Με μισόλογα για… «διαφάνεια στην κρατική χρηματοδότηση» το κυβερνητικό καμουφλάζ για την επιτροπή λογοκρισίας του Τύπου

Με μισόλογα και γενικόλογες αναφορές προσπάθησε να υπερασπιστεί το νομοθέτημα που φέρει την υπογραφή του ο Γιάννης Οικονόμου, με το οποίο συστήνεται επιτροπή λογοκρισίας του Τύπου στα πρότυπα της χούντας, υποστηρίζοντας πως το κάνει για να ενισχύσει τη διαφάνεια της κρατικής χρηματοδότησης, την ώρα που ένα δικό της όργανο θα ελέγχει αν κάποια εφημερίδα ή ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης τηρεί τη δεοντολογία και εφόσον κρίνει ότι δεν το κάνει θα το κόβει από την κρατική διαφήμιση για δύο χρόνια τουλάχιστον.

Δείτε επίσης: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στήνει επιτροπή λογοκρισίας του Τύπου στα πρότυπα της χούντας

Την πλήρη αδυναμία της κυβέρνησης να υπερασπιστεί το νέο νομοθέτημα που στοχεύει τον έλεγχο αλλά ακόμα και τη φίμωση του Τύπου επιβεβαίωσε την Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, που κλήθηκε από το documentonews.gr να δώσει εξηγήσεις για τον μηχανισμό λογοκρισίας που συστήνεται, και μάλιστα με νομοσχέδιο που φέρει την υπογραφή του και δημιουργεί μία «επιτροπή δεοντολογίας» εκτός των υπαρχόντων θεσμικών πλαισίων που ήδη υπάρχουν.

Στο νομοσχέδιο, το οποίο ρυθμίζει ή ακριβέστερα απορρυθμίζει εργασιακά ζητήματα και άλλα ζητήματα του Τύπου, περιλαμβάνεται άρθρο με το οποίο συστήνεται επιτροπή η οποία θα ελέγχει τη δεοντολογία εφημερίδων και ιστοσελίδων και θα αποφασίζει αν θα μπορούν να λάβουν κρατική χρηματοδότηση. Η επιτροπή την οποία πρόκειται να συστήσει η κυβέρνηση, θα ελέγχει αν κάποια εφημερίδα ή κάποιο ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης τηρεί τη δεοντολογία και εφόσον κρίνει ότι δεν το κάνει, θα τη διαγράφει από το Μητρώο Έντυπου Τύπου και για τουλάχιστον δύο χρόνια θα της στερεί πλήρως την πρόσβαση στην κρατική διαφήμιση. Πέραν του προφανούς σκανδάλου, δηλαδή του γεγονότος ότι μια επιτροπή ελεγχόμενη από την κυβέρνηση, και όχι τα αρμόδια δημοσιογραφικά όργανα και οι ενώσεις, θα κρίνουν ποιος τηρεί και ποιος όχι τη δεοντολογία, ένα ακόμη ζήτημα καταδεικνύει τις προθέσεις των κυβερνώντων έναντι του Τύπου και αποκαλύπτει την επιθυμία τους να φιμώσουν οριστικά και αμετάκλητα οποιονδήποτε τους ασκεί έλεγχο και κριτική.

Κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών της Πέμπτης, θέσαμε στον κυβερνητικό εκπρόσωπο το ζήτημα, καθώς ήδη η κυβέρνηση έχει κατακριθεί επανειλημμένως και με σφοδρότητα από δημοσιογραφικές και άλλες ενώσεις για το άρθρο περί ψευδών ειδήσεων αλλά και μία σειρά παρεμβάσεις κατά της ελευθεροτυπίας. «Στο σχέδιο νόμου σας φέρνετε τη σύσταση επιτροπής δεοντολογίας εφημερίδων και ιστοσελίδων, ελέγχου δικού σας και της κυβέρνησης, παρότι υπάρχουν γι’ αυτό τα αρμόδια δημοσιογραφικά πειθαρχικά όργανα, ακόμα και η δικαιοσύνη εάν κριθεί απαραίτητο. Φτιάχνετε επιτροπή λογοκρισίας;» ρωτήσαμε, με την απάντηση του Γ. Οικονόμου να επιχειρεί να διαστρέψει την πραγματικότητα, ακόμα και του ίδιου του άρθρου που φέρει την υπογραφή του.

«Μια πιο προσεκτική ανάγνωση του άρθρου θα δει ότι είναι αμελητέα, ελάχιστη η συμμετοχή της κυβέρνησης ή παραγόντων του υπουργείου στην συμμετοχή στη συγκεκριμένη επιτροπή. Αντιθέτως, είναι προσωπικότητες, είναι θεσμικοί φορείς, είναι εκπρόσωποι όλου του χώρου, που νομίζω ότι εγγυώνται πως θα γίνει αυτό που πραγματικά πρέπει να γίνεται» απάντησε αναφορικά με την εμπλοκή της κυβέρνησης στη σύσταση και τη συγκρότηση της Επιτροπής, παρότι η πραγματικότητα είναι πως με το νομοθέτημά της διαπράττει μία πρωτοφανή παρέμβαση στα του Τύπου.

Σημειώνεται πως σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η εν λόγω επιτροπή θα έχει πρόεδρο κάποιον εκπρόσωπο του Ιδρύματος Μπότση. Ενός ιδρύματος δηλαδή, βασική δραστηριότητα του οποίου είναι να μοιράζει ετησίως βραβεία δημοσιογραφίας, με άγνωστα κριτήρια, ακόμη και προς δημοσιογράφους οι οποίοι έχουν διαγραφεί ακόμη και από το συνδικαλιστικό σωματείο τους για παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση βράβευσης του Νίκου Ευαγγελάτου, για την οποία αντέδρασε και η ΕΣΗΕΑ διερωτώμενη σε ανακοίνωσή της «πώς είναι δυνατόν να τιμηθεί με το βραβείο του Ιδρύματος δημοσιογράφος, στον οποίο έχουν επιβληθεί ποινές διαγραφής έξι φορές για σοβαρές παραβάσεις της δεοντολογίας από τα Πειθαρχικά Συμβούλια». Θα παριστάνει δηλαδή τον ελεγκτή και θα εξετάζει αν τηρείται η δεοντολογία, ο εκπρόσωπος ενός ιδρύματος, που ελάχιστη σημασία δίνει σ’ αυτήν.

Επιπλέον όμως, στην επιτροπή θα συμμετέχουν και τρεις εκπρόσωποι ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. Ένας ιδιοκτήτης ενημερωτικής ιστοσελίδας, ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας πανελλαδικής κυκλοφορίας και ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας της περιφέρειας. Δηλαδή, θα παρέχεται η δυνατότητα στον ιδιοκτήτη ενός εντύπου το οποίο εκ των πραγμάτων είναι ανταγωνιστικό έναντι των υπολοίπων, να κρίνει αν κάποια άλλη εφημερίδα ή ιστοσελίδα, παραβιάζει τη δεοντολογία και αν εξ αυτού του λόγου, πρέπει να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των Μέσων στα οποία θα διανέμεται η κρατική διαφήμιση. Εκτός των παραπάνω, στην επιτροπή θα συμμετέχουν επίσης δύο εκπρόσωποι δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών ενώσεων (της ΕΣΗΕΑ και της ΠΟΕΣΥ), δύο καθηγητές πανεπιστημίου με αντικείμενο τη δημοσιογραφία και την επικοινωνία, οι οποίοι είναι άγνωστο με τι κριτήρια θα επιλέγονται και ένας εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.

Λίγο πριν, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την ίδια την απόφαση για τη σύσταση της Επιτροπής, προχώρησε σε επιχειρηματολογία κενή περιεχομένου, αφού υποστηρίζοντας πως αυτό συμβαίνει για την ενίσχυση της διαφάνειας της κρατικής χρηματοδότησης επειδή «είναι λεφτά των Ελλήνων φορολογούμενων», και αφού υποστήριξε πως «δεν έχει να κάνει με την οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας», πρόσθεσε μία ακατανόητη εξήγηση.

«Έχει να κάνει με τήρηση στοιχειωδών κανόνων δεοντολογίας προκειμένου τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου να πηγαίνουν εκεί που θα τηρούνται αυτοί οι στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας, όπως διαμορφώνεται είτε από τις ελληνικές είτε από διεθνείς ενώσεις» ανέφερε, προκαλώντας ερωτήματα για το κατά πόσο πράγματι η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη τα όσα ελληνικές και διεθνείς ενώσεις έχουν ήδη διαμηνύσει για τις πράξεις της κυβέρνησης απέναντι στην ελευθεροτυπία.

Προδίδοντας πάντως την αμήχανη στάση της κυβέρνησης, ο ίδιος ανέφερε κατά την απάντησή του πως «ο νόμος είναι σε διαβούλευση και ακούμε όλες τις απόψεις», υποστηρίζοντας όμως πως «δεν έχουμε συναντήσει κάποιες σοβαρές αντιδράσεις ή ενστάσεις στις απόψεις αυτές, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ή εν πάσει περιπτώσει και από την προεργασία που είχε γίνει», γεγονός που προκαλεί ερωτήματα και για τη στάση της ΕΣΗΕΑ, που αναφορικά με την μείωση των εργαζόμενων των τηλεοπτικών καναλιών ήταν λαλίστατη, ενώ για τη διάταξη για τις εφημερίδες δεν έχει προχωρήσει σε κάποια δημόσια αντίδραση.

YouTube video player