Οι διακοπές που η παιδική μνήμη σχηματίζει ολοζώντανες και τις πλημμυρίζει με το ακατάλυτο κρητικό φως.
Σε όλη µου την παιδική ηλικία ένας ήταν ο καλοκαιρινός µας προορισµός, το χωριό µας στην Κρήτη – συγκεκριµένα οι Αρµένοι Αποκορώνου στα Χανιά. Το χωριό µας απέχει µόλις 3 χλµ. από τη θάλασσα και 18 από τη Χώρα, όπως έλεγαν οι παλιοί τα Χανιά, τα οποία και επισκεπτόµασταν µια δυο φορές (και πολλές λέω) στη διάρκεια της τρίµηνης παραµονής µας εκεί. Τη δε θάλασσα την απολαµβάναµε δύο εβδοµάδες τον Ιούλιο που ερχόταν για παραθερισµό η θεία µου (αδερφή της µαµάς µου) και ο Αβέρκιος, ο θείος µου, και άλλες τρεις τον Αύγουστο που ερχόταν µε το αθηναϊκό ταξί του χωρίς καπέλο ο µπαµπάς µου για διακοπές. Θάλασσα, εκδροµές και βόλτες: όλα γίνονταν τον Αύγουστο.
Μαµά, γιαγιά, παππούς –η στενή καλοκαιρινή παρέα η δική µου και του κατά δυόµισι χρόνια µικρότερου αδερφού µου– δεν οδηγούσαν, εποµένως η πρόσβαση στην παραλία του διπλανού χωριού ήταν αδύνατη. Ο παππούς µόνο µια χρονιά εµφάνισε έναν γάιδαρο, αλλά ήταν ατίθασος, λέει, και δεν µας άφηναν να τον καβαλάµε. Επιτρεπόταν µόνο να τον κοιτάµε και να τον περιεργαζόµαστε –σαν ζωντανό αξιοθέατο ένα πράµα– και αυτό «µε προσοχή».
Μια παρένθεση που έχει κάποιο ενδιαφέρον: ο µπαµπάς µου και ο Αβέρκιος, οι δυο γαµπροί δηλαδή, ήταν Πειραιώτες, µε καταγωγή –συµπτωµατικά και οι δύο– από τη Σαντορίνη. Κάθε λίγο λοιπόν θυµάµαι να γίνεται κουβέντα που περισσότερο εκφραζόταν ως επιθυµία παρά ως υπόσχεση να πάµε και ένα καλοκαίρι στη Σαντορίνη. Ε, δεν πήγαµε ποτέ. Ετσι ήταν όµως εκείνα τα χρόνια στον κύκλο µας τουλάχιστον. Αν είχες χωριό, πήγαινες στο χωριό σου και για να αστειευτώ και λίγο: πήγαινες στο χωριό σου και ώρες ώρες σου ερχόταν να κόψεις τις φλέβες σου από τη βαρεµάρα.
Ή και όχι. Εκείνα τα καλοκαίρια της πρώτης δεκαετίας της ζωής µου λοιπόν, αρχές του ’80 µε αρχές του ’90 για να το προσδιορίσω χρονικά, η καθηµερινότητα ήταν βαρετή και δηµιουργική συγχρόνως. Περιλάµβανε σίγουρα πολύ παιχνίδι µε τα άλλα δυο συνοµήλικα κορίτσια του χωριού και µε τον αδερφό µου· άλλοτε απλώναµε τις πετσέτες θαλάσσης, στήναµε µια πρόχειρη σκηνή και παίζαµε θέατρο στην αυλή και άλλοτε παίρναµε όλα τα παλιά κουζινικά από τις γιαγιάδες µας, αλεύρι που το ανακατεύαµε µε νερό για να φτιάξουµε ζυµάρι και ένα σωρό λουλούδια και φύλλα από τις γλάστρες τους (στα κρυφά αυτό, για να µη µας κυνηγήσουν) και µαγειρεύαµε για το «εστιατόριό» µας. Είχαµε και κάποια επιτραπέζια, ενώ µεγαλώνοντας µπήκαν στη ζωή µας η ξερή, η αγωνία και το τάβλι. Ωρες ατελείωτες.
Υπήρχε βέβαια ωράριο σε όλα αυτά και µάλιστα αυστηρό. Τα µεσηµέρια έπρεπε να είναι ο καθένας σπίτι του και να κάνουµε ησυχία. Ετσι κι εµείς βλέπαµε τηλεόραση, µε χαµηλωµένο τον ήχο όµως για να µην ξυπνήσουν οι µεγάλοι. Αλλο βάσανο αυτό. Η υποχρεωτικά χαµηλωµένη ένταση του ήχου καθιστούσε αδύνατη την παρακολούθηση οποιουδήποτε προγράµµατος, καθώς από τη µια είχαµε το πιο δυνατό ροχαλητό του κόσµου που ανήκε στον παππού µου και από την άλλη τα πιο φωνακλάδικα τζιτζίκια της Κρήτης που έστηναν το πάλκο τους στην κρεβατίνα (όπως λέµε την κληµαταριά) ακριβώς πάνω από τα κεφάλια µας και την τηλεόρασή µας. Παταγώδης αποτυχία δηλαδή. Στο τέλος την κλείναµε και πιάναµε το διάβασµα. Αν δεν έχεις τι άλλο να κάνεις, θα ανοίξεις και ένα βιβλίο τελικά. Υπήρξαν καλοκαίρια που είχα φτάσει να διαβάσω µέχρι και δέκα βιβλία τη σεζόν. Μια άλλη χρονιά πάλι, θα ’µουν δώδεκα χρόνων τότε, µαζί µε τη φίλη µου τη Μαρία και για βοηθούς τα αδέλφια και τα ξαδέρφια µας φτιάξαµε την πρώτη και τελευταία µας καλοκαιρινή εφηµερίδα: «Τα νέα των Αρµένων». Συλλεκτική έκδοση πια!
Θάλασσα µπορεί να µην πηγαίναµε συχνά, το πρόγραµµα όµως γέµιζε µε πολλές καθηµερινές δραστηριότητες. Και όχι µονάχα µε παιχνίδι. Η γιαγιά είχε κότες –τις οποίες ταΐζαµε και µαζεύαµε τα αυγά τους από τις απίθανες κρυψώνες τους που µας υποδείκνυε η γιαγιά που ήξερε τα πάντα– και κουνέλια. Σε αυτά πηγαίναµε αυστηρά οι τρεις µας –εκείνη κι εµείς τα εγγόνια της–, γιατί η γιαγιά έλεγε ότι τα κουνέλια «µατιάζονται» και δεν έπρεπε να τα δει (και να τα θαυµάσει) κανένα άλλο µάτι πλην των δικών µας· ακόµη θυµάµαι τα σκόρδα που είχε κρεµασµένα στη µεριά των κουνελιών. Ακόµη περισσότερο θυµάµαι το βλέµµα της αν είχαµε κόσµο στο σπίτι και έλεγε κανένας ξένος ότι θέλει να δει τα κουνέλια. Έψαχνε δικαιολογίες για να µην πλησιάσει κανείς.
Με τον παππού, πάλι, µοιραζόµαστε άλλες εµπειρίες. Με τον αδερφό µου διαγωνιζόµασταν ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα την κατηφόρα του σπιτιού όταν εκείνος ερχόταν από το καφενείο για να του πάρει την κατσούνα (µαγκούρα) –ο δεύτερος έπαιρνε το ιδρωµένο του καπέλο– και πώς θα γινόταν η µοιρασιά στο τελάρο µε τα τοπικά αναψυκτικά (δηλαδή πόσες γκαζόζες, λεµονάδες, πορτοκαλάδες και µπυράλ θα παίρναµε) όταν θα περνούσε από τον δρόµο ο γκαζοζάς. Η αγορά γινόταν κατόπιν σκληρής διαπραγµάτευσης λόγω διαφορετικών γούστων και εντέλει συµφωνίας και των τριών µερών που πραγµατοποιούσαµε την κοινή αγορά (εγώ, ο αδελφός µου, ο παππούς). Μεσηµέρι Ιουλίου, ο ήλιος καυτός και οι τρεις αγοραστές µε το τελάρο µε τα άδεια µπουκάλια κατεβαίναµε στον δρόµο (χωρίς σκιά, καπέλο, αντηλιακό – τι είναι αυτό;) και περιµέναµε τον γκαζοζά να περάσει. Αν περνούσε. Ο χρόνος κυλούσε αργά. Ο ήλιος µας έκαιγε, το ίδιο και η προσµονή.
– Παππού, θα έρθει;
– Θα περιµένοµε και θα έρθει. Ιντ’ άλλο να κάνοµε, κοπέλια;
Και περιµέναµε. Και κάποια στιγµή ερχόταν.
Eτσι κάπως περνούσαν εκείνα τα καλοκαίρια.
Ο χρόνος κυλούσε αργά, οι µικρές και οι µεγαλύτερες απολαύσεις ήθελαν υποµονή και καµιά φορά κόπο. Ο παππούς και η γιαγιά έδειχναν τον δρόµο και την ίδια στιγµή οι φιλίες χτίζονταν, η κατανόηση και η αγάπη για τον τόπο µας και τους ανθρώπους του µεγάλωναν, µαζί και η φαντασία και η όρεξη για ζωή και για τα επόµενα πιο συναρπαστικά καλοκαίρια που θα ακολουθούσαν. Και πράγµατι ακολούθησαν. Κι ας βαριόµασταν και λίγο κι ας µην τα καταλαβαίναµε και πολύ καλά όλα αυτά τότε.