Με εντολή πρωθυπουργού

Με εντολή πρωθυπουργού

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο βασιλιάς Ήλιος, ο Ριχάρδος ο Β΄ και ο επίμοχθος δρόμος προς την επίγνωση.

Με ρητή εντολή του πρωθυπουργού οι έρευνες για τη δολοφονία του δηµοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ «θα επισπευσθούν στο µέγιστο».

Κάτι δεν πάει καλά µε αυτήν τη φράση. Εχει κάτι αταίριαστο µε τον τόπο και τον χρόνο που ζούµε. Χρειάζεται άραγε η παρέµβαση του πρωθυπουργού για να ξεδιπλώσουν οι αρµόδιοι θεσµοί (η αστυνοµία και η ∆ικαιοσύνη) την αυτονόητη λειτουργία τους; Και αν µπορεί ένας πρωθυπουργός, ένας εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας, να παρεµβαίνει για τη γρήγορη εξιχνίαση µιας αστυνοµικής ή δικαστικής υπόθεσης, γιατί άραγε δεν θα µπορεί να παρεµβαίνει για την καθυστέρησή της ή ακόµη και για τη µαταίωσή της; Οι άρρητες αυτές παραδοχές, κρυµµένες κάτω από την έπαρση παρόµοιων ρητών εντολών, κουβαλάνε το άρωµα µιας άλλης εποχής, ενός καθεστώτος παλαιού που ήµασταν βέβαιοι πως το είχαµε εγκαταλείψει οριστικά στις σελίδες κάποιων δερµατόδετων βιβλίων ιστορίας.

Εκατό και πλέον χρόνια πριν από την άλωση της Βαστίλης, περί το 1670, ο Λουδοβίκος Ι∆΄ µπορούσε να δηλώνει ευθαρσώς «Το κράτος είµαι εγώ!» και αυτό να µην ακούγεται γελοίο – να το πιστεύει ακράδαντα ο ίδιος, να το αποδέχονται και οι υπήκοοί του. Συγκέντρωνε πράγµατι στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες: νοµοθετικές, διοικητικές και δικαστικές. Με τα όπλα, µε τα πλοία, µε την εκµετάλλευση των αποικιών πέτυχε γρήγορα να κάνει τη Γαλλία το πιο ισχυρό κράτος της Ευρώπης. Οι τέχνες άνθισαν τότε, ο γαλλικός κλασικισµός έφτασε στο απόγειό του. Ανθισαν πάνω στη δουλεία και τη βαριά φορολογία των αγροτών, µα άνθισαν. «Το κράτος είναι δικό µου» δήλωνε επίσης ο Λουδοβίκος και κατά κάποιον τρόπο είχε δίκιο. Μπορούσε εάν ήθελε να δηµεύσει την περιουσία οποιουδήποτε, µπορούσε να βλέπει τη Γαλλία σαν απέραντο προσωπικό του φέουδο και ίσως γι’ αυτό έχτισε στο κέντρο της τις Βερσαλλίες, ένα παλάτι από µάρµαρο, χρυσό και κρύσταλλο. Οργάνωνε εντυπωσιακές γιορτές όπου υµνούσαν τη δόξα του και έλαµπε µέσα στις χρυσοκόκκινες στολές του – ήταν πράγµατι ο βασιλιάς Ήλιος. Ελέω Θεού, ασφαλώς.

Και ύστερα ήρθε ο αιώνας των επαναστάσεων που γέννησαν τον νέο κόσµο, τον κόσµο µες στον οποίο ακόµη ζούµε. Η αµερικανική, η γαλλική, η δική µας –εξίσου σηµαντική– η Ελληνική Επανάσταση. Αναδύθηκαν ξανά οι ξεχασµένες από την αρχαιότητα έννοιες του πολίτη και της πολιτείας που µπορεί να αυτοκυβερνηθεί. Ο λαός έγινε το νέο ιστορικό υποκείµενο, πηγή της πολιτικής νοµιµότητας, αυτός και όχι η παράδοση, όχι η καταγωγή, όχι ο θεός. Στα συντάγµατα του Αγώνα, για τα οποία αξίζει να περηφανευόµαστε, εφάµιλλα καθώς ήταν των γαλλικών, αναγραφόταν ξεκάθαρα πως στο ελληνικό κράτος που θα προέκυπτε από την επανάσταση κανένας τίτλος ευγενείας δεν θα αναγνωριζόταν, όλοι θα ήταν ίσοι ενώπιον του νόµου ανεξάρτητα από καταγωγή, πλούτο ή αξίωµα. Και η εξουσία θα διαµοιραζόταν για να µην καταστεί ποτέ ανεξέλεγκτη. Βουλευτικό, Εκτελεστικό, ∆ικαστικό τα ονόµασαν. Σήµερα το αποκαλούµε τριµερή διάκριση των εξουσιών: νοµοθετική, εκτελεστική, δικαστική. Καµιά τους δεν δικαιούται να υπερβαίνει τα θεσµοθετηµένα όριά της, καµιά τους δεν δικαιούται να παρεµβαίνει στη λειτουργία των άλλων. Είναι οι σύγχρονες αστικές δηµοκρατίες, µε όλες τις ατέλειές τους – µας πήρε δύο αιώνες για να τις στερεώσουµε κι ακόµη παλεύουµε.

Με εντολή πρωθυπουργού… όσο πιο συχνά ακούγεται τούτη η επωδός τόσο πιο πολύ θυµίζει την παλιά ρήση του Κάρολου: Οταν η ιστορία επαναλαµβάνεται, επαναλαµβάνεται ως φάρσα.

Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Β΄ –ο σαιξπηρικός ήρωας– ήταν ένας αδύναµος και συµπλεγµατικός άνθρωπος περιορισµένων ικανοτήτων. Η ανάγκη του να νιώσει άξιος και ισχυρός τον κατέστησε γρήγορα υποχείριο των κολάκων που τον περιέβαλλαν. Παιδιάστικα εγωκεντρικός, φορώντας διαρκώς το στέµµα του, φαντασιωνόταν κι αυτός τον εαυτό του όπως ο Λουδοβίκος σαν ήλιο εκτυφλωτικό: να χαµηλώνουν έπρεπε το βλέµµα τους οι θνητοί, µην τυφλωθούν από τη λαµπρότητά του. Ανόητος και επηρµένος, θα γίνει εντέλει επιθετικός, βάναυσος και καταστροφικός, αδυσώπητα σκληρός µε όσους τολµούσαν να αµφισβητήσουν στο ελάχιστο την ανωτερότητά του – κι ως εδώ ο σαιξπηρικός ήρωας έµοιαζε αρκετά στον πραγµατικό µεσαιωνικό βασιλιά της Αγγλίας.

Ο Σαίξπηρ όµως αγαπούσε τον ήρωά του, δεν θέλησε να τον αφήσει έως το τέλος ένα κέλυφος κενό. Υστερα από τα χτυπήµατα που µοιραία ήρθανε, αντιµέτωπος µε τις συνέπειες των πράξεών του, ο Ριχάρδος πετάει και σπάζει τον ψεύτικο καθρέφτη· βλέπει επιτέλους κατάµατα την πνευµατική του γύµνια. Θα νιώσει τότε πως είναι και αυτός σαν τους πολλούς υπηκόους του – κάτι λιγότερο ίσως και από αυτούς: «Ζω µε ψωµί όπως εσείς· νιώθω στέρηση, γεύοµαι την πίκρα, χρειάζοµαι φίλους: έτσι υποχείριον τι µε λέτε βασιλιά;». Ο Σαίξπηρ αγαπούσε τον ήρωά του και όταν η θωριά του ξεθώριασε, του χάρισε την επίγνωση και την αυτογνωσία. Ο Ουίλιαµ Σαίξπηρ όµως πέθανε, λένε οι βιογράφοι του, στο µακρινό 1616…

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter