«Με τον Νίκο Καρούζο»: Η Εύα Μπέη καταγράφει το χρονικό μιας θυελλώδους σχέσης

Ο Νίκος Καρούζος με την Εύα Μπέη

Η Εύα Μπέη ήταν ακόμη μαθήτρια όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τον Νίκο Καρούζο στο καφενείο του Λουμίδη, όπου είχε πάει για να παραδώσει έναν φάκελο. Τα χρόνια πέρασαν, έφυγε για την Αμερική, σπούδασε ζωγραφική, επέστρεψε στην Αθήνα, βρέθηκε στην Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μόραλη και βιοποριζόταν από την τέχνη της όταν το 1981 στα 37 της συνάντησε ξανά τον 55χρονο ποιητή, με τον οποίο θα βίωνε μια θυελλώδη μακροχρόνια σχέση.

Όσα έζησαν περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Με τον Νίκο Καρούζο» (εκδόσεις Loggia), το οποίο αποτελεί αποκάλυψη όχι μόνο για την προσωπικότητα του ποιητή αλλά και για την επιδεξιότητα με την οποία χειρίζεται τον λόγο η συγγραφέας (πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της, αν και η σχέση της με τη γραφή κρατάει μιας ολόκληρη ζωή) καθώς και για τα καίρια σχόλιά της πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. «Όμως πώς ακριβώς ξεκίνησαν όλα αυτά;… Ξαφνικά, με μια αδέξια κίνηση, το ασφυκτικά γεμάτο χαρτιά βαθύ, σιδερένιο συρτάρι βρέθηκε αναποδογυρισμένο στο πάτωμα. Μονόφυλλα, βιαστικά, δυσανάγνωστα, με πολλές μουτζούρες και διαγραφές, λίγα προσεκτικά καθαρογραμμένα, πιασμένα με συνδετήρα ή καρφίτσα, δείγμα ότι πρόκειται για μεγαλύτερα κείμενα ξανακοιταγμένα, σχολικά τετράδια, μπλοκάκια, ημερολόγια, σημειώσεις σε μικρά χαρτάκια ή στα περιθώρια των εφημερίδων, όλα σκόρπια, και εγώ, όρθια στη μέση του δωματίου, αμήχανη, να τα κοιτάζω και να μην ξέρω τι να κάνω».

Είχε τρεις επιλογές: να τα βάλει στη θέση τους, να τα κατεβάσει στα σκουπίδια ή να τα αντιμετωπίσει. Το συρτάρι για εκείνη ήταν, όπως περιγράφει, σαν το μαύρο κουτί του σπιτιού. Δεν ήθελε για άλλη μια φορά να αναβάλλει να κοιτάξει το παρελθόν, ήδη είχε φτάσει 75 χρόνων. Η μία σημείωση την οδηγούσε στην άλλη μέχρι που θέλησε να βάλει την ιστορία σε μια σειρά – σε αυτό τη βοήθησε ο εκδότης του βιβλίου, Νίκος Κουφάκης.

«Ήταν δύσκολος ο μακαρίτης» άκουσε δεκάδες φορές μετά τον θάνατο του Καρούζου, ενώ αρκετά συχνά είδε ανθρώπους που είχαν ελάχιστη σχέση μαζί του –ειδικά την περίοδο που βρέθηκε στο νοσοκομείο– να πλασάρονται στους κύκλους της εγχώριας διανόησης σαν φίλοι γκαρδιακοί.

Ο Καρούζος «υπέφερε με την παραμικρή κακοτεχνία. Η ελάχιστη ανακρίβεια, η αβλεψία, τον τάραζε. Άκουσα πως σε μια από τις πρώτες του συλλογές, που είχε βγει με τη συνδρομή φίλων, σε έναν φανταστικό εκδοτικό οίκο, σε ένα από τα καλά τυπογραφεία της εποχής, ανακάλυψε πως είχε παραληφθεί μια άνω τελεία. Έσβησε όλη η χαρά της έκδοσης: Θύμωσε, κατάρρευσε, ύστερα το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Με μαύρο μελάνι, με λεπτότατο στυλογράφο, πολύ προσεκτικά, πρόσθεσε την άνω τελεία σε όλα τα αντίτυπα».

Η Εύα Μπέη η οποία ήθελε να γράψει για τον Καρούζο από τότε που έφυγε από τη ζωή, τον αποτυπώνει στο βιβλίο της όπως τον έζησε – έναν άνθρωπο φωτισμένο αλλά και αυτοκαταστροφικό και συχνά πολύ πικρό. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τον αγιογραφήσει, αλλά ούτε και να παραβιάσει τις πολύ προσωπικές του στιγμές, παρότι εκθέτει στο βλέμμα του αναγνώστη αρκετές άγνωστες πλευρές της ζωής του.

Σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι δεν θέλησε η ίδια να αυτομυθολογηθεί με έναν τρόπο που θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που έζησαν. Και για να το πετύχει κανείς αυτό χρειάζεται θάρρος και ειλικρίνεια. Διότι δεν είναι εύκολο για κάποιον να δεχτεί –πόσο μάλλον να το δηλώσει δημόσια– ότι ο ίδιος, ο σύντροφός του και ο έρωτάς τους δεν αποτελούν μύθο ζηλευτό, αλλά μια πραγματικότητα συχνά κατεδαφιστική, η οποία όμως όχι μόνο δεν εμποδίζει, αντιθέτως ενισχύει τον ψυχικό δεσμό.

Ετικέτες