Μειοψηφία ΔΣ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: Η επικαιροποιημένη πρόταση για την ενοποίηση

Μειοψηφία ΔΣ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: Η επικαιροποιημένη πρόταση για την ενοποίηση

Την επικαιροποιημένη της πρόταση για την ενοποίηση στη Δικαιοσύνη ανακοίνωσε δημόσια η μειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης, υπό τον Εφέτη και επί τρεις φορές πρόεδρο της Ένωσης, Χριστόφορο Σεβαστίδη.

Ειδικότερα έξι δικαστές και συγκεκριμένα ο Εφέτης και πρώην πρόεδρος της ΕνΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, ο Πρωτοδίκης, Παντελής Μποροδήμος, ο πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιχάλης Τσέφας, ο πρωτοδίκης, Ιωάννης Ασπρογέρακας και η Ειρηνοδίκης Έφη Κώστα, σε ανακοίνωση που εξέδωσαν παρουσιάζουν «μια ήπια ενοποίηση, σε προαιρετική βάση, με διατήρηση του Ειρηνοδικείου, εισαγωγή όσων Ειρηνοδικών επιθυμούν στα Πρωτοδικεία μετά από αίτησή τους χωρίς υπερβάσεις της επετηρίδας και διατήρηση όλων των κεκτημένων μισθολογικών δικαιωμάτων».

Διαβάστε αναλυτικά:

Ως μειοψηφία του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ήμασταν εκείνοι, που καταθέσαμε ήδη από τον Οκτώβριο, ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση για μια «ήπια» ενοποίηση, σε προαιρετική βάση, με διατήρηση του Ειρηνοδικείου, εισαγωγή όσων Ειρηνοδικών επιθυμούν στα Πρωτοδικεία μετά από αίτησή τους χωρίς υπερβάσεις της επετηρίδας και διατήρηση όλων των κεκτημένων μισθολογικών δικαιωμάτων.

Όμως, η προειλημμένη απόφαση κατάργησης των Ειρηνοδικείων ως δικαστικών σχηματισμών, που ήδη ανακοινώθηκε, δημιουργεί την ανάγκη να επικαιροποιήσουμε την αρχική μας πρόταση, διατηρώντας αμετάβλητα τα κύρια χαρακτηριστικά της, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν και τα νέα δεδομένα που δημιούργησαν αφενός οι κυβερνητικές εξαγγελίες, αφετέρου οι Ολομέλειες των κατά τόπους Δικαστικών σχηματισμών που έχουν γνωμοδοτήσει στο μεσοδιάστημα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της επικαιροποιημένης πρότασης στηρίζονται στις εξής παραδοχές:

α) ότι δεν είναι δυνατή η ύπαρξη πραγματικά παράλληλης επετηρίδας, παρά μόνο υπό το σχεδιασμό μιας δικαστικής διάστρωσης κατά την οποία το αντικείμενο και τα καθήκοντα των νυν ειρηνοδικών και των νυν πρωτοδικών θα είναι απολύτως διαχωρισμένα και μη συναντώμενα μεταξύ τους σε οποιοδήποτε στάδιο της πολιτικής ή της ποινικής δίκης.

β) ότι η έννοια της ενοποίησης του πρώτου βαθμού, υπηρετείται ευχερώς με το διαχωρισμό των αντικειμένων της πολιτικής δίκης, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα ύπαρξης δύο μονομελών πρωτοβάθμιων δικαστηρίων για τις ίδιες διαφορές, που συντηρεί την παρωχημένη μέθοδο διάκρισης των διαφορών με βάση την αξία τους και οδηγούσε στην συγκυριακή αυξομείωση της συνήθους αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (βλ. Μελέτη Επιτροπής Ειρηνοδικών, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της ΕΝΔΕ (www.ende.gr, την 08.06.2021).

γ) ότι οι μεταθέσεις των δικαστικών λειτουργών σχετίζονται άμεσα με την βαθμολογική τους εξέλιξη. Ως εκ τούτου, προκειμένου να υπάρχει δικαστικός σχηματισμός που να εξασφαλίζει την απουσία υπηρεσιακών μετακινήσεων (αμετάθετο), είναι αναγκαίο ο σχηματισμός αυτός να έχει περιορισμένη βαθμολογική εξέλιξη, ενώ η απεριόριστη βαθμολογική εξέλιξη πάντα συνδέεται με υπηρεσιακή μετακίνηση.

Ειδικότερα:

Προτείνεται η δημιουργία δύο ξεχωριστών δικαστικών σχηματισμών: του Πρωτοδικείου Ειδικού Αντικειμένου και του Πρωτοδικείου Γενικού Αντικειμένου. Το είδος της δικαστικής ύλης του Πρωτοδικείου Ειδικού Αντικειμένου, θα εκπορεύεται αποκλειστικά από τις ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ και θα προσδιοριστεί αριθμητικά, όπως παραπάνω εκτέθηκε, από τη σχέση της υπάρχουσας ποσότητας δικαστικής ύλης στα αντικείμενα αυτά και του αριθμού δικαστικών λειτουργών που θα υπηρετήσουν εκεί, ώστε να επιτευχθεί αντιστοίχιση με την ποσότητα και ποιότητα ύλης που θα παραμείνει ως αντικείμενο των Πρωτοδικείων Γενικού Αντικειμένου.

Ο νέος δικαστικός σχηματισμός, θα είναι πλήρως αυτονομημένος και διακριτός από το Πρωτοδικείο Γενικού Αντικειμένου και σε αυτόν θα δικάζονται όλες οι υποθέσεις αυτής της ύλης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, από τους μέχρι σήμερα Ειρηνοδίκες. Ειδικότερα, σε πρώτο βαθμό οι υποθέσεις Ειδικού Αντικειμένου θα δικάζονται από μονομελή σύνθεση, ενώ σε δεύτερο βαθμό θα δικάζονται από πολυμελή σύνθεση του ίδιου Δικαστηρίου, που θα απαρτίζεται από Πρόεδρο Πρωτοδικών Ειδικού αντικειμένου και δύο Πρωτοδίκες Ειδικού Αντικειμένου εκ των αρχαιοτέρων του δικαστικού σχηματισμού ως μέλη.

Η υπηρεσία των Πταισματοδικών ανατίθεται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Ειδικού Αντικειμένου. Μετά την περαίωση των εκκρεμουσών υποθέσεων από τους νυν Πταισματοδίκες, η υπηρεσία προανάκρισης θα ανατίθεται εκ περιτροπής με Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ειδικού Αντικειμένου, σε Πρωτοδίκη Ειδικού Αντικειμένου, για περιορισμένο χρόνο διετούς θητείας, κατ΄ αντιστοιχία με τα καθήκοντα των Ανακριτών (που θα ανήκουν στην αρμοδιότητα των Πρωτοδικών Γενικού Αντικειμένου).

Στην ύλη του Πρωτοδικείου Γενικού Αντικειμένου, ανατίθεται το σύνολο της ύλης που δεν ανήκει στην ύλη του Πρωτοδικείου Ειδικού Αντικειμένου και εκδικάζεται όπως μέχρι σήμερα ορίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καταρχήν από τους μέχρι σήμερα Παρέδρους, Πρωτοδίκες και Προέδρους Πρωτοδικών. Στο Πρωτοδικείο Γενικού Αντικειμένου ανατίθεται και η αρμοδιότητα για την εκδίκαση όλων των πλημμελημάτων και κακουργημάτων της μέχρι σήμερα αρμοδιότητάς τους, με τη συμμετοχή σε συνθέσεις Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, Δικαστηρίου Ανηλίκων και ΜΟΔ, καθώς και τα καθήκοντα Ανακριτή. Η υπηρεσιακή εξέλιξη των Πρωτοδικών Γενικού Αντικειμένου, διατηρείται ως έχει η μέχρι σήμερα απεριόριστη.

Κατά τη σύσταση των Πρωτοδικείων Γενικού Αντικειμένου, έχουν δυνατότητα να αιτηθούν εθελοντικά να αποκτήσουν την ιδιότητα του Πρωτοδίκη Γενικού Αντικειμένου, και οι μέχρι πρότινος Ειρηνοδίκες, χωρίς τη διατάραξη της υπάρχουσας επετηρίδας των νυν Πρωτοδικών, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, μετά από κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

Τέλος, για να έχει αποτέλεσμα το σχέδιο επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να προβλεφθεί ανάλογη αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των εφετών οι οποίοι θα επιλαμβάνονται των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό.

Τα οφέλη από την λειτουργία της ως άνω διάστρωσης δικαστικών σχηματισμών:

· Δε συναντώνται σε κανένα στάδιο της πολιτικής ή της ποινικής δίκης οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των Πρωτοδικών του Γενικού με του Ειδικού Αντικειμένου. Αντίστοιχα δεν επηρεάζονται οι προαγωγές και οι μεταθέσεις του ενός Πρωτοδικείου από το άλλο και δεν διαμορφώνονται κοινές δικαστικές συνθέσεις.

· Προωθείται η εξειδίκευση ως προς το δικαιοδοτικό αντικείμενο, που κινείται στα πρότυπα αντίστοιχων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων και προωθεί την εμβάθυνση αλλά και την επιτάχυνση, χωρίς να οδηγεί σε επιστημονική μονομέρεια.

· Εξασφαλίζεται η υπηρεσιακή Δικαιοσύνη, καθώς ο προσδιορισμός της ποσότητας της ύλης γίνεται με το αντικειμενικό δεδομένο του αριθμού των δικαστών που απαρτίζει κάθε είδος Πρωτοδικείου.

· Περιορίζεται η πιθανότητα διατάραξης της προσωπικής και οικογενειακής ζωής των άλλοτε Ειρηνοδικών, καθώς η προοπτική της μετάθεσής τους σχετίζεται αποκλειστικά με την υπηρεσιακή τους εξέλιξη σε Προέδρους Πρωτοδικών Ειδικού Αντικειμένου, με βάσει τις οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών Ειδικού Αντικειμένου που θα προκύψουν.

· Εξασφαλίζεται η αδιατάρακτη υπηρεσιακή εξέλιξη των άλλοτε Πρωτοδικών και ήδη Πρωτοδικών Γενικού Αντικειμένου, χωρίς υπερβάσεις στην επετηρίδα τους.

· Αφενός η εκδίκαση των πολιτικών υποθέσεων του Πρωτοδικείου Ειδικού Αντικειμένου, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από τους δικαστές αυτού του Δικαστηρίου και αφετέρου η διατήρηση της εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων από το Πρωτοδικείο του Γενικού Αντικειμένου, διαμορφώνουν τις συνθήκες της πλήρους μισθολογικής εξομοίωσης όλων των δικαστών του πρώτου βαθμού.

· Εξασφαλίζεται η συνέχιση και η λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, με αντίστοιχη αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών. Με το ως άνω περιγραφόμενο σχήμα, αποφεύγονται οι κίνδυνοι από την μαζική εισαγωγή νέων δικαστών στο Πρωτοδικείο, που θα οδηγούσε μεσοπρόθεσμα σε ακραία υπηρεσιακή στασιμότητα των νεοεισερχόμενων δικαστών και στρεβλώσεις.

· Τέλος, δε θίγονται με κανένα τρόπο υπαρκτά και δεδομένα μισθολογικά δικαιώματα, ούτε διακινδυνεύεται η απώλεια της κατακτημένης μισθολογικής βαθμίδας των άλλοτε Ειρηνοδικών.

Επίλογος: Γνωρίζουμε καλά ότι η εκπόνηση οποιουδήποτε σχεδίου ενοποίησης, στα πλαίσια των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων, που έχουν τεθεί από το νομοθέτη, αποτελεί μια σύνθετη εργασία, που είναι αδύνατο να οδηγήσει σε απόλυτη ικανοποίηση όλων των εμπλεκομένων. Ο επί πολλούς μήνες συστηματικός εφησυχασμός που καλλιέργησε το προεδρείο της ΕΝΔΕ, ως προς το ενδεχόμενο να μη προχωρήσει η ενοποίηση, κατέστειλε και κατακερμάτισε το διάλογο μεταξύ των μελών μας και ευνόησε τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και την πολυγλωσσία. Χωρίς έκτακτη Γ.Σ. όταν υπήρχε χρόνος διαλόγου, χωρίς ηλεκτρονική ψηφοφορία, όταν υπήρχε χρόνος συνδιαμόρφωσης, η Ένωση εμφανίζεται πια ουραγός των εξελίξεων και τα μέλη της σταδιακά αυτονομούνται.

Η παρούσα πρόταση θεωρούμε ότι αποτελεί την τελευταία ελπίδα διαμόρφωσης μιας δίκαιης και εφαρμόσιμης ενοποιητικής λύσης, με το μικρότερο δυνατό υπηρεσιακό κόστος και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, με γνώμονα την προάσπιση της Δικαστικής Ανεξαρτησίας και την αξίωση των πολιτών για σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα απονομής Δικαιοσύνης.

Δείτε επίσης: «Μύλος» στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Καταγγελίες για «άκυρη και αντικαταστατικη» απόφαση της Γενικής Συνέλευσης

Μειοψηφία ΔΣ Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Όχι» στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων

Documento Newsletter