Με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη

Με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη

Την υπόθεση Λιγνάδη δεν τη γνωρίζω. Δηλαδή δεν μελέτησα τον φάκελο της υπόθεσης, ούτε, φυσικά, παρακολούθησα τη δίκη. Αλλά δεν διάβασα ούτε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που πρόσφατα εκδόθηκε. Αλλωστε αυτή ακόμη δεν έχει γραφεί. Αλλά και να τη γνώριζα δεν επρόκειτο να τη σχολιάσω επί της ουσίας. Ειδικά τώρα που ακόμη βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασής της. Δεν έγινε δηλαδή, ακόμη, αμετάκλητη. Γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να ανατραπεί στο Εφετείο είτε κατά το ουσιαστικό της μέρος είτε κατά το μέρος της  σωστής ή μη εφαρμογής των σχετικών νομικών διατάξεων. Και μάλιστα μπορεί και προς το χειρότερο, τώρα που ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα Εφετών σε βάρος του κατηγορουμένου.

Από την άλλη μεριά πάλι, αυτό που θα με απέτρεπε να πάρω θέση για τη συγκεκριμένη υπόθεση είναι όλος αυτός ο μαξιμαλισμός στις αντιδράσεις που εγέρθηκαν μετά την ανακοίνωση της απόφασης, κατά το σκέλος αυτής με το οποίο αφέθηκε ελεύθερος ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, μέχρι να δικαστεί η έφεσή του. Πολιτικοί, καλλιτέχνες και μέρος του λαού, σε μία πρωτοφανή για αυτή τη χώρα αντίδραση, καταδίκασαν την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου καλλιτέχνη, παρά το ότι αυτός κρίθηκε πρωτόδικα ένοχος για ένα τόσο βαρύ, ομολογουμένως, κακούργημα για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 ετών.

Τόσο που, μετά από 33 χρόνια στον εισαγγελικό κλάδο, αναρωτήθηκα: Μα ζούμε τελικά σε μία χώρα με ένα τόσο ισχυρό Κράτος Δικαίου; Ενα δικαιικό σύστημα δηλαδή με τόσο αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και με τέτοια ισότητα αυτών απέναντι στον νόμο, ώστε με αφορμή μία και μόνο δικαστική υπόθεση να φαίνεται ότι μπορεί να κινδυνεύσει όλη αυτή η θεσμική θωράκισή του;

Ολες αυτές, δηλαδή, οι συνεχείς νομοθετικές αλλαγές, τροποποιήσεις, προσθέσεις και αφαιρέσεις ποινικών νομικών διατάξεων που γίνονται επί δεκαετίες από το σύνολο πολιτικό σύστημα, δεν έγιναν; Ολος αυτός ο ορυμαγδός παρεμβάσεων στο ποινικό μας σύστημα, που ξεκάθαρα έγιναν όλα αυτά τα χρόνια για να απαλλαγούν κομματικοί φίλοι, συγγενείς, κουμπάροι, εκλογικοί παράγοντες κ.λπ., δεν έγιναν; Ολες αυτές οι αθρόες και πρόωρες, άκριτες αποφυλακίσεις σκληρών κακοποιών που επανήλθαν στην κοινωνία σπέρνοντας την καταστροφή σε ζωές και περιουσίες, δεν έγιναν; Ακούσαμε μάλιστα πρόσφατα ότι ένας εκ των πολιτικών αυτουργών αυτών των παράλογων αποφυλακίσεων θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη επειδή του «χρεώθηκε» μία τροπολογία που (όντως) δεν ήταν δική του!

Και πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια οι αντιδράσεις, εκδηλώσεις, συνεχείς αρθρογραφίες κ.λπ. εναντίον όλων αυτών των ωμών παρεμβάσεων που παραμόρφωσαν τους ποινικούς μας νόμους και μας κατέταξαν (αθροιστικά και αυτοί) στην 1η θέση στη Διαφθορά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τη Βουλγαρία;

Και μια που μιλάμε για την ποινική προστασία των ανηλίκων, να θυμίσω εδώ μία σχετική αλλαγή που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Τον Ιούλιο του 2019 οι σεξουαλικές πράξεις με ανηλίκους (άρθ. 339 του Ποινικού Κώδικα) που ήταν από 14 έως 15 ετών μετατράπηκαν ξαφνικά από κακούργημα σε πλημμέλημα. Αυτό σημαίνει ότι κατηγορούμενοι που δικάζονταν για σεξουαλικές πράξεις με ανηλίκους με ηλικίες από 14 έως 15 έτη έπεσαν ξαφνικά «στα μαλακά» ή δεν δικάστηκαν καθόλου εάν για τις πράξεις τους είχε παρέλθει (το πιθανότερο) η 5ετής ή 8ετής παραγραφή που ισχύει για τα πλημμελήματα. Καμία διαμαρτυρία δεν ακούστηκε για αυτό. Καμία διαδήλωση, κανένα πανό δεν σηκώθηκε. Μετά από δύο χρόνια βέβαια η παλιά ρύθμιση του κακουργηματικού χαρακτήρα επανήλθε. Στο μεταξύ όμως όσοι τα κατάφεραν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «τη γλίτωσαν».

Αν έχει λοιπόν να προσθέσει και να βελτιώσει κάτι στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα η υπόθεση Λιγνάδη, είναι η τροποποίηση της διάταξης του άρθ. 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η ρύθμιση δηλαδή που δίνει τη δυνατότητα (υπό προϋποθέσεις) να χορηγείται από το δικαστήριο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος. Η πρόβλεψη του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση του κατηγορουμένου διαχρονικά ιδωμένη, ξεκίνησε αρχικά ως υποχρεωτική σε ποινές φυλάκισης μέχρι 6 μηνών. Αυτή έγινε στη συνέχεια μέχρι 1 έτος, στη συνέχεια μέχρι 2 έτη, στη συνέχεια μέχρι 3 έτη, ενώ για τις ποινές από 3 έως 5 έτη φυλάκισης ο νόμος έδινε το δικαίωμα στο δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση να αποφασίσει σχετικά. Δηλαδή η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος κατέλαβε όλα πλέον τα πλημμελήματα, τα οποία και εκ του νόμου προβλέπεται να τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι 5 έτη.

Τον Δεκέμβριο του 2010 ήρθε η χαριστική βολή. Ο νομοθέτης έδωσε πλέον το δικαίωμα στο δικαστήριο που δίκασε  να χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του κατηγορουμένου και στα κακουργήματα μέχρι (20) έτη! Και μάλιστα να χορηγεί αναστολή κατά κανόνα και κατ’ εξαίρεση να μη χορηγεί. Και έτσι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Ενώ καταδικάζονται κατηγορούμενοι για βαριά κακουργήματα, στη συνέχεια το δικαστήριο, σε πολλές περιπτώσεις, τους αφήνει ελεύθερους μέχρι να δικαστεί η έφεσή τους. Και η κοινή γνώμη μένει άφωνη βλέποντας συχνά-πυκνά σκληρούς κακοποιούς να αφήνονται ελεύθεροι. Και λέω «κοινή γνώμη» διότι αυτή πραγματικά υπάρχει σαν κοινωνικό μέγεθος. Εχει άποψη και κρίση που διαμορφώνεται με τα χρόνια και δεν έχει καμία σχέση με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που συχνά τελευταία ακούγεται στον δημόσιο λόγο. Μία ξεπερασμένη δηλαδή νοητική κατασκευή που ανήκε σε άλλες εποχές όπου οι κοινωνίες είχαν ελάχιστη πληροφόρηση και που μειοψηφίες μπορούσαν να διαμορφώνουν τις απόψεις του κοινού. Σήμερα οι κοινωνίες δέχονται καταιγισμό πληροφοριών, διαμορφώνουν άποψη και την εκφράζουν. Γι’ αυτό άλλωστε γίνονται και τόσες δημοσκοπήσεις. Πολιτικές ή μη. Και δεν βγήκε κάποιος δημόσια να τις κατακρίνει για το ότι αυτές εκφράζουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Αν το δικαστήριο, λοιπόν, κρίνει ότι δεν πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι οι κατηγορούμενοι που καταδικάστηκαν, πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή του, εκτός άλλων και από το ότι «από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος μπορεί να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».

Διαβάσαμε πρόσφατα από έγκριτους νομικούς ότι με ένα τέτοιο σκεπτικό θα μπορούσε να μην αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος Λιγνάδης. Διότι τη στιγμή που κρίθηκε στην ανάκριση ένα τέτοιο άτομο ως επικίνδυνο, πώς δεν κρίθηκε το ίδιο όταν καταδικάστηκε; Αυτό το επιχείρημα δεν είναι σπουδαίο. Οταν γίνεται η ακροαματική διαδικασία, δηλαδή η δίκη, εισφέρονται αποδείξεις και στοιχεία που δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να εισφερθούν στην ανάκριση η οποία είναι από τη φύση της σύντομη. Γι’ αυτό άλλωστε γίνεται η δίκη. Για να κριθούν ζωντανά και όλοι.

Γράφηκε επίσης ότι η φύση της πράξης του βιασμού ανηλίκου είναι τέτοια που μπορεί να έχει «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» που δεν δικαιολογούν την απελευθέρωση του καταδικασμένου. Ομως δεν έχει τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η αφαίρεση μιας ζωής (ανθρωποκτονία), η ληστεία, ιδίως αν ασκήθηκε κατ’ αυτήν ιδιαίτερη σκληρότητα, η απαγωγή, ιδίως όταν ζητούνται λύτρα, οι εκβιασμοί όταν απειλούνται ζωές, οι κλοπές σε σωρεία κατοικιών και καταστημάτων που εξανεμίζουν τις περιουσίες αθώων πολιτών και μάλιστα κατ’ επανάληψη; Πρέπει όλοι αυτοί αν καταδικαστούν να αφήνονται ελεύθεροι;

Αν έχει λοιπόν μια αξία η υπόθεση Λιγνάδη είναι να αποτελέσει αφορμή ώστε να ξαναϊδωθεί σε νομοθετικό επίπεδο η διατύπωση του άρθ. 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που σχεδόν καθιστά υποχρεωτική την απελευθέρωση των καταδικασθέντων πρωτοδίκως κατηγορουμένων. Να γίνει αυτή εξαιρετική και κατά βάση για λόγους που έχουν σχέση με βαριά ζητήματα υγείας αυτών που καταδικάζονται. Αλλωστε θα υπάρχει πάντα η δικλείδα που περιέχεται στο άρθ. 497 ΚΠΔ, της προσωρινής αποφυλάκισης από το Εφετείο.

Και έτσι, θα είναι εναρμονισμένες οι αποφάσεις των δικαστηρίων μας με τις απόψεις της κοινής γνώμης και δεν θα χρειαστεί να γίνεται επίκληση του απαρχαιωμένου, πια, «κοινού περί δικαίου αισθήματος».

*Ο κ. Βασίλης Φλωρίδης είναι εισαγγελέας Εφετών

Πηγή: tovima.gr

 

Documento Newsletter