτική αλλαγή του δικαστικού χάρτη με την πλήρη κατάργηση των Ειρηνοδικείων και την διατήρηση λίγων Πρωτοδικείων και ακόμα λιγότερων Εφετείων στα πρότυπα άλλων χωρών με αντίστοιχο πληθυσμό (πχ Ολλανδία) αλλά εντελώς διαφορετική δικαστική, γεωγραφική και κοινωνική διάρθρωση. Το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας για την χωροταξική αναδιάρθρωση των Διοικητικών Δικαστηρίων της 1ης Ιουνίου 2022 είναι ενδεικτικό. Διατηρούνται 16 μόνο Διοικητικά Πρωτοδικεία, 14 Πρωτοδικεία μετατρέπονται σε δικαστήρια τηλεματικής και 15 μεταβατικά Πρωτοδικεία μετατρέπονται επίσης σε δικαστήρια τηλεματικής. Διατηρείται πλέον το 30% των Πρωτοδικείων ενώ τα υπόλοιπα σταδιακά απονεκρώνονται. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών σημειώνεται ότι είχε προβάλει επιχειρήματα κατά της κατάργησης των Δικαστηρίων και της μετατροπής τους σε δικαστήρια τηλεματικής. Το σχέδιο ωστόσο προχώρησε παρά τις αντιρρήσεις και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης τον Μάρτιο του 2023, το οποίο στο Παράρτημα ΙΙ (χρονοδιάγραμμα ενεργειών) προβλέπει στον αριθμό 9 «την επιλογή του μέτρου ….. της διατήρησης του δικαστηρίου ως δικαστικού γραφείου τηλεματικής, εάν οι εισροές του δεν επιτρέπουν την διατήρησή του έστω και μονοτμηματικού». Γεγονός που αποδεικνύει ότι μέσα στο β’ εξάμηνο του 2026 ενδέχεται να οδηγηθούν σε οριστικό κλείσιμο τα δικαστήρια που σε πρώτη φάση ορίζονται ως δικαστήρια τηλεματικής.

Αντί της κατάργησης των Δικαστηρίων λοιπόν εμείς προτείνουμε την μεταβίβαση της εξουσίας διαχείρισης και προγραμματισμού των υπηρεσιών των Δικαστηρίων, σε επίπεδο εφετειακής έδρας, ώστε να επιτυγχάνεται η ισομερής κατανομή της ύλης μεταξύ δικαστηρίων με περισσότερη και λιγότερη ύλη.

Οι προτάσεις του προεδρείου της Ένωσης. Ασυνέπειες και τραγικές αντιφάσεις.

1. Προτείνουν την κατάργηση 50 Ειρηνοδικείων, όσων ακριβώς σχεδιάζει να πραγματοποιήσει το Υπουργείο γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας και η Ένωση λειτουργεί ως προπομπός των αλλαγών που επίκεινται. Ο ορισμός «πολυδύναμου Ειρηνοδικείου» στον οποίο αναφέρονται παραπέμπει στα «πολυδύναμα Αστυνομικά Τμήματα» και στις συγχωνεύσεις που έγιναν με αποτέλεσμα να έχει καταστεί τραγική η φύλαξη μεγάλων περιοχών της επικράτειας. Δεν εξέτασαν καθόλου την δυνατότητα του ισοκαταμερισμού των υποθέσεων σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας, όπως προτείνουμε εμείς ως εναλλακτική λύση. Για τους σκοπούς που επιδιώκουν τέτοιες προτάσεις αναφερθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο.

2. Προτείνουν την αύξηση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων κατά 10.000 ευρώ, την στιγμή που είχαν υποσχεθεί στους συναδέλφους ότι δεν θα υπάρξει καμία αύξηση της αρμοδιότητας για την επόμενη 5ετία, ότι θα πρέπει να μειωθεί η ύλη των Ειρηνοδικείων, να μην συμμετέχουν στις συνθέσεις των αυτοφώρων στα επαρχιακά δικαστήρια και να μην πραγματοποιούν τις κατ’ οίκον έρευνες. Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους το προεδρείο μας είχε ενημερώσει σε συνεδρίαση του Δ.Σ., ότι έχει έτοιμη πρόταση να καταθέσει προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης ώστε νομοθετικά να γίνουν οι παραπάνω αλλαγές. Σήμερα όχι μόνο δεν τήρησε τις υποσχέσεις του αλλά επιχειρηματολογεί υπέρ της μιας μικρής αύξησης της αρμοδιότητας, γνωρίζοντας ότι οι εξελίξεις έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο τα πράγματα. Η πρότασή τους για αύξηση υλικής αρμοδιότητας κατά 10.000 ευρώ είναι προάγγελος νέων διαδοχικών αυξήσεων στις οποίες θα συναινέσουν δεδομένου ότι επιλέγουν να δημοσιοποιούν στατιστικά στοιχεία μόνο από Ειρηνοδικεία που έχουν την μικρότερη κατά κεφαλήν χρέωση.

3. Προτείνουν την μεταφορά ύλης ανεξαρτήτως ποσού στα Ειρηνοδικεία (κτηματολογικές διαφορές). Και αυτή ακόμα δεν είναι δική τους πρόταση. Αποτελεί πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης που μας εξέθεσε στην συνάντησή μας στις 31 Ιουλίου. Το προεδρείο της Ένωσης αντιγράφει κατά λέξη ό,τι ακριβώς άκουσε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης παρουσιάζοντας τάχα όλα αυτά ως δικές του θέσεις. Αναρωτιόμαστε εν προκειμένω: Η μεταφορά ύλης στο Ειρηνοδικείο ανεξαρτήτως ποσού αποτέλεσε βασικό πυλώνα της μελέτης της Επιτροπής Ειρηνοδικών την διετία 2020-2022 η οποία λοιδορήθηκε και απορρίφθηκε από τις ομάδες Στενιώτη-Κώνστα. Η διαφορά έγκειται στο ότι η πρόταση της Επιτροπής Ειρηνοδικών ήταν ολοκληρωμένη και συνολική, δεν θα οδηγούσε σε αύξηση της ατομικής χρέωσης, θα αποτελούσε την βάση για μια μισθολογική αναβάθμιση των Ειρηνοδικών. Οι Ειρηνοδίκες θα εξακολουθούσαν να δικάζουν αντικείμενα με τα οποία ήδη ασχολούνταν. Η αποσπασματική πρόταση του προεδρείου σήμερα αφήνει τους Ειρηνοδίκες δικαστές χαμηλού αντικειμένου, τους αναθέτει αντικείμενο εντελώς καινούριο ενώ ταυτόχρονα ανοίγει την πόρτα και για μια σταδιακή μεταφορά ύλης ανεξαρτήτως ποσού.

4. Από το 2021 η ομάδα Στενιώτη ως μειοψηφία είχε καταθέσει πρόταση για μισθολογική εξομοίωση Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών καθώς και για συνταξιοδότηση των Ειρηνοδικών στο 67ο έτος της ηλικίας τους χωρίς συνταγματική αλλαγή αλλά με νόμο. Στην προχθεσινή τους ανακοίνωση αναφέρουν γενικά και αφηρημένα την ανάγκη νέου μισθολογίου των Ειρηνοδικών. Την στιγμή που στα αιτήματα προς το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών δεν τέθηκε όχι μόνο η μισθολογική εξομοίωση αλλά ούτε καν η μισθολογική αναβάθμιση, το προεδρείο αναφέρεται σε μισθολόγιο Ειρηνοδικών λες και δεν υπάρχει ενιαίο δικαστικό μισθολόγιο αλλά μισθολόγιο χωριστό σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Είναι φανερός ο εμπαιγμός που γίνεται αυτή τη στιγμή σε 916 συναδέλφους.

Οι προτάσεις μας

1. Δεν είναι αποδεκτό κανένα σχέδιο που να κινείται στη βάση της υποχρεωτικότητας. Ο τεράστιος όγκος υποθέσεων που έχουν να διαχειριστούν τα Πρωτοδικεία της χώρας απαιτεί μια πρόβλεψη σταδιακής ενσωμάτωσης ορισμένου αριθμού Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία σε εθελοντική μόνο βάση. Η διαδικασία ενσωμάτωσης Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία πρέπει να αφορά μόνο εκείνους που την επιθυμούν με ταυτόχρονο δικαίωμα των υπολοίπων να παραμείνουν στην ίδια βαθμίδα Δικαιοσύνης στην οποία σήμερα υπηρετούν και με τους ίδιους ακριβώς όρους.

2. Η διαδικασία ενοποίησης πρέπει να είναι σταδιακή και να διαρκέσει τόσο ώστε να μην διαταραχθεί η υπηρεσιακή εξέλιξη των συναδέλφων σε όποιο βαθμό κι αν βρίσκονται καθώς η περίπτωση μαζικής εισόδου νέων δικαστών στο Πρωτοδικείο θα οδηγούσε μεσοπρόθεσμα σε μια ακραία υπηρεσιακή στασιμότητα και στρεβλώσεις.

3. Δεν θα πρέπει να διαταραχθεί η υπάρχουσα επετηρίδα η οποία έχει υπηρετήσει επιτυχώς τον στόχο της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας. Συνεπώς οποιαδήποτε μορφή ενοποίησης δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την υπάρχουσα σειρά της επετηρίδας χωρίς υπερβάσεις.

4. Η ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των Πρωτοδικών μέσω της ενσωμάτωσης Ειρηνοδικών, με τον τρόπο αυτό θα οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του αριθμού των δικαστικών αποφάσεων που θα εκδίδονται από τα Πρωτοδικεία. Για να έχει αποτέλεσμα το σχέδιο επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να προβλεφθεί ανάλογη αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των εφετών οι οποίοι θα επιλαμβάνονται των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό δεν θα δημιουργηθεί κανένα εμπόδιο στην υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών του πρώτου βαθμού.

5. Με την ένταξη Ειρηνοδικών σε θέσεις νέων Πρωτοδικών θα μειωθούν αντίστοιχα οι θέσεις των συναδέλφων που θα εξακολουθούν να υπηρετούν στα Ειρηνοδικεία και συνεπώς θα αυξηθεί και η κατά κεφαλήν χρέωσή τους. Θεωρούμε συνεπώς σκόπιμο να μην επιχειρηθεί καμία αύξηση της υφιστάμενης υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, καθώς το ύψος και το είδος της ύλης που θα ανατεθεί στο Ειρηνοδικείο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη διαδικασία ενσωμάτωσης και το αριθμητικό αποτέλεσμά της.

6. Αυτονόητη συνέπεια της διατήρησης λειτουργίας των Ειρηνοδικείων θα είναι και η λειτουργία της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.

7. Δεν είναι αποδεκτό κανένα σχέδιο που να καταργεί ή να υπονομεύει υπαρκτά μισθολογικά δικαιώματα. Η ένταξη των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία δεν μπορεί να σημαίνει σε καμία περίπτωση απώλεια της κατακτημένης μισθολογικής τους βαθμίδας. Αντίστοιχα πρέπει να προβλεφθεί μισθολογική αναβάθμιση και των Ειρηνοδικών που θα εξακολουθούν να υπηρετούν στα Ειρηνοδικεία.

Δεν μπορεί να υπάρξει ενοποίηση χωρίς εκτενή συζήτηση, διαβούλευση με όλους τους φορείς, ανταλλαγή επίσημων θέσεων, ώστε να οδηγηθούμε στα καλύτερο αποτέλεσμα. Η συμμετοχή συναδέλφων δικαστικών λειτουργών σε επιτροπές του Υπουργείου που προετοιμάζουν τόσο σημαντικές αλλαγές, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον διάλογο με την εκλεγμένη διοίκηση της Ένωσης, η οποία με την σειρά της οφείλει να ακούσει τις απόψεις των μελών της. Η τακτική Γενική Συνέλευση αφενός λόγω της χρονικής απόστασης που μας χωρίζει απ αυτήν αφετέρου λόγω των περιορισμένων χρονικών δυνατοτήτων για εκτενή και διεξοδική συζήτηση, δεν επαρκεί. Απαιτείται άμεσα η σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, αίτημα το οποίο θα επαναφέρουμε άλλη μία φορά στο ΔΣ. Στην περίπτωση που το προεδρείο δεν συναινέσει και πάλι, οδηγεί ενδεχόμενα τους συναδέλφους σε σύγκληση Ολομελειών των Δικαστηρίων ως το μοναδικό όργανο στο οποίο μπορούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Η συζήτηση τόσο κομβικών αλλαγών στη δομή της Δικαιοσύνης αποσπασματικά και όχι σε κεντρικό επίπεδο με την σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης διαφορετικών αποφάσεων των Ολομελειών, εξέλιξη που θα επιφέρει εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στο Σώμα. Η Ένωση οφείλει να διατηρήσει τον ενοποιητικό και καθοδηγητικό της ρόλο και να μην μετατραπεί σε κομπάρσος των εξελίξεων. Εμείς ως ομάδα αναμένουμε και το σχέδιο που θα καταθέσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης για να τοποθετηθούμε ειδικότερα.

 

Documento Newsletter