Με αυξήσεις-φωτιά (ξε)καθαρίζουν τους πελάτες οι ασφαλιστικές

Πώς μια ιδιαιτέρως χαριστική νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη ανέτρεψε την ισορροπία μεταξύ εταιρειών και ασφαλισμένων

Τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια οι καταγγελίες των καταναλωτικών οργανώσεων αφορούσαν κατά κανόνα καταχρηστικές πρακτικές των τραπεζών, των funds και των προμηθευτών ενέργειας. Στην εκπνοή του 2024 ωστόσο μέγα ζήτημα ανοίγει για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές, με αφετηρία τις καταγγελίες της ΕΚΠΟΙΖΩ για υπέρογκες και καταχρηστικές αυξήσεις από 12% ως 15%, που επιβάλλουν στα συμβόλαιά τους, ιδίως στα παλιά ασφαλιστήρια ισόβιας ή μακροχρόνιας διάρκειας. Το γεγονός ότι επιβάλλονται αυξήσεις αυτού του μεγέθους ενώ και πέρσι είχαν επιβληθεί αυξήσεις της τάξης του 10%, όπως σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ, σε εποχή μεγάλης ακρίβειας κατά την οποία οι ασφαλισμένοι είναι αδύνατο να ανταποκριθούν, υποδεικνύει ότι στόχος των ασφαλιστικών είναι «να υποχρεώσουν τους ασφαλισμένους με μακροχρόνια συμβόλαια υγείας να τα εγκαταλείψουν, χάνοντας έτσι την προστασία που έχουν εξασφαλίσει με παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους».

Το σκανδαλώδες είναι ωστόσο είναι ότι αυτά συντελούνται χάρη σε μια νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ιδιαιτέρως χαριστική προς τις ασφαλιστικές, που ανέτρεψε την ισορροπία μεταξύ εταιρειών και καταναλωτών. Και το διπλά σκανδαλώδες είναι πως τις ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών στα ασφαλιστήρια οδηγεί, σύμφωνα με πλήθος ενδείξεων, ένα ολιγοπώλιο ιδιωτικών νοσηλευτηρίων καθώς για την κυβέρνηση το CVC αποτελεί τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή, με θέσεις σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια, ασφαλιστικές, τρόφιμα και ΔΕΗ – και πιο σημαντικό για το Μαξίμου από το 1 εκατομμύριο ασφαλισμένων της ιδιωτικής ασφάλισης.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Δικαστικές αποφάσεις

Οι αυθαίρετες και μερικές φορές υπερβολικές αυξήσεις στα ασφάλιστρα των ιδιωτικών ασφαλιστικών, ιδίως στα συμβόλαια ζωής και υγείας, δεν είναι νέο πρόβλημα. Ηταν από δεκαετίες ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι ασφαλισμένοι απευθύνονταν στις καταναλωτικές οργανώσεις που, με πρωτοστατούσα την ΕΚΠΟΙΖΩ, είχαν δώσει μεγάλες μάχες στα δικαστήρια. Αποκορύφωμα αυτού του αγώνα στάθηκε η απόφαση 1030/2001 του Αρειου Πάγου, με την οποία κρίθηκε καταχρηστικός ο όρος βάσει του οποίου οι ασφαλιστικές μπορούσαν να αναπροσαρμόζουν κάθε χρόνο αυθαίρετα και μονομερώς τα ασφάλιστρά τους και ορίστηκε ότι η αναπροσαρμογή πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια που να προβλέπονται στη σύμβαση και να είναι εύλογα, αντικειμενικά και προβλέψιμα.

Εκτοτε και για μια 20ετία υπήρξε μια σχετική ισορροπία μεταξύ ασφαλιστικών και καταναλωτών. Οχι γιατί οι ασφαλιστικές δεν αύξαναν συχνά υπερβολικά τα ασφάλιστρά τους, αλλά επειδή οι ασφαλισμένοι και οι καταναλωτικές οργανώσεις προχωρούσαν σε ατομικές και ομαδικές προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια και τις κέρδιζαν. Εκείνα τα χρόνια είχαν επιβληθεί και μεγάλα πρόστιμα από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης σε βάρος των ασφαλιστικών καθώς, αγνοώντας ακόμη και τις δικαστικές αποφάσεις, συνέχιζαν να αυξάνουν υπερβολικά τα ασφάλιστρά τους, ακόμη και τρεις φορές πάνω από την αύξηση του δείκτη υγείας της ΕΛΣΤΑΤ.

Ο Ενιαίος Δείκτης Υγείας

Μέχρι που έγινε κυβέρνηση η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και με μια νομοθετική διάταξη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ασφαλιστικών βάλθηκε να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού σε βάρος των καταναλωτών. Ο λόγος για το άρθρο 268 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 4738/2020) που, σε συνδυασμό με το προεδρικό διάταγμα 13/2022, εισήγαγε έναν νέο δείκτη προς αντικατάσταση του υποδείκτη υγείας της ΕΛΣΤΑΤ.

Αυτός είναι ο λεγόμενος Ενιαίος Δείκτης Υγείας που καταρτίζει το ΙΟΒΕ, ο οποίος μετρά το κόστος των αποζημιώσεων που οι ίδιες οι ασφαλιστικές αναφέρουν ότι δίνουν κάθε χρόνο για τα μακροπρόθεσμα νοσοκομειακά τους συμβόλαια. Το ΙΟΒΕ κατάρτισε το 2023 για πρώτη φορά τον Ενιαίο Δείκτη Υγείας για τη διετία 2021-22 ακολουθώντας αυτήν τη μεθοδολογία και ανακοίνωσε ότι είχε αύξηση 14%. Ετσι, από τις αρχές της χρονιάς οι ασφαλιστικές εταιρείες άρχισαν να προχωρούν σε υψηλές αυξήσεις από 12% έως και 15% στα ασφάλιστρα των μακροπρόθεσμων συμβολαίων τους, επικαλούμενες μάλιστα το άρθρο 286 που ανέτρεπε τη νομολογία των προηγούμενων χρόνων, η οποία έκρινε καταχρηστικές τις αδικαιολόγητες αυξήσεις ασφαλίστρων και οι καταγγελίες των ασφαλισμένων στην ΕΚΠΟΙΖΩ πήραν μορφή χιονοστιβάδας.

Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων καταγγελιών που έδωσε στη δημοσιότητα 01 η ΕΚΠΟΙΖΩ: «Διαμαρτύρομαι για την κατά 12,5% αύξηση των ασφαλίστρων κατά το έτος 2024 στο υπ’ αριθ. […] συμβόλαιο ατομικής 02 ασφάλισης ζωής». «Διαμαρτύρομαι για την αύξηση των ασφαλίστρων στο συμβόλαιό μου νοσοκομειακό […] ισόβιας διάρκειας, ημερομηνίας έναρξης 16/05/2011. Κατά το έτος 2023 η επιβληθείσα αύξηση ήταν 10%. Κατά το έτος 2024 επεβλήθη νέα επιπλέον αύξηση 11,7%. Και όπως φαίνεται από το 2023 έως και το 2024 συνολικά η αύξηση έφτασε το υπέρογκο ποσοστό του 22,6%».

Η νομοθεσία περί Ενιαίου Δείκτη Υγείας όμως έχει σοβαρές γκρίζες ζώνες. Καταρχάς, ο δείκτης του ΙΟΒΕ δεν έχει ισχύ γιατί, όπως αναφέρει η ΕΚΠΟΙΖΩ, βάσει του προεδρικού διατάγματος 13/2022 πρέπει να κυρωθεί με υπουργική απόφαση κι αυτό δεν έχει γίνει.

Δεύτερον, ενδεχομένως γι’ αυτό η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος απαντά προς τους ασφαλισμένους που διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα ότι ο δείκτης έχει την έγκριση της ΕΛΣΤΑΤ, παραπέμποντας στην επιστολή κάποιας διεύθυνσης της Στατιστικής Υπηρεσίας, που όμως είναι fake, όπως κατάφερε να διαπιστώσει η ΕΚΠΟΙΖΩ με ερώτημά της στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ Αθανάσιο Θανόπουλο.

Το fake έγγραφο

Η ΕΚΠΟΙΖΩ απευθύνθηκε στη στατιστική αρχή ζητώντας διευκρινίσεις για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου και ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ Αθ. Θανόπουλος απάντησε ότι η εν λόγω επιστολή «η οποία σχολιάζει την καταλληλότητα δεικτών και περιλαμβάνει πρόταση για τη χρήση ενός συγκεκριμένου δείκτη ήταν εσφαλμένη και δεν συνάδει με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας μας». Ανήγγειλε μάλιστα εσωτερική έρευνα στην υπηρεσία, ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον τέτοια φαινόμενα.

Κατά συνέπεια προκύπτουν αμείλικτα ερωτήματα και για την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών, που έφτασε να κοροϊδεύει τους ασφαλισμένους με fake έγγραφα προκειμένου να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις τους απέναντι στις μεγάλες αυξήσεις ασφαλίστρων, αλλά και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη που από την αρχή της θητείας έχει εφαρμόσει μια συστηματικά ευνοϊκή πολιτική υπέρ των ασφαλιστικών εταιρειών, διαγράφοντας πρόστιμα που τους είχε επιβάλει η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, αλλάζοντας τη νομοθεσία σε βάρος των ασφαλισμένων και τηρώντας σιγή ιχθύος απέναντι στις επανειλημμένες εκκλήσεις της ΕΚΠΟΙΖΩ για κατάργηση του άρθρου 286 και για παρέμβαση του υπουργείου Ανάπτυξης υπέρ των καταναλωτών.

Πετούν εκτός τους παλιούς ασφαλισμένους

Κύριος στόχος των καταχρηστικών και υπερβολικών αυξήσεων στα ασφάλιστρα από τις ασφαλιστικές είναι, κατά την ΕΚΠΟΙΖΩ, να υποχρεώσουν τους ασφαλισμένους να σπάσουν τα παλιά μακροχρόνια συμβόλαια που περιλάμβαναν περισσότερες καλύψεις και να τους κατευθύνουν στα ετήσια, που μπορούν να αλλάζουν όρους, παροχές και ασφάλιστρα κάθε χρόνο, χωρίς δέσμευση από τη νομολογία, όπως τις βολεύει.

Ο στόχος αυτός πράγματι επιτυγχάνεται, όπως δείχνει ο σταδιακός περιορισμός των μακροχρόνιων συμβολαίων από 711.000 το 2011 σε 424.000 το 2017 και σε 278.000 το 2023. Οι εταιρείες είναι ικανοποιημένες από τα νούμερα, από την άλλη μεριά της σχέσης όμως βρίσκονται δεκάδες χιλιάδες πολίτες που ασφαλίστηκαν νέοι, πλήρωσαν 15-20 χρόνια με συνέπεια το ασφάλιστρό τους γεμίζοντας τον «κουβά» της κάθε ασφαλιστικής, αλλά, προσεγγίζοντας την τρίτη ηλικία που χρειάζονταν περισσότερο από ποτέ την ιδιωτική ασφάλιση, έπεσαν θύματα των ασφαλιστικών τους που μέσω των υπέρογκων αυξήσεων στα ασφάλιστρα τους υποχρέωσαν να κόψουν τα ισόβια συμβόλαιά τους. Βάσει του άρθρου 268 το μόνο δικαίωμα που έχει ο ασφαλισμένος πλέον είναι να διακόπτει την ασφάλισή του αν δεν μπορεί να την πληρώνει, χάνοντας ό,τι έδωσε μια ζωή.

Τι λένε όμως οι ασφαλιστικές για τις μεγάλες αυτές αυξήσεις –εντέλει τις εμφανίζουν παντελώς αφερέγγυες έναντι των καταναλωτών και υπονομεύουν τη φήμη τους–, πού τις αποδίδουν; Υπάρχουν μαρτυρίες από δύο κορυφαία στελέχη του κλάδου, του Ρόμπερτ Γκάουτσι, διευθύνοντος συμβούλου της Εθνικής Ασφαλιστικής, και του Γιώργο Βελιώτη, γενικού διευθυντή Ζωής και Υγείας της Interamerican. Και οι δυο τους έχουν παραπέμψει στα ιδιωτικά νοσοκομεία που αυξάνουν διαρκώς και υπερβολικά τις χρεώσεις τους, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρονται ως υψηλό κόστος στις ασφαλιστικές.

Επιχειρώντας να εξηγήσει πώς η Εθνική Ασφαλιστική, που όσο λειτουργούσε ως θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας είχε υψηλά κέρδη (ενδεικτικά, 81 εκατ. ευρώ το 2019, 66 εκατ. το 2020, 69 εκατ. το 2021), κατέληξε ως θυγατρική του CVC το 2023 σε ζημιές, ο Γκάουτσι είχε πει στους δημοσιογράφους ότι οι ζημιές οφείλονται στις αυξημένες δαπάνες για τα νοσήλια, ασκώντας μάλιστα κριτική στις συστηματικές και συνεχείς αυξήσεις τιμολογίων των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ασφαλιστικές αυξάνουν διαρκώς τα ασφάλιστρά τους είχε προσθέσει. «Εάν αυτός ο πληθωρισμός δεν σταματήσει, θα υπάρξει πρόβλημα. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία πρέπει να καταλάβουν ότι αν δεν βρούμε μαζί τη σωστή ισορροπία θα καταρρεύσει όλο το σύστημα» σημείωσε.

Δύο μήνες μετά ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά η έξοδος Γκάουτσι από την εταιρεία και παράγοντες της αγοράς τη συνέδεσαν με τις δηλώσεις του περί «πληθωρισμού των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων», εικάζοντας ότι ενόχλησαν τα κεντρικά στελέχη του CVC στην Αθήνα, που συνδέονται με τη Hellenic Healthcare Group (Metropolitan, Υγεία, Μητέρα, Ιασώ General, Λητώ, Creta Interclinic), τη θυγατρική των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων του fund. Η Hellenic Healthcare Group αποτελεί τον μεγαλύτερο πάροχο ιδιωτικής υγείας στην Ελλάδα, έχει μερίδιο στην Αττική που ξεπερνά το 50%.

Ο Γ. Βελιώτης της Interamerican, πάλι, τρία χρόνια πριν από τον Γκάουτσι, σε διαδικτυακή συνέντευξη το 2021 είχε κάνει ανοιχτά λόγο για ένα «ολιγοπώλιο ιδιωτικών νοσοκομείων που έχει δημιουργηθεί εδώ και κάποια χρόνια στην ελληνική αγορά» και «οδηγεί σε υψηλές τιμές, φρενάροντας την πρόσβαση σε προσιτά προγράμματα υγείας». Ερευνες της Interamerican έδειχναν ότι η Ελλάδα ήταν πέντε φορές πιο ακριβή για τις ίδιες επεμβάσεις σε σύγκριση με άλλες χώρες, είχε προσθέσει ο Γ. Βελιώτης, καταλήγοντας ότι η εταιρεία ανησυχεί πολύ για τη συγκέντρωση που παρατηρούνταν στην αγορά δημιουργώντας ένα σφιχτό ολιγοπώλιο.

Διαβάστε επίσης: 

Υπάρχει Λόγος: Ο εκσυγχρονιστής της διαφθοράς – Ο Κώστας Βαξεβάνης για τον Κώστα Σημίτη

Δήμητρα Λιάνη: Η ατάκα του Ανδρέα Παπανδρέου για τον Κώστα Σημίτη – «Φρόντισε να μην πάει το κόμμα σε αυτόν» (Video)

Κώστας Σημίτης: Ο «μάγος» της αποποίησης ευθυνών