Αλλεπάλληλα ψεύδη και αντιφάσεις από την αστυνομία από την πρώτη στιγμή σε μια επιχείρηση συγκάλυψης
Την κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη προσπάθεια συσκότισης όσων συνέβησαν το ξημέρωμα του περασμένου Σαββάτου στο Πέραμα με αποτέλεσμα τη δολοφονία του 18άχρονου Νίκου Σαμπάνη από άντρες της ομάδας ΔΙΑΣ και τον σοβαρό τραυματισμό ενός ακόμη καταδεικνύουν όσα διέρρευσαν από την ίδια την αστυνομία. Στην πραγματικότητα αν δεν υπήρχε η δημοσιογραφική έρευνα που έφερε στο φως βίντεο πολιτών από τα οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν υπήρξε τραυματίας αστυνομικός θα ζούσαμε ακόμη στην πλάνη την οποία είχε φροντίσει εντέχνως να στήσει η ΕΛΑΣ ότι οι τρεις εμπλεκόμενοι στο περιστατικό νεαροί άντρες τραυμάτισαν με το αυτοκίνητό τους τους αστυνομικούς που τους καταδίωξαν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η εν λόγω αστυνομική επιχείρηση είχε έναν νεκρό, έναν σοβαρά τραυματία και έναν ακόμη νεαρό, ο οποίος αν και εμφανίζεται ως οδηγός του αυτοκινήτου κατάφερε να διαφύγει, παρότι θεωρητικά είναι εκείνος που προκάλεσε την καταδίωξη, την καθιστά αποτυχημένη.
Η αίσθηση περί απόπειρας συγκάλυψης μιας υπόθεσης που αν μη τι άλλο πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος ώστε να αποδειχτεί αν πράγματι οι αστυνομικοί βρίσκονταν σε νόμιμη άμυνα ενισχύθηκε ασφαλώς και από προβεβλημένους υπουργούς της κυβέρνησης, προεξάρχοντος του αρμόδιου υπουργού Προστασίας του Πολίτη Τάκη Θεοδωρικάκου, ο οποίος έσπευσε να επισκεφτεί τους κρατούμενους αστυνομικούς στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, ενώ μετά την απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα να αφεθούν ελεύθεροι δεν παρέλειψε να συγχαρεί την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, τα ερωτήματα είναι πολλά και διαρκώς αυξάνονται:
-Γιατί παρά τις σαφείς εντολές για διακοπή της καταδίωξης, αυτή συνεχίστηκε με τα γνωστά μοιραία αποτελέσματα;
-Γιατί οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι οι τρεις που επέβαιναν στο αυτοκίνητο μάρκας Hyundai φορούσαν κουκούλες και άρα δεν είδαν τα χαρακτηριστικά τους, ενώ προκύπτει από την ενδοεπικοινωνία ότι εξαρχής γνώριζαν πως είναι Ρομά;
-Γιατί ενώ οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι ο νεαρός που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες τους ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου, εμφανίστηκε τρίτο άτομο, o 14χρονος, που υποστήριξε ενώπιον της Δικαιοσύνης ότι εκείνο οδηγούσε;
-Γιατί πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση ενώ ήταν άγνωστο αν το αυτοκίνητο ήταν πράγματι κλεμμένο, αφού αυτό αποτελούσε απλή υποψία των εμπλεκόμενων αστυνομικών επειδή ήταν σπασμένο ένα φινιστρίνι;
-Γιατί ενώ οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι έριξαν βολές ακινητοποίησης στα λάστιχα και στον κινητήρα του αυτοκινήτου, δεν βρέθηκαν παρά ελάχιστες σφαίρες στον στόχο; Με άλλα λόγια, γιατί ενώ το θύμα το πέτυχαν τρεις σφαίρες, το λάστιχο χτυπήθηκε μόνο από μία;
-Γιατί ενώ κατά τους ισχυρισμούς των αστυνομικών νεκρός είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου, εκείνος –κατά τις καταθέσεις– βρέθηκε πεσμένος στο οδόστρωμα από την πλευρά του συνοδηγού;
Προβληματισμό εκτός των παραπάνω προκαλούν βεβαίως ακόμη δύο γεγονότα:
• Οι αρχικές πληροφορίες της ΕΛΑΣ έκαναν λόγο για 20άχρονο νεκρό, ενώ αυτός, όπως προκύπτει από τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, ήταν γεννημένος τον Φεβρουάριο του 2003, δηλαδή δεν είχε κλείσει ακόμη τα 19 του χρόνια.
• Τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής κανένας από τους κατηγορούμενους αστυνομικούς δεν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι το πέρας της έρευνας των πειθαρχικών οργάνων και της Δικαιοσύνης.
Δεν σταμάτησαν παρά τις εντολές
Οπως αποδείχτηκε από το ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου στα «Νέα», το κέντρο της Αμεσης Δράσης είχε ζητήσει επανειλημμένως από τις ομάδες που συμμετείχαν στην καταδίωξη να σταματήσουν. Η εντολή η οποία δίνεται από τον ίδιο τον διοικητή της Αμεσης Δράσης, όπως φαίνεται από το σχετικό ηχητικό ντοκουμέντο, επαναλήφθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, τις περισσότερες από τις οποίες με έντονο εκνευρισμό αφού οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ δεν υπάκουαν. O διάλογος μεταξύ του κέντρου της Αμεσης Δράσης και των αντρών των ομάδων ΔΙΑΣ είναι αποκαλυπτικός:
Κέντρο: Τέλος, τέλος, απομακρυνθείτε, τέλος, όλες οι ομάδες να απομακρυνθούν. Ουδένας θα ασχοληθεί με το αυτοκίνητο πλέον. Οποιαδήποτε ομάδα έχει διατεθεί να ακολουθήσει το όχημα, τέλος, στους τομείς σας όλοι.
Αστυνομικός: Κέντρο, ίσως το προλάβω.
Κέντρο: Η εντολή είναι σαφής. Διακόπτουμε τώρα. Ολοι οι σταθμοί στους τομείς σας. Θα επαναλάβουμε, τέλος. Εάν δεν σταματάει το αυτοκίνητο, τέλος. Διακόπτουμε, διακόπτουμε. Είναι εντολή του Α100. Θα διακόψετε άπαντες.
Αστυνομικοί: Κέντρο, έχουν απομακρυνθεί οι ομάδες από το όχημα, έχω μείνει πίσω.
Κέντρο: Για όλους τους σταθμούς, δεν θα επανέλθουμε, είναι η τελευταία φορά που το διαβιβάζουμε. Για όλους τους σταθμούς, τέλος. Καθένας στον τομέα του και δεν θα επανέλθουμε.
Αστυνομικός: Το κέντρο επανέρχεται για τις ομάδες ΔΙΑΣ που ακολουθούν το όχημα. Θα σταματήσουμε τώρα να ακολουθούμε το όχημα. Είναι εντολή του Α100. Απαντες θα σταματήσουμε, δεν θα επανέλθει το κέντρο.
Αστυνομικός: Πέραμα στην Ελπίδος.
Κέντρο: Ποιος σταθμός διαβιβάζει και για ποιον λόγο; Οποιος σταθμός διαβιβάζει για το Hyundai, αν ακολουθεί το Hyundai κάποιος σταθμός, θα παρακαλέσουμε, είναι η τελευταία φορά που το διαβιβάζουμε. Οποιοσδήποτε σταθμός κι αν είναι αυτός που διαβιβάζει και δεν γίνεται αντιληπτός, να διακόψετε τώρα να ακολουθείτε το όχημα. Τώρα.
Πηγές της ΕΛΑΣ οι οποίες μίλησαν στο Documento σημείωσαν ότι εντολή διακοπής καταδίωξης δεν είναι σπάνιο να δίνεται για λόγους που κρίνει ο αρμόδιος αξιωματικός ο οποίος εκτιμά ότι υπερτερεί η διασφάλιση άλλων αγαθών, πέρα από το να συλληφθεί οποιοσδήποτε παραβατικός εκείνη τη στιγμή.
Οι κανόνες που δεν τηρήθηκαν
Η διαδικασία της καταδίωξης είναι συγκεκριμένη, εξηγούν οι ίδιοι: «Οταν ξεκινά καταδίωξη ενημερώνεται υποχρεωτικά η Αμεση Δράση, δηλαδή το κέντρο. Οφείλεις να ενημερώσεις προκειμένου να γίνει συντονισμός και να συλληφθεί ο δράστης υπό όσο το δυνατόν ασφαλέστερες συνθήκες. Δεν είναι αγώνας δρόμου η δουλειά μας. Ποιος θα τερματίσει πρώτος. Ενημερώνεται το κέντρο, στέλνει δυνάμεις να βοηθήσουν ώστε να γίνει στο πιο πρόσφορο σημείο ένας εγκλωβισμός. Από τη στιγμή που υπάρχει εντολή διακοπής καταδίωξης έχουν υποχρέωση να σταματήσουν. Αν δεν υπάρχει αστυνομική επιχείρηση ώστε να εγκλωβιστούν τα άτομα και να ελεγχθούν, δεν έχει νόημα η καταδίωξη. Ολες οι ομάδες ακούν το σήμα. Ολοι είναι συντονισμένοι με το κέντρο διότι αυτό κατευθύνει τις δυνάμεις, έχοντας την απόλυτη εικόνα.
Σε κάθε σημείο της καταδίωξης οι ομάδες ενημερώνουν το κέντρο αναλυτικά. Κάθε ομάδα δίνει το στίγμα της προκειμένου να την κατευθύνει το κέντρο. Η εντολή στην προκειμένη περίπτωση επαναλαμβάνεται επτά οκτώ φορές και είναι εμφανές ότι υπάρχει εκνευρισμός διότι δεν υπακούν. Το να μην άκουσε κάποιος ύστερα από επτά οκτώ φορές είναι δύσκολο. Επιπλέον, από τη στιγμή που το κέντρο δεν ασχολείται με καταδίωξη θεωρείται δεδομένο ότι κανένας δεν καταδιώκει. Το κέντρο έχει δώσει σαφή εντολή για διακοπή της καταδίωξης. Οταν κάνει κανείς καταδίωξη είναι σε συνεργασία με το κέντρο. Πρέπει να ενημερώνει πού βρίσκεται, προς τα πού κινείται. Το κέντρο από τη στιγμή που δεν ενημερώνεται θεωρεί ότι έχει σταματήσει η καταδίωξη και οι αστυνομικοί που συνεχίζουν γνωρίζουν ότι είναι μόνοι τους».
«Μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ήταν άοπλοι»
Η εκ των δικηγόρων της οικογένειας του θύματος Αλεξάνδρα Καραγιάννη αναφέρει στο Documento ότι «τα πραγματικά περιστατικά και αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε και δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς είναι ότι έχουμε ένοπλους αστυνομικούς από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά έχουμε τρεις άοπλους, δύο εκ των οποίων είναι ανήλικοι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καταδίωξης προσπαθούν να διαφύγουν τον έλεγχο. Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικοί δεν είναι καν βέβαιοι ότι πρόκειται για κλεμμένο αυτοκίνητο, έχουν απλώς υποψίες. Από κανένα σημείο της καταδίωξης, μέχρι που το αυτοκίνητο σταματάει μπροστά στο λεωφορείο στο Πέραμα, δεν φαίνεται να κάνουν προσπάθεια να τους σκοτώσουν, να τους χτυπήσουν ή να τους απειλήσουν με κάποιον τρόπο. Επίσης οι αστυνομικοί θα έπρεπε να αντιληφθούν κατά την καταδίωξη –και σίγουρα αντιλήφθηκαν– ότι ήταν άοπλοι. Είχαν όλο τον χρόνο να αξιολογήσουν την επικινδυνότητα του περιστατικού. Αντί να κάνουν όμως αυτό, οι ίδιοι οι αστυνομικοί δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να καταστεί ακόμη πιο επικίνδυνο και τελικά παγίδευσαν τα τρία αυτά παιδιά σε συνθήκες θανάτου χωρίς να λάβουν υπόψη τη ζωή των παιδιών που καταδίωκαν, των αθώων πολιτών που έγιναν μάρτυρες αυτής της καταδίωξης και ενδεχομένως τη ζωή των ίδιων των συναδέλφων τους».
Αντιφάσεις στις απολογίες
Παρά το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι στο περιστατικό αστυνομικοί αφέθηκαν ελεύθεροι, από τις απολογίες τους προκύπτουν αντιφάσεις τις οποίες η Δικαιοσύνη οφείλει να αξιολογήσει. Ο εκ των κατηγορούμενων υπαστυνόμος, για παράδειγμα, έχει καταθέσει ότι πυροβόλησαν με στόχο τα λάστιχα του αυτοκινήτου και τον κινητήρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν βεβαίως λογικό, όμως ο ισχυρισμός του καταρρίπτεται από την ίδια την πραγματικότητα. Αυτό γιατί, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες του συμβάντος, οι πυροβολισμοί είχαν στόχο το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου και έπληξαν τα θύματα ψηλά, δηλαδή μεταξύ άλλων σημείων στον θώρακα και στον λαιμό. Φαίνεται επιπλέον από την έκθεση αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε στο σημείο από την αστυνομία ότι από τις τουλάχιστον 36 σφαίρες μόνο μία βρέθηκε να έχει χτυπήσει λάστιχο, μία ακόμη το καπό του αυτοκινήτου και ακόμη τρεις την μπροστά δεξιά πλευρά, ενώ θρυμματισμένο βρέθηκε μόνο το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου και το φινιστρίνι της πόρτας πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού.
Ως εκ τούτου, είτε ο ισχυρισμός των αστυνομικών είναι αναληθής είτε οι αστυνομικοί που πυροβόλησαν δεν σημάδεψαν σωστά. Θα μπορούσε πράγματι να έχει συμβεί κάτι τέτοιο; Διόλου απίθανο, λένε πηγές της αστυνομίας. «Η εκπαίδευση των νέων ειδικών φρουρών που προσλήφθηκαν» σημειώνουν «όχι απλώς δεν είναι άρτια. Τα στοιχειώδη δεν γνωρίζουν. Με έναν ενάμιση μήνα εκπαίδευση δεν γνωρίζεις ούτε τα στοιχειώδη. Ο αξιωματικός στο κέντρο γνωρίζει ποιοι είναι στον δρόμο. Πιθανώς και γι’ αυτό δόθηκε η εντολή διακοπής της καταδίωξης».
Η Αλ. Καραγιάννη επισημαίνει εξάλλου στο Documento ότι «υπάρχει ένα σκασμένο λάστιχο. Επομένως το επιχείρημα ότι πυροβόλησαν για να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο, ενώ υπάρχει μόνο ένα σκασμένο λάστιχο, δεν στέκει. Εχουμε δε και τραύματα στα σώματα των ανθρώπων. Κυριολεκτικά τους γάζωσαν, επομένως δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι πυροβόλησαν για να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο. Ανοιξαν τυφλό πυρ. Και σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός τους για αυτοάμυνα καταρρίπτεται μόνο και μόνο από το γεγονός ότι μιλάμε για τουλάχιστον 36 σφαίρες, που σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν αυτοάμυνα. Είναι ξεκάθαρα και νομικά και από οποιαδήποτε σκοπιά πυροβολισμοί εξουδετέρωσης».
Το ίδιο επισήμανε κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η πλευρά της οικογένειας την Παρασκευή και ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης. «Για ποιον λόγο δεν κατάφεραν να ακινητοποιήσουν το όχημα, δεν πέτυχαν τις ρόδες, αλλά πέτυχαν τον θώρακα του εντολέα μου, την οικογένεια του οποίου εκπροσωπώ; Τριάντα έξι κάλυκες, άρα τουλάχιστον 36 σφαίρες, έχουν πέσει, προκειμένου δήθεν να ακινητοποιήσουν το όχημα, να σκάσουν τα λάστιχά του. Επτά αστυνομικοί πυροβολούν με 36 σφαίρες τα τέσσερα λάστιχα και σκάνε ένα. Ενώ, αντίθετα, στον θώρακα του Νίκου Σαμπάνη βρίσκονται τρεις πύλες εισόδου σφαίρας. Αρα ρίχνουν στα λάστιχα και πετυχαίνουν θώρακα. Αυτό είναι το ένα πραγματικό περιστατικό» σημείωσε.
«Σκυλί να σου επιτεθεί, 36 σφαίρες δεν του ρίχνεις»
Μια δεύτερη αντίφαση που προκαλεί προβληματισμό προκύπτει από την κατάθεση άλλου αστυνομικού, σύμφωνα με την οποία οι τρεις που βρίσκονταν στο λευκό Hyundai φορούσαν κουκούλες. Αυτό το επιχείρημα θα ενίσχυε ασφαλώς τον αρχικό ισχυρισμό κυρίως συνδικαλιστών της ΕΛΑΣ, σύμφωνα με τον οποίο οι ομάδες ΔΙΑΣ που ενεπλάκησαν στο περιστατικό δεν γνώριζαν ότι στο αυτοκίνητο επέβαιναν Ρομά. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν είναι αληθές, αφού προκύπτει σαφώς από τους διαλόγους των ομάδων ΔΙΑΣ με το κέντρο της Αμεσης Δράσης ότι γνώριζαν. Η αποστροφή ενός εκ των αστυνομικών κατά την έναρξη της καταδίωξης περί «τριών αθίγγανων» το αποδεικνύει.
Αυτός είναι και ο λόγος που η πλευρά της οικογένειας ζητεί τη διερεύνηση ρατσιστικού κινήτρου. Η Αλ. Καραγιάννη σημειώνει σχετικά ότι «οι ίδιοι οι αστυνομικοί που καταδίωκαν έδωσαν στίγμα στο κέντρο και τους χαρακτήρισαν αθίγγανους, επομένως γνώριζαν εξαρχής. Δεν θα είχαν κανέναν λόγο εφόσον καταδίωκαν οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να αναφέρουν την καταγωγή του. Και ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τη δυτική Αττική, όπου υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού Ρομά και είναι πιθανό μεγάλο μέρος της αστυνομίας στην περιοχή να μαστίζεται από στερεότυπα, προκαταλήψεις και ρατσισμό λόγω της αρνητικής επαφής και της συγκρουσιακής σχέσης της αστυνομίας με τον πληθυσμό των Ρομά».
Ο Θ. Καμπαγιάννης σημείωσε σχετικά: «Οταν έχεις τέτοια πραγματικά περιστατικά, που βοούν ότι υπάρχει υπέρβαση και αυθαιρεσία και δολοφονία, πρέπει να διερευνηθεί και το ρατσιστικό κίνητρο. Σκυλί να σου επιτεθεί, 36 σφαίρες δεν του ρίχνεις. Εδώ είναι σαφές ότι υπάρχει εμπάθεια στη δράση της αστυνομίας που είναι εκτός νομιμότητας».
Ερωτήματα προκαλεί επιπλέον και η κατάθεση των αστυνομικών σύμφωνα με την οποία ανέσυραν τον νεκρό οδηγό από τη θέση του συνοδηγού. Τον έβγαλαν δηλαδή από το ΙΧ όχι από την πλευρά του οδηγού, στην οποία κατά τους αστυνομικούς καθόταν, αλλά από την αντίθετη. Αυτό ενισχύει τον ισχυρισμό της οικογένειας του θύματος ότι ο δολοφονηθείς δεν ήταν ο οδηγός. Οπως επισημαίνει η Αλ. Καραγιάννη, «ο Νίκος Σαμπάνης δεν ήταν ο οδηγός, αλλά όπως προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό, ήταν μάλλον συνοδηγός. Αλλωστε» προσθέτει «υπάρχει η κατάθεση του 14χρονου ο οποίος εμφανίσθηκε στην ανακρίτρια και είπε ότι ο ίδιος οδηγούσε το όχημα». Το γεγονός πάντως ότι η σορός του Ν. Σαμπάνη βρέθηκε στην πλευρά του συνοδηγού επιβεβαιώνει πλήρως και η έκθεση αυτοψίας. Σύμφωνα με αυτή, «στο οδόστρωμα δίπλα από την πόρτα του συνοδηγού βρέθηκε πτώμα αγνώστου ταυτότητας».
Κατασκευασμένα τα στοιχεία, λένε οι συνήγοροι
Για κατασκευασμένα στοιχεία μιλάει ευθέως ο τρίτος συνήγορος της οικογένειας Ηλίας Γιαννόπουλος. Οπως εξηγεί στο Documento, «με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας καθώς και με το οπτικοακουστικό υλικό που δόθηκε στη δημοσιότητα, δυστυχώς όλα αυτά συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για εν ψυχρώ δολοφονία. Ολοι οι έως τώρα ισχυρισμοί της ΕΛΑΣ, είτε στα επίσημα δελτία Τύπου είτε μέσω των απολογιών των εφτά αστυνομικών καθώς και μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης, καταρρίπτονται ένας προς ένας αφού αποτελούν κατασκευασμένα στοιχεία, πολλές φορές κινούμενα στα όρια της ρατσιστικής αντιμετώπισης και κατά την εν εξελίξει δικαστική διαδικασία αυτό θα αποδειχθεί περίτρανα».