Λουκάς Θάνος: “Με τον Νίκο Ξυλούρη τη δεκαετία του ’70 επιστρέψαμε στο παραδοσιακό τραγούδι”

ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ-ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

O συνθέτης Λουκάς Θάνος σε πολύ νεαρή ηλικία έγραψε μερικά τραγούδια, για την ακρίβεια μελοποίησε ποιήματα των Κώστα Βάρναλη και Κώστα Καρυτάκη και μετά πολύ συνειδητοποιημένα αναζήτησε τον μοναδικό Έλληνα τραγουδιστή που ιδανικά θα ήθελε για να ερμηνεύσει αυτά τα τραγούδια.

Όταν ο Νίκος Ξυλούρης ήρθε στο σπίτι του συνθέτη στο Βύρωνα και άκουσε τα τραγούδια του Λουκά, δέχτηκε αμέσως να συνεργαστεί μαζί του και η ιστορία λέει ότι αυτός ο δίσκος που θα έκαναν μαζί, έμελλε να είναι και ο τελευταίος δίσκος που θα κυκλοφορούσε ποτέ ο σπουδαίος Έλληνας τραγουδιστής. Μετά από αυτον τον δίσκο «Σάλπισμα» ο συνθέτης άφησε τις προτάσεις για καριέρα στο ελαφρολαϊκό πάλκο της ελληνικής σκηνής, έφυγε στην Ιταλία, όπου και τελείωσε τις σπουδές του και τελικά ο δρόμος του τον έφερε στο Λος Άντζελες, για να γράψει μουσική για χόρο, θέατρο και μιούζικαλ. Ταυτόχρονα, η αγάπη για την ποίηση που του εμφύτευσε ο πατέρας του τον οδήγησε στην έρευνα των μεγάλων αρχαίων ποιητών.

Μελετητής, ερευνητής και μεταφραστής του Αισχύλου, δάσκαλος της ρυθμικής και σωματικής αγωγής του τραγικού λόγου, συνεχίζει την έρευνά του, ενώ αυτή μετά από καιρό τον οδηγεί πάλι πίσω στους νέους Έλληνες ποιητές. Ο Αισχύλος τον βοηθάει να κατανοήσει καλύτερα τον Κωστή Παλαμά. Το περασμένο φθινόπωρο, ύστερα από σχεδόν σαράντα χρόνια απουσίας από την ελληνική δισκογραφία, ο Λουκάς Θάνος επιστρέφει με το άλμπουμ «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» το οποίο περιέχει δώδεκα τραγούδια, δώδεκα αποσπάσματα από το μεγάλο συνθετικό ποίημα, μελοποιημένα από το συνθέτη και ερμηνευμένα από τον Γιάννη Χαρούλη.

Ποια ήταν τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα που δεχτήκατε ως νέος;

Στο σπίτι άκουγαν πολύ Θεοδωράκη. Εγώ στα κρυφά άκουγα πολύ ραδιόφωνο και κυρίως Νέο Κύμα, το οποίο ανακάλυψα σε μια εκπομπή που έπαιζε κάθε Κυριακή. Αυτό συνέβη όταν ήμουν πολύ μικρός, γύρω στα οκτώ. Στη συνέχεια, πιο μεγάλος, ανακάλυψα τους Beatles. Ο πρώτος δίσκος που θυμάμαι να αγοράζω ήταν το “Love Me Do”. Μετά ακολούθησαν ο Μπομπ Ντίλαν, οι Σάιμον & Γκαρφάνκελ και άλλοι Αμερικανοί τραγουδοποιοί που έγραφαν πιο ποιητικές μπαλάντες. Η αγάπη για αυτό το είδος μουσικής με έκανε να ξεκινήσω να γράφω κι εγώ δικούς μου στίχους και μουσική με μια κιθάρα. Μέχρι τα δεκατέσσερα μου είχα γράψει αρκετά δικά μου τραγούδια.

Η ελληνική ποίηση πότε σας κέντρισε το ενδιαφέρον;

Σ’ αυτό έπαιξε και σημαντικό ρόλο ο πατέρας μου. Ενώ σπούδαζα πιάνο και έγραφα κομμάτια με την κιθάρα μου, ανακάλυψα τον Καρυωτάκη. Ξεκίνησα, λοιπόν, να μελοποιώ τα ποιήματά του. Κάθε πρωί, όταν ξυπνούσα, πήγαινα κατευθείαν στο πιάνο ή στην κιθάρα. Ένα πρωί βρήκα πάνω στο πιάνο ανοιχτό ένα βιβλίο. Κατάλαβα ότι το είχε κάνει ο πατέρας μου, και επειδή αντιδρούσα λίγο, πέταξα το βιβλίο σε μια πολυθρόνα. Το επόμενο πρωί, το βιβλίο ήταν πάλι ανοιχτό πάνω στο πιάνο. Αυτό γινόταν επί ένα μήνα. Εγώ δεν έλεγα τίποτα, ούτε εκείνος. Κάποια στιγμή, για να ησυχάσω, τραγούδησα το ποίημα που έδειχνε το βιβλίο, το έπαιξα σαν ένα τραγούδι. Αυτή ήταν η πρώτη μελοποίηση εκτός Καρυωτάκη που έκανα και δεν ήταν άλλο από την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου» του Βάρναλη.

Το τραγούδι αυτό, λίγα χρόνια αργότερα θα το ερμηνεύσει ο Νίκος Ξυλούρης. Πώς ακριβώς έγινε η γνωριμία σας και πώς φτάσατε να κάνετε μαζί ένα δίσκο;

Όλοι μου έλεγαν τότε ότι τα τραγούδια που έγραφα πρέπει να τα ακούσει κάποιος μεγάλος ή να τα ερμηνεύσει ένας καλός τραγουδιστής. Εμένα βέβαια δεν μου άρεσε κανένας από τους τραγουδιστές της εποχής. Όταν άκουσα το δίσκο με τα «Ριζίτικα» με τον Ξυλούρη είπα στον πατέρα μου «αυτός είναι και αυτόν θέλω!» κι εκείνος μου απάντησε «που να τον βρούμε τον Ξυλούρη βρε αγόρι μου!». Μετά από τρία χρόνια και χάρη σε κάποιον φίλο ενός φίλου του πατέρα μου μια μέρα ήρθε ο Ξυλούρης στο σπίτι μου. Άκουσε τα τραγούδια, του άρεσαν πολύ, κάναμε πρόβες και δεν αργήσαμε να γράψουμε κάποιες πρόχειρες εκτελέσεις μαζί.

Σκέφτηκα τον Παλαμά γιατί ήταν και ενοχοποιημένος και απενοχοποιημένος την ίδια στιγμή. Αισθάνθηκα ότι ήταν σαν εθνικός ποιητής που δεν τον ήξερε πραγματικά κανείς

Τι θυμάστε περισσότερο από τη συνεργασία σας μαζί του; 

Είχαμε ηχογραφήσει αρκετά κομμάτια μαζί με τον Νίκο. Θυμάμαι, μια μέρα, Χριστούγενα ήταν όπως τώρα, με πήρε και πήγαμε στην Κολούμπια, όπου διευθυντής ήταν τότε ο Γιώργος Πετσίλας, ο σύζυγος της Μούσχουρη. Εγώ δεν είχα κλείσει τα δεκαέξι ακόμα. Μαζί μας είχαμε δύο κομμάτια. Την «Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου» και το «Κι Αν Έσβησε» του Καρυωτάκη. Μόλις τα άκουσε ο Πετσίλας είπε αμέσως «θα τον κάνουμε το δίσκο». Με πολύ κόπο απαίτησα να κάνω εγώ την ενορχήστρωση αν και ο Πετσίλας είχε φέρει ένα δικό του γνωστό από τη Γαλλία να αναλάβει αυτό το έργο. Τελικά, μαζί με τους μουσικούς που είχα διαλέξει εγώ, γράψαμε τα τραγούδια σε ένα τετρακάναλο που μόλις είχε έρθει, πριν μπει και βάλει τη φωνή του ο Νίκος. Ο Νίκος, βέβαια, ερχόταν σπίτι μου και είχαμε κάνει πολλά κομμάτια. Από όλα όσα είχαμε κάνει, κρατήσαμε τα πιο λυρικά και όχι τα πιο επαναστατικά. Εκείνη την εποχή, γύρω στο ’75, όλη η κατάσταση ήταν λίγο επαναστατική. Εμένα, βέβαια δεν μου πήγαινε, ήθελα να κάνω έναν λυρικό δίσκο.

Όλα αυτά συμβαίνουν γύρω στο 1975, ωστόσο ο δίσκος κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα; Γιατί υπήρξε αυτή η καθυστέρηση;

Λίγο προτού τελειώσουν οι ηχογραφήσεις ο Πετσίλας έφυγε από την εταιρεία με αποτέλεσμα να μείνει ο δίσκος στα ράφια του αρχείου της δισκογραφικής. Όταν ο Νίκος αρρώστησε, απαίτησε από την εταιρεία να κυκλοφορήσει ο δίσκος. Μαζευτήκαμε σπίτι του, μαζί με ανθρώπους από την εταιρεία, μας έδωσε τη φωτογραφία αυτή που είναι στο εξώφυλλο και είπε ότι θέλει να είναι αυτός ο τελευταίος του δίσκος. Το λυπηρό είναι ότι ο Νίκος δεν ευχαριστήθηκε ποτέ αυτήν την κυκλοφορία. Λίγο αργότερα πέθανε.

Τι ακολούθησε μετά την κυκλοφορία του «Σαλπίσματος»;

Λόγω του θανάτου του Νίκου και της κυκλοφορίας των τραγουδιών έγινε ένας μικρός χαμός με το όνομά μου. Πολλοί ήταν εκείνοι οι τραγουδιστές που ήθελαν να συνεργαστούν μαζί μου. Εγώ όμως εξαφανίστηκα, δεν ήθελα να κάνω τίποτα.

Για ποιον λόγο δεν θέλατε να συνεχίσετε;

Δεν μου άρεσε ο δρόμος που είχε πάρει η ελληνική μουσική εκείνη την εποχή. Δεν με ενδιέφερε το ελαφρολαϊκό. Δεν ήταν το είδος που ήθελα να υπηρετήσω. Εκείνη την εποχή, αυτό που κάναμε με τον Νίκο, δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς τι ήταν. Σήμερα το καταλαβαίνω. Ήταν το παραδοσιακό. Εκείνη την εποχή, όμως, όλα άλλαζαν. Οι τάσεις οδηγούσαν το ελληνικό τραγούδι σε πιο ανέμελες και σκυλάδικες καταστάσεις, οι εταιρείες άλλαζαν την τακτική τους, εγώ ήθελα να κάνω πιο ροκ πράγματα όπως ο δίσκος «Αναστροφή» που έκανα το 1983 και λίγο αργότερα πήρα την απόφαση να φύγω για την Αμερική. Και μετά εξαφανίστηκα.

Στην Αμερική συνεχίσατε να είστε δραστήριος τόσο με τη μουσική και το θέατρο όσο και με το χορό…

Ναι, έβρισκα πλέον την μουσική μου εκτόνωση μέσα από το θέατρο και το χορό. Έγραψα μουσική για παραστάσεις, ανακάλυψα τη χορεύτρια Ισαδώρα Ντάνκαν και αυτό με ώθησε στο να εμβαθύνω πολύ στο έργο της με αποτέλεσμα να γράψω ένα λιμπρέτο και μια όπερα βασισμένα πάνω στη ζωή της. Αυτή ήταν που με οδήγησε και στην αρχαία ελληνική ποίηση. Αυτή η διαδρομή με έφερε στο σημείο να ασχοληθώ πολύ έντονα με τον Αισχύλο. Είμαι και μεταφραστής και ερευνητής του Αισχύλου και έχω φτιάξει και ένα δικό μου σύστημα πάνω στα «Χορικά» το οποίο διδάσκεται. Παλιότερα, βλέπετε, η Αρχαία Ελλάδα ήταν απαγορευμένη στον αριστερό κόσμο. Είχε παραδοθεί στους δεξιούς. Έτσι πίστευαν. Ο πατέρας μου φερειπείν ήταν αριστερός. Είχαμε μια τεράστια βιβλιοθήκη αλλά εκεί δεν υπήρχε ούτε ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο.

Πώς ύστερα από μια πορεία και ένα τρομακτικά μεγάλο έργο που συμπεριλαμβάνει μιούζικαλ, ποπ φόρμες, θεατρικές παραστάσεις και έρευνα στην αρχαία τραγωδία, έρχεστε πάλι πίσω στον Κωστή Παλαμά και την νεοελληνική ποίηση;

Τα τελευταία χρόνια, αυτά που λέμε χρόνια της κρίσης, σκέφτηκα ότι θα πρέπει να κάνω μια επιστροφή στην ελληνική ποίηση. Εκεί από όπου ξεκίνησα. Ουσιαστικά αυτή η έρευνά μου για τον Αισχύλο με οδήγησε πίσω στους νέους Έλληνες ποιητές. Ήθελα, λοιπόν, να κάνω κάτι, είτε μια δισκογραφική δουλειά είτε κάτι άλλο, πάλι πάνω στην ελληνική ποίηση. Σκέφτηκα τον Παλαμά γιατί ήταν και ενοχοποιημένος και απενοχοποιημένος την ίδια στιγμή. Αισθάνθηκα ότι ήταν σαν ο εθνικός ποιητή που δεν τον ήξερε, πραγματικά, κανείς. Και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να τον ξανακούσει ο κόσμος πάλι. Ειδικά το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», ένα πολύ αναγνωρισμένο έργο που σήμερα μοιάζει σαν να μην το γνωρίζει κανείς.

Και γιατί επιλέξατε τον Γιάννη Χαρούλη ως ερμηνευτή στα τραγούδια του Παλαμά;

Κάποια στιγμή, το 2004 νομίζω, άκουσα τον Γιάννη σε μια συναυλία του να παίζει με το λαούτο του ένα παλιό μου τραγούδι από το δίσκο με το Νίκο. Το «Πόνοι της Παναγιάς». Δεν το είχα ξανακούσει από άλλον τραγουδιστή. Με συγκίνησε. Όταν αργότερα έγραφα τα τραγούδια του Παλαμά και μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ ποια φωνή θα τους ταίριαζε σκέφτηκα αμέσως το Χαρούλη. Κάτι με ένωνε με το παρελθόν. Τον έψαξα, βρεθήκαμε, του έπαιξα τα κομμάτια, και ενώ είχε προγραμματίσει να κάνει έναν άλλο δίσκο, τελικά βρεθήκαμε μαζί και δουλέψαμε πάνω στο δίσκο που αποτελεί έναν ύμνο στον μεγάλο ποιητή.