Οι λομπίστες αντεπιτίθενται για να μην περάσουν οι περιοριστικές πολιτικές της ΕΕ
Αντίσταση με τη μορφή ανεξέλεγκτου λόμπινγκ προβάλλουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στις ρυθμίσεις που επιχειρεί να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ενωση στο ψηφιακό περιβάλλον. Δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ρέουν προς τις Βρυξέλλες, το κέντρο αποφάσεων της ΕΕ, ώστε να εισακουστούν οι θέσεις των εταιρειών που αισθάνονται να απειλείται το επιχειρηματικό τους μοντέλο από τις προτεινόμενες νομοθεσίες.
Το λόμπινγκ φαίνεται να αλλάζει μορφή εν μέσω πανδημίας, καθώς για την αποφυγή μετάδοσης του νέου κορονοϊού οι συναντήσεις γίνονται μέσω διαδικτύου. Κατ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί από ανεξάρτητους παράγοντες μια ήδη ομιχλώδης διαδικασία. Οργανώσεις για τα ψηφιακά δικαιώματα παραπονιούνται ότι έγιναν εξαιρετικά δύσκολο να ακουστούν οι ανησυχίες τους στα κέντρα απόφασης της Κομισιόν για το μέλλον του ψηφιακού περιβάλλοντος. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Γάλλος επίτροπος που επιβλέπει τις προτάσεις Τιερί Μπρετόν είναι και ο ίδιος επιχειρηματίας και λομπίστας. Μάλιστα ξεκαθάρισε ότι θα τείνει ευήκοον ους μόνο στους κορυφαίους επιχειρηματικούς παράγοντες.
Το παράδειγμα της Google
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις εταιρείες που επιδόθηκαν σε αυτό το πρωτόγνωρης κλίμακας λόμπινγκ έχει η Google. Ενα έγγραφο που διέρρευσε τον περασμένο Οκτώβριο ταρακούνησε την έδρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς περιέγραφε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το σχέδιο της Google για να υπονομεύσει την καινούργια κοινοτική νομοθεσία που θα μπορούσε να αποβεί άκρως ζημιογόνα για τη διαφημιστική δραστηριότητα στην πλατφόρμα της.
Ακαδημαϊκοί σύμμαχοι θα ήγειραν ζητήματα αναφορικά με τους νέους κανόνες. Η Google θα επιχειρούσε να αποδυναμώσει την υποστήριξη της συγκεκριμένης πολιτικής μέσα στην ΕΕ για να περιπλέξει περισσότερο τη διαδικασία έγκρισής της. Επίσης η εταιρεία θα επιχειρούσε να ξεκινήσει μια εμπορική διαμάχη ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού χρησιμοποιώντας τη βοήθεια Αμερικανών αξιωματούχων οι οποίοι θα εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην προτεινόμενη νομοθεσία.
Το λόμπινγκ δεν είναι πρωτοφανές στο κέντρο της ΕΕ, αλλά με την ευρωπαϊκή κοινότητα να εξελίσσεται σε παγκόσμια πρωτοπόρο στη νομοθεσία για τη ρύθμιση της τεχνολογικής αγοράς, η Google και άλλες αμερικανικές εταιρείες έχουν επιδοθεί σε μια μεγάλη καμπάνια αποτροπής περαιτέρω ρυθμίσεων εναντίον τους. Γιατί αν περάσουν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, θα υπάρχει προηγούμενο για τον περιορισμό της δραστηριότητάς τους το οποίο μπορεί να εκμεταλλευτούν και οι Αμερικανοί νομοθέτες. Ηδη η Facebook αντιμετωπίζει κατηγορίες για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ η Google κατηγορήθηκε τον Οκτώβριο από το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι υπερασπιζόταν με παράνομο τρόπο το μονοπώλιό της στη γνωστή μηχανή αναζήτησης.
Στην Ευρώπη οι εταιρείες ξοδεύουν περισσότερα χρήματα από ποτέ προσλαμβάνοντας από πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους μέχρι καλά δικτυωμένες νομικές και συμβουλευτικές εταιρείες. Χρηματοδότησαν δεκάδες δεξαμενές σκέψης και εμπορικές ενώσεις, επιχορήγησαν ακαδημαϊκές θέσεις σε κορυφαία πανεπιστήμια ανά την ήπειρο και συνεπικούρησαν στη δημοσίευση ερευνών φιλικά διακείμενων προς τον τεχνολογικό κλάδο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, οργάνωση που εποπτεύει το λόμπινγκ στην ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2020 η Google, η Facebook, η Amazon, η Microsoft και η Apple ανακοίνωσαν ότι ξόδεψαν συνολικά 19 εκατ. ευρώ, όσα είχαν ξοδέψει δηλαδή όλο το 2019 και σχεδόν τα τριπλάσια από όσα είχαν ξοδέψει το 2014 (6,8 εκατ. ευρώ).
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο της Εταιρικής Ευρώπης (Corporate Europe Observatory – CEO) έλαβαν χώρα σχεδόν 160 συνομιλίες ανάμεσα σε εταιρείες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλους με αξιωματούχους της Κομισιόν. Η Google έχει τα ηνία και σε αυτή την κούρσα, ακολουθούμενη από τη Microsoft και τη Facebook. Σαν επιπρόσθετη μορφή πίεσης οι εταιρείες επιστρατεύουν τη βοήθεια φαινομενικά αμερόληπτων οργανώσεων για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας δημοσίευσε μια έρευνα όπου ανέφερε πως οι νέες ρυθμίσεις στον τεχνολογικό τομέα θα κοστίσουν στην ευρωπαϊκή οικονομία δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας και 85 εκατ. ευρώ απώλεια στο ΑΕΠ. Η συγκεκριμένη οργάνωση είναι μία από τις τουλάχιστον 36 εμπορικές ενώσεις και δεξαμενές σκέψεις που χρηματοδοτούνται από την Google, σύμφωνα με το CEO.
Οι προτάσεις ρύθμισης
Στις 15 Δεκεμβρίου η ΕΕ παρουσίασε δύο φιλόδοξες προτάσεις νομοθεσίας: το νομοσχέδιο για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA) και εκείνο για τις ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act– DΜA). Το DSA στοχεύει στη δημιουργία ενός «εγχειριδίου» για το πώς οι διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Facebook και το YouΤube πρέπει να χειριστούν περιεχόμενο
το οποίο έχει επισημανθεί από χρήστες ως παράνομο. Το DMA έχει στόχο την ενίσχυση της εργαλειοθήκης των ευρωπαϊκών αρχών για την αντιμετώπιση της συμπεριφοράς των λεγόμενων «ψηφιακών φυλάκων» (digital gatekeepers) που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Σύμφωνα με το DMA, ψηφιακοί φύλακες είναι οι κυρίαρχοι πάροχοι διαδικτυακών πλατφορμών, όπως μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, υπηρεσίες μηνυμάτων, λειτουργικά συστήματα και διαδικτυακές υπηρεσίες μεσολάβησης με «σημαντικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά» που λειτουργούν ως «δίοδος για να βρουν πελάτες οι επιχειρήσεις».
Ας σημειωθεί ότι η εστίαση της προσοχής των λομπιστών μετακινήθηκε από το DSA στο DMA στα μισά της διαδρομής. Τα πρώτα σχέδια για τις προτάσεις ξεκίνησαν να έρχονται στην επιφάνεια τον Απρίλιο του 2019. Στην αρχή οι λομπίστες είχαν προτεραιότητα τους κανόνες διαχείρισης περιεχομένου, αλλά το καλοκαίρι διαπίστωσαν πως η εκ Βρυξελλών νέα προσπάθεια ρύθμισης του ψηφιακού ανταγωνισμού – που θα μπορούσε ακόμη και να απαγορεύσει στις εταιρείες να εισδύσουν σε νέες διαδικτυακές αγορές– αποτελεί ευθεία απειλή στον πυρήνα του επιχειρηματικού τους μοντέλου.