Οποτε ο δημοσιογράφος μετατρέπεται σε αντικείμενο του ρεπορτάζ μια δυσμενής εξέλιξη έχει προκύψει για τη δημοσιογραφία. Τα τελευταία χρόνια οι δυσμενείς εξελίξεις για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα διαδέχονται η μία την άλλη, διαμορφώνοντας ένα μοτίβο συρρίκνωσης της ελευθερίας του Τύπου, στραγγαλισμού του κράτους δικαίου και βλαπτικής μεταβολής της δημοκρατίας. Κυβερνητικός αυταρχισμός, άρνηση λογοδοσίας, λίστες χειραγώγησης της κοινής γνώμης, επιβολή οικονομικής ασφυξίας κατά μη αρεστών Μέσων, SLAPPs, διώξεις δημοσιογράφων, παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών και του τεκμηρίου της αθωότητας από τον πρωθυπουργό ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας, συμβόλαια εκτέλεσης και μία εν ψυχρώ δολοφονία δημοσιογράφου. Ολα αυτά αποτέλεσαν την αιτία για την ηχηρή παρέμβαση της συνομοσπονδίας επτά διεθνών οργανώσεων Τύπου, η οποία επισήμανε την «εμμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον έλεγχο της πληροφορίας».
Η εμμονή αυτή, λοιπόν, επιστρέφει τη χώρα στην εποχή που ο πατέρας του πρωθυπουργού χρησιμοποιούσε τον Γρυλλάκη και τον Μαυρίκη ώστε να έχει ιδία άποψη για τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου. Σε αντίθεση με τα πεπραγμένα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η παρακολούθηση δεν αφορά πολιτικούς αντιπάλους αλλά δημοσιογράφους. Η αποκάλυψη του Reporters United για την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη από την ΕΥΠ δεν εκθέτει μόνο τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος περιέγραψε το χακάρισμα του κινητού του οικονομικού συντάκτη ως «ιδιωτική παρακολούθηση». Ενα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019 ήταν να αναλάβει την εποπτεία της ΕΥΠ. Επομένως ο πρωθυπουργός οφείλει να αποσαφηνίσει ποιος και γιατί έδωσε την εντολή παρακολούθησης του Θ. Κουκάκη, όπως επίσης και πόσοι ακόμη δημοσιογράφοι παρακολουθούνται.
Συνομιλήσαμε με τον οικονομικό συντάκτη των cnn.gr και newsbomb.gr, ο οποίος έγινε αντικείμενο παρακολούθησης με δύο διαφορετικούς τρόπους. Επίσης επικοινωνήσαμε και με έναν ακόμη συνάδελφο που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας, τον Σταύρο Μαλιχούδη. Τον Νοέμβριο του 2021 η «ΕφΣυν» αποκάλυψε τα σήματα της ΕΥΠ που αποδεικνύουν ότι η τηλεφωνική συσκευή του δημοσιογράφου των insidestory.gr και wearesolomon.com ήταν παγιδευμένη ενώ εκείνος αναζητούσε τον 12χρονο Τζαμάλ, ένα προσφυγόπουλο από τη Συρία λόγω της ζωγραφιάς του που είχε δημοσιευτεί σε εξώφυλλο της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde». Αυτός ήταν ο… εθνικός κίνδυνος που επέβαλε την άρση του τηλεφωνικού του απορρήτου. Παράλληλα, στο Documento μιλά και ο επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Σταμάτης Πουλακιδάκος, κάνοντας λόγο για μη μεμονωμένα περιστατικά που «αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της άσκησης εξουσίας».
«Με παρακολουθούσε η ΕΥΠ»
Το καλοκαίρι του 2020 ο Θ. Κουκάκης αντιλήφθηκε περίεργες «συμπεριφορές» της τηλεφωνικής του συσκευής, βάζοντάς τον σε υποψίες. «Αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά με τις τηλεφωνικές μου επικοινωνίες. Η μπαταρία του κινητού μου εξαντλούνταν πάρα πολύ γρήγορα, διακόπτονταν κλήσεις, οι εφαρμογές δεν λειτουργούσαν σωστά. Οπότε αξιοποίησα τις δημοσιογραφικές μου πηγές προκειμένου να δω αν έχω τεθεί σε παρακολούθηση και έλαβα θετική απάντηση με αδιάψευστα στοιχεία. Συγκεκριμένα, μου επιδείχτηκαν συνομιλίες που είχα κάνει με μια ξένη δημοσιογράφο και έναν Ελληνα ακαδημαϊκό» αφηγείται και υπογραμμίζει: «Δεν αμφισβητείται ότι με παρακολουθούσε η ΕΥΠ, η οποία υπάγεται στον πρωθυπουργό».
Το επόμενο βήμα του ήταν να απευθυνθεί στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Ωστόσο, όταν έλαβε την απάντησή της πως «βάσει της κείμενης νομοθεσίας δεν διαπιστώθηκε άρση του τηλεφωνικού απορρήτου» η κυβέρνηση είχε φροντίσει ήδη να άρει –με εμβόλιμη τροπολογία– την υποχρέωση ενημέρωσης όσων ήταν αντικείμενο παρακολούθησης από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους.
«Μπορούσε να δει τι παιχνίδια παίζει η κόρη μου»
Το δεύτερο στάδιο παρακολούθησής του συντελέστηκε το καλοκαίρι του 2021 μέσω του προηγμένου λογισμικού παρακολούθησης Predator (αρπακτικό). Το εξακρίβωσε μέσω του Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Αφορμή για την προσέγγιση του διεπιστημονικού εργαστηρίου στάθηκε η έκθεση της ΜΕΤΑ (Facebook, Instagram), η οποία περιλάμβανε τρία σάιτ με τα οποία συνεργαζόταν και βρίσκονταν ανάμεσα στις ιστοσελίδες που αποτελούσαν «δούρειους ίππους» για την παγίδευση συσκευών. Ταυτόχρονα το Citizen Lab σε αντίστοιχη έρευνά του ανέφερε ότι το «αρπακτικό» είχε πωληθεί –μεταξύ άλλων κρατών– και στην Ελλάδα. «Μου έκανε τρομερή εντύπωση το γεγονός ότι τρία σάιτ με τα οποία συνεργαζόμουν ήταν στη λίστα» σημείωσε, συμπληρώνοντας πως μετά την εγκατάσταση ενός διαγνωστικού λογισμικού που του απεστάλη από το εργαστήριο προώθησε στο Citizen Lab το αρχείο που οδήγησε στην επαλήθευση του χακαρίσματος.
Οσον αφορά τον τρόπο που το spyware (λογισμικό παρακολούθησης) εγκαταστάθηκε στο κινητό του, ο Θ. Κουκάκης απαντά ότι η αιτία ήταν ένα sms που έγραφε: «Θανάση γνωρίζεις για το θέμα;», παραπέμποντας σε λινκ το οποίο πάτησε. «Η επιμόλυνση κράτησε δέκα εβδομάδες, δίνοντας τη δυνατότητα σε αυτόν που βρίσκεται πίσω από το χακάρισμα να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις λειτουργίες του κινητού μου. Μπορούσε να δει την ηλεκτρονική μου αλληλογραφία, τις κλήσεις μου, τα μηνύματά μου, να ανοίξει την κάμερα ή ακόμη να δει και τι παιχνίδια παίζει η κόρη μου στο κινητό» λέει.
«Αλλαξαν τον νόμο για να μην πάρω απάντηση»
Κληθείς να σχολιάσει τους ισχυρισμούς του κυβερνητικού εκπροσώπου περί «ιδιωτικής παρακολούθησης», ο Θ. Κουκάκης αντέτεινε: «Από τη στιγμή που εντόπισα και κατήγγειλα στην ΑΔΑΕ την πρώτη μου παρακολούθηση, η κυβέρνηση αφενός τροποποίησε το νομοθετικό πλαίσιο για να μην πάρω απάντηση, αφετέρου τεκμαίρω πως –ενδεχομένως– αυτοί που αρχικά με παρακολούθησαν ήθελαν να συνεχίσουν να με παρακολουθούν. Και γι’ αυτό επιστράτευσαν ένα σύστημα που δεν μπορεί να εντοπιστεί με κοινά μέσα. Σίγουρα η ΑΔΑΕ δεν έχει αυτή την τεχνολογία να το εντοπίσει».
Σχετικά με τον έτερο ισχυρισμό του Γιάννη Οικονόμου ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν προμηθευτεί το συγκεκριμένο λογισμικό και πως δεν συναλλάσσονται με κάποια εταιρεία που το διαθέτει, ο δημοσιογράφος υποστήριξε: «Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιο σύστημα έχει πάρει η ΕΥΠ γιατί τα παραστατικά αγοράς χαρακτηρίζονται απόρρητες δαπάνες και καταστρέφονται εντός έξι μηνών. Σε κάθε περίπτωση, έχω παρακολουθηθεί δύο φορές σε περίοδο περίπου ενός χρόνου από δύο διαφορετικά συστήματα και η παγκόσμια πρωτοτυπία είναι πως μπόρεσα και το ανακάλυψα».
«Αυτό που ζούμε τελευταία δεν έχει προηγούμενο»
Ο Θ. Κουκάκης κρίνει ότι η ΕΣΗΕΑ ήρθη στο ύψος των περιστάσεων με τη στάση που τήρησε μετά την καταγγελία του, σχολιάζοντας την κατάσταση που διαμορφώνεται σε σχέση με την αντιμετώπιση της δημοσιογραφίας στη χώρα μας ως εξής: «Καταγγέλλω μονίμως την απουσία κράτους δικαίου στην Ελλάδα, αλλά αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια δεν έχει προηγούμενο. Δυστυχώς, σε αυτό συμβάλλουν και τα Μέσα διότι αν κάναμε τη δουλειά μας όπως έπρεπε να την κάνουμε, δεν θα υπήρχε αυτή η κρατική αυθαιρεσία. Οσο μεγάλο μερίδιο έχει η κρατική αυθαιρεσία, άλλο τόσο έχει η ελληνική δημοσιογραφία γιατί δεν στέκεται συμπαγής απέναντι σε αυτά τα απαράδεκτα φαινόμενα. Ουσιαστικά ανοίγουμε τον λάκκο μας. Κι αν αυτό έχει γίνει σε εμένα που είμαι ένας απλός οικονομικός συντάκτης, δεν θέλω να σκέφτομαι τι μπορεί να έχει γίνει με δημοσιογράφους που έχουν ιδιότητα εκδότη ή διευθυντικά καθήκοντα».
Παράπλευρες… απώλειες
Από την πλευρά του ο Στ. Μαλιχούδης στηλιτεύει το γεγονός ότι από τα σήματα της ΕΥΠ που τον αφορούσαν αποδείχτηκε πως υπό παρακολούθηση τέθηκε και ένα πρόσωπο που είχε έρθει σε επαφή μαζί του και δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση του 12χρονου Τζαμάλ. «Το ενδιαφέρον είναι πως το άλλο πρόσωπο που αναφέρεται στο σήμα της ΕΥΠ διερευνήθηκε από… σπόντα. Πρόκειται για πρόσωπο που έτυχε να μιλήσω μαζί του εκείνες τις ημέρες και δεν είχε καμία σχέση με το ρεπορτάζ. Δεν ήταν καν πηγή μου, αλλά το γραφείο της ΕΥΠ στην Αθήνα ζήτησε πληροφορίες για εκείνον. Από αυτό το στοιχείο κατάλαβα ότι ήταν τηλεφωνική η παρακολούθηση» τονίζει, διευκρινίζοντας πως δεν είχε αντιληφθεί κάτι ύποπτο στη «συμπεριφορά» του κινητού του.
Μετά το δημοσίευμα της «ΕφΣυν» κατατέθηκε μηνυτήρια αναφορά στον Αρειο Πάγο, ζητώντας τη διερεύνηση της υπόθεσης. «Δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα προκύψει κάτι. Αυτό που περιμένω είναι μία απάντηση που θα λέει πως προέκυψαν λόγοι… εθνικής ασφάλειας» είπε και ρωτήσαμε αυθόρμητα: «Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι λόγοι; Το 12χρονο προσφυγόπουλο;». Και ο συνάδελφος αποκρίθηκε: «Ελα μου ντε… Το συμπέρασμά μου είναι ότι το κινητό μου το παρακολουθούσαν πριν από το ρεπορτάζ για τον Τζαμάλ και πως αυτό που τους ενδιέφερε είναι να πληροφορηθούν για τη δημοσιογραφική μας δουλειά. Προφανώς, αυτό οδηγεί στο ερώτημα πού καταλήγει αυτή η πληροφορία. Γιατί δεν φαντάζομαι ότι ενδιαφέρει την ΕΥΠ αν εμείς κάνουμε ρεπορτάζ για ένα παιδί».
«Και ξένοι ανταποκριτές αντιμετωπίζουν πρόβλημα»
Ζητήσαμε και από τον Στ. Μαλιχούδη να σχολιάσει την κατάσταση αναφορικά με την ελευθερία του Τύπου στη χώρα, με τον δημοσιογράφο να αναδεικνύει ότι «και πολλοί ξένοι ανταποκριτές αντιμετωπίζουν πρόβλημα». «Ξέρουμε περιστατικά που όταν βγει ένα ρεπορτάζ και δεν “αρέσει”, παίρνουν τηλέφωνο και τους βρίζουν ή διαμαρτύρονται στην εφημερίδα. Αυτά δεν υπήρχαν κάποτε. Σίγουρα έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό που είναι πολύ ανησυχητικό. Θεωρώ χαρακτηριστικό πως όταν βγήκε το report από τις διεθνείς οργανώσεις υπήρξαν άρθρα στον φιλοκυβερνητικό Τύπο που προσπαθούσαν να τις υποβαθμίσουν γιατί η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε στην κυβέρνηση. Αυτό θεωρώ πιο ανησυχητικό, γιατί αν κάποιος φτάνει στο σημείο να υποβιβάσει το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI), τότε πάει να πει ότι έχει χαθεί κάθε όριο…» καταλήγει.
Σταμάτης Πουλακιδάκος «Η Ελλάδα έχει βεβαρυμένο ιστορικό τέτοιων μεθόδων»
Πώς κρίνετε τις επανειλημμένες περιπτώσεις παρακολούθησης των δημοσιογράφων Στ. Μαλιχούδη και Θ. Κουκάκη; Πού μπορεί να οδηγήσει η κανονικοποίηση αυτού του φαινομένου; Αυτές ήταν οι ερωτήσεις που απευθύναμε προς τον επίκουρο καθηγητή Στ. Πουλακιδάκο και εκείνος απάντησε:
«Η κρυφή παρακολούθηση ατόμων, με σκοπό τον έλεγχο της συμπεριφοράς/επιλογών τους και τη (βίαιη) περιστολή των ατομικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων, συνιστά μια πρακτική η οποία έχει χρησιμοποιηθεί συστηματικά από απολυταρχικά και (αυτοαποκαλούμενα ως) δημοκρατικά καθεστώτα, καθώς επίσης από εταιρείες για εμπορικούς ή μη σκοπούς. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει ένα εξαιρετικά βεβαρυμένο ιστορικό εφαρμογής τέτοιων μεθόδων (παρακολουθήσεις / φακελώματα και φυλακίσεις των ιδεολογικά αντιφρονούντων κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη χούντα). Μολονότι στη συλλογική αντίληψη τέτοιες πρακτικές είτε ανήκουν στο παρελθόν είτε υποεκτιμώνται ως προς τη σημασία τους και τις πιθανές τους επιπτώσεις στη ζωή μας, οι περιπτώσεις Μαλιχούδη και Κουκάκη (δημοσιογράφων-ερευνητών) έρχονται να μας θυμίσουν ότι οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν και εφαρμόζονται σε βάρος δημοσιογράφων και μη, προκειμένου τα θύματα να ελεγχθούν και να περιοριστούν από μια κατά βάση αυταρχική πολιτική (και οικονομική) εξουσία που νιώθει “επαπειλούμενη” ως προς την αναπαραγωγή και διαιώνιση της εξουσιαστικής της δομής. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι μεμονωμένα, μολονότι ως τέτοια βλέπουν συνήθως το φως της δημοσιότητας. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της άσκησης εξουσίας και της διαρκούς απόπειρας ελέγχου και περιστολής των δικαιωμάτων των πολιτών. Το ζήτημα είναι κατά πόσο αντιλαμβανόμαστε το γκρίζο παρόν και το δυσοίωνο μέλλον που διαμορφώνουν τέτοιες πρακτικές και κατά πόσο είμαστε διατεθειμένες/οι ως πολίτες να αγωνιστούμε για την επιβολή πλήρους λογοδοσίας και διαφάνειας στη δημόσια ζωή. Να αντιληφθούμε ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μας είναι αντιστρόφως ανάλογη με τις (εντεινόμενες) πρακτικές παρακολούθησης και ελέγχου που εφαρμόζουν ανελλιπώς οι σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων».