Ηξερε ο Μητσοτάκης για τις παρακολουθήσεις; Μήπως δεν ήξερε; Ηταν µια κακή στιγµή; Την πάτησε γιατί εµπιστεύτηκε λάθος ανθρώπους; Και για να θέσουµε τον πυρήνα του προβληµατισµού που ταλανίζει τα δηµοσιογραφικά βαφτιστήρια της Φαµίλιας: Αφοδεύουν οι αρκούδες στο δάσος; Υπάρχουν vegan λιοντάρια;
Σε µια κρίσιµη περίοδο για τη δηµοκρατία (την απέδωσε πολύ εύστοχα ο σκιτσογράφος ∆ερµετζόγλου εµφανίζοντας τον Μητσοτάκη ως βιαστή της) όσα αποκαλύπτονται δεν συνθέτουν απλώς ένα σκάνδαλο. Βρισκόµαστε απέναντι στην καταπάτηση του άρθρου 9 του συντάγµατος το οποίο προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών. Είναι σηµαντικό να σηµειώσουµε ότι πρόκειται για µια από τις ελευθερίες η οποία δεν χαρακτηρίζεται απλώς ως απαραβίαστη από το σύνταγµα αλλά ως «απολύτως» απαραβίαστη. Ο πρωθυπουργός έχει πλήρη την πολιτική και φοβάµαι και την ποινική ευθύνη γι’ αυτήν τη σχεδιασµένη και όχι από αµέλεια καταπάτηση.
Τους τελευταίους επτά µήνες δηµοσιεύµατα, δηµόσιες καταγγελίες, ενδείξεις για παρακολουθήσεις εµφανίζονται συνεχώς στη δηµόσια σφαίρα. Η συµπεριφορά της κυβέρνησης αλλά και της ∆ικαιοσύνης είναι προκλητική. Από τη µεν ∆ικαιοσύνη δεν υπήρξε µια αυτεπάγγελτη παρέµβαση για έρευνα όσων έχουν δηµοσιοποιηθεί. Αντιθέτως, υπήρξε εντολή έρευνας από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο (την οποία πρωτοφανώς µάλιστα κάνει ο ίδιος) για το πώς έµαθαν οι παρακολουθούµενοι τα σχετικά µε τις παρακολουθήσεις. Πώς δηλαδή αποκαλύφθηκε το έγκληµα. Μια τακτική που θυµίζει το σκάνδαλο Novartis, όπου αντί για τους ενόχους απέναντι στη ∆ικαιοσύνη βρέθηκαν όσοι αποκάλυψαν την υπόθεση.
Ας δούµε όµως τι λέει η κυβέρνηση. Στην αρχή αρνήθηκε ότι υπάρχουν παρακολουθήσεις. Στη συνέχεια τις απέδωσε σε ιδιώτες, σαν να µην είχε η ίδια την ευθύνη διαφύλαξης της νοµιµότητας έτσι κι αλλιώς. Οταν αποκαλύφθηκε πλήρως η κρατική – παρακρατική λειτουργία ο πρωθυπουργός εµφάνισε τις παρακολουθήσεις ως νόµιµες. Και ενώ όχι µόνο εµφανίστηκαν ως νόµιµες αλλά κατ’ αυτόν ούτε υπήρχαν ευθύνες, ο Μητσοτάκης πέταξε τον εξ απορρήτων και ανιψιό του Γρηγόρη ∆ηµητριάδη, αποµάκρυνε τον διοικητή της ΕΥΠ και ανήγγειλε δήθεν θεσµικές αλλαγές στην Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ενώ την τελευταία βδοµάδα εκπαραθυρώνονται από τη θέση τους πρόσωπα τα οποία είχαν νευραλγικές θέσεις στην ΕΥΠ, που λειτουργούσε ως προσωποπαγές σύστηµα Μητσοτάκη.
Αυτό που µπορεί να συµπεράνει κανείς από τη συµπεριφορά ∆ικαιοσύνης και κυβέρνησης είναι ότι λειτουργεί, όπως και στη Novartis, ένα συγκαλυπτικό σύστηµα που κερδίζει χρόνο και προφανώς επιτρέπει την εξαφάνιση στοιχείων. Σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου πιστοποιούνταν παρακολούθηση αρχηγού κόµµατος και δηµοσιογράφων µε ταυτόχρονη παραδοχή εξωθεσµικής λειτουργίας η ∆ικαιοσύνη θα είχε κάνει εφόδους στις ιδιωτικές εταιρείες που έχουν υποδειχτεί αλλά και στην ΕΥΠ και θα προχωρούσε σε κατάσχεση και αναζήτηση ενοχοποιητικών στοιχείων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέτυχε να στεγανοποιήσει το θέµα της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, αν και η υπόγεια Νέα ∆ηµοκρατία χρησιµοποίησε µεθόδους εκβιασµών και συκοφάντησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Το αποτέλεσµα ήταν να δηµιουργηθεί µια πολιτική καταιγίδα, της οποίας η ένταση είναι ιδιαίτερα αισθητή στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόµµατος. Απ’ ό,τι αναφέρουν πληροφορίες, δέκα έως δεκαπέντε ακόµη πολιτικά πρόσωπα, κάποιοι από αυτούς µε θέσεις µάλιστα στην κυβέρνηση, έχουν ενδείξεις παρακολούθησης.
Ο Μητσοτάκης κάνει προσπάθεια να αντικειµενικοποιήσει την παρεκτροπή που εγκαινίασε. Οι κύκλοι του αναφέρουν ότι αυτά γίνονται και γίνονταν πάντα και ότι τα θέµατα εθνικής ασφάλειας προέχουν. Ωστόσο κανένας δεν έχει εξηγήσει τους λόγους εθνικής ασφάλειας για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη.
Είναι γεγονός ότι σε όλο τον κόσµο υπάρχει µια διαµάχη µεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Μετά την κατάρριψη των ∆ίδυµων Πύργων πολλές από τις ελευθερίες υποχώρησαν στο όνοµα της ασφάλειας. Το επιχείρηµα της ασφάλειας για την άρση των ελευθεριών υπήρξε πολλές φορές προσχηµατικό. ∆εν αποφάσισαν όµως όλοι οι πρωθυπουργοί να βάλουν σε παρακολούθηση πολιτικούς αντιπάλους και δηµοσιογράφους όπως έκανε ο Μητσοτάκης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηµιούργησε επιµελώς ένα σύστηµα στην ΕΥΠ χωρίς δηµοκρατικό έλεγχο και διαφάνεια. Εδωσε εργολαβία πολλές λειτουργίες της σε «ιδιώτες», µε συµβάσεις που δεν µπορούν να ελεγχθούν ώστε να αποκαλυφθεί ποιους παρακολουθεί και πώς. Η ουσία όµως είναι ότι πέρα από τα συστήµατα τύπου Predator, που κάποια στιγµή µοιραία θα αποκαλυφθούν, o Μητσοτάκης χρησιµοποίησε την ΕΥΠ για να παρακολουθεί πολίτες στο όνοµα της εθνικής ασφάλειας. Επανέφερε δηλαδή το δόγµα του εσωτερικού εχθρού της δεκαετίας του 1950 και βάφτισε «εθνική ασφάλεια» την παρακολούθησή του.
Ας δούµε όµως πώς η ΕΥΠ παρακολουθεί πολίτες, πολιτικούς και δηµοσιογράφους. Κάθε µέρα εκδίδονται πάνω από εξήντα διατάξεις παρακολούθησης, που στη µεγάλη τους πλειονότητα αφορούν παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας. Θεωρητικά, προκειµένου να εξασφαλίζεται ότι οι διωκτικές αρχές δεν θα καταστρατηγούν δικαιώµατα του πολίτη, η παρακολούθηση απαιτεί τον έλεγχο της βασιµότητας των στοιχείων παρακολούθησης από τον εισαγγελέα που βρίσκεται στην ΕΥΠ και στη συνέχεια µε άλλο τρόπο από την ανεξάρτητη αρχή, την Α∆ΑΕ.
Το γεγονός ότι ο αρµόδιος εισαγγελέας βρίσκεται µέσα στην ΕΥΠ αποτελεί σοβαρό πρόβληµα. Ο εισαγγελέας πρέπει να είναι ανεξάρτητος και ανεπηρέαστος. Η παραµονή του στην ΕΥΠ δηµιουργεί σχέσεις φιλίας, κοινής λειτουργίας και «κατανόησης» µε τους υπαλλήλους που πρέπει να ελέγξει. Η λειτουργία του εισαγγελέα είναι να αποτελεί το αντίβαρο των διωκτικών αρχών για χάρη των δικαιωµάτων του πολίτη. Είναι γνωστή από τις ταινίες του Χόλιγουντ η αντιπαράθεση FBI µε την εισαγγελία, η οποία πρέπει να πειστεί από την παράθεση στοιχείων ώστε να δώσει ένταλµα παρακολούθησης ακόµη και σε πολύ σηµαντικές υποθέσεις.
Στην ελληνική ΕΥΠ η εισαγγελέας, η Βασιλική Βλάχου εν προκειµένω, υπογράφει 60 διατάξεις την ηµέρα. Πότε ελέγχει τη βασιµότητα των στοιχείων όταν ο νόµος λέει ότι πρέπει να το κάνει µέσα σε 24 ώρες; Στην πραγµατικότητα η εισαγγελέας λειτουργεί ως µακρύ χέρι της ΕΥΠ και νοµιµοποιητής των µεθόδων της σε βάρος του πολίτη. Είναι απαραίτητο να απαντήσει η κυρία Βλάχου: Πόσα αιτήµατα της ΕΥΠ για παρακολουθήσεις έχει απορρίψει όλα αυτά τα χρόνια; Σύµφωνα µε πληροφορίες έχει υπογράψει πάνω από 17.000 διατάξεις φέτος. Πόσα αιτήµατα έχει απορρίψει ως µη βάσιµα ή ελλιπών στοιχείων; Πρέπει να απαντήσει για να αποδείξει ότι δεν είναι άτυπη υπάλληλος της ΕΥΠ αλλά εισαγγελέας-θεµατοφύλακας των δικαιωµάτων. Οτι δούλευε για τον πολίτη και όχι για τα παρακρατικά γούστα του Μαξίµου.
Η Α∆ΑΕ, στην οποία ανήκει η ευθύνη ελέγχου του συνόλου των παρακολουθήσεων, αποτελεί την ασφαλιστική δικλίδα του πολιτεύµατος. Αυτή που θα κρίνει αν η εθνική ασφάλεια και το κρατικό συµφέρον αυτονοµούνται από το δηµόσιο συµφέρον και τα δικαιώµατα του πολίτη. Αυτή η δικλίδα έχει ακυρωθεί. Λειτουργεί µε ελάχιστο προσωπικό ώστε να µην µπορεί να ασκήσει πραγµατικό έλεγχο. Επιπλέον τον Μάρτιο του 2021, µετά το αίτηµα του δηµοσιογράφου Θανάση Κουκάκη για να του γνωστοποιηθεί για ποιους λόγους ήταν σε παρακολούθηση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ψήφισε νόµο µε αναδροµική ισχύ ώστε να αφαιρέσει από την Α∆ΑΕ τη δυνατότητα ενός τέτοιου ελέγχου και ενηµέρωσης του ενδιαφερόµενου. Ενώ το 2021 η ίδια η κυβέρνηση ψήφισε νόµο για την ψηφιοποίηση της Α∆ΑΕ, ώστε να µπορεί να ελεγχθεί στατιστικά και ουσιαστικά η διαδικασία των παρακολουθήσεων, δεν υπογράφηκε ποτέ η κοινή υπουργική απόφαση που θα θέσει σε εφαρµογή όσα προβλέπει ο νόµος. Και φυσικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανήγγειλε το συγκεκριµένο µέτρο ανάµεσα σε αυτά που ανακοίνωσε για την ΕΥΠ τη βδοµάδα που πέρασε.
Το συµπέρασµα είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηµιουργήσει ένα παντοδύναµο σύστηµα παρακολούθησης, αλληλοσυµπληρούµενο από ιδιωτικές επιχειρήσεις και την ΕΥΠ, ενώ ταυτόχρονα έχει καταφέρει να αποδυναµώσει µε νόµους το θεσµικό πλαίσιο δηµοκρατικού ελέγχου. Το µόνο πρόβληµα ήταν να βρει έναν εισαγγελέα να του κάνει τη δουλειά. Νόµιζε ότι τα κατάφερε. Τελικώς η ιστορία, ακόµη και η οικογενειακή, επαναλαµβάνεται σαν φάρσα και θα τον φάνε οι κοριοί.