Οι ευρωεκλογές έχουν παγιωθεί στη συλλογική συνείδηση ως διαδικασία «δηµοψηφισµατικού χαρακτήρα». Ισως πιο διαδεδοµένο είναι το σχήµα περί «χαλαρής ψήφου». Αυτό δεν σηµαίνει ότι η «χαλαρή ψήφος» δεν δύναται να δροµολογήσει πολιτικές εξελίξεις εντός της επικράτειας, µε πρόσφατα παραδείγµατα το 2019 και το 2014. Ωστόσο είθισται (δυστυχώς) κυβέρνηση και αντιπολίτευση να «γραδάρουν» εκλογικές προθέσεις και αποτελέσµατα µε το βλέµµα στραµµένο στο εσωτερικό και –κυρίως– πέρα και µακριά από τα διακυβεύµατα και διλήµµατα της ευρωπαϊκής κοινοπολιτείας. Για να είµαστε δίκαιοι, το πολιτικό «λόµπινγκ» των Βρυξελλών, που παίρνει τη µορφή προεκλογικού «κρουπιέρη» που µοιράζει πόστα, αξιώµατα και χαρτοφυλάκια, δεν βοηθά. Λόγου χάρη, διεθνή Μέσα έχουν ήδη παρουσιάσει τους «µνηστήρες» για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην περίπτωση που η ανανέωση της θητείας της Φον ντερ Λάιεν «σκαλώσει». Επί συγκυβέρνησης Σαµαρά – Βενιζέλου συντελέστηκε µια κρίσιµη αλλαγή, τα παρεπόµενα της οποίας εκτυλίσσονται µπροστά στα µάτια µας. Η αντικατάσταση της λίστας µε τη σταυροδοσία άνοιξε τον δρόµο σε περσόνες του lifestyle στερεώµατος, πανελίστες και εν γένει περιπτώσεις που το κριτήριο ένταξής τους στα ευρωψηφοδέλτια είναι η αναγνωρισιµότητα και όχι η πολιτική ικανότητα ή τα προσόντα να εκπροσωπήσουν τη χώρα. Η «γαλάζια» Ελεονώρα Μελέτη ή ο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» Γιώργος Αυτιάς, ο ∆ηµήτρης Παπανώτας που τον «έφαγαν οι βεδουίνοι της πολιτικής», η γραφική περίπτωση του Θοδωρή Ζαγοράκη που συµπεριφέρεται πολιτικά λες και άνοιξε το ποδοσφαιρικό µεταγραφικό παζάρι του καλοκαιριού είναι µερικά χαρακτηριστικά παραδείγµατα, χωρίς να εξαιρούνται κόµµατα µικρότερης εµβέλειας µε «χριστεπώνυµη» στοχοθεσία. Κι αν τα παραπάνω µετατρέπουν την εκλογική διαδικασία σε παραπολιτικό καλαµπούρι, η υποψηφιότητα Μπελέρη δείχνει πως το βαρέλι δεν έχει πάτο. ∆ιµερή ζητήµατα, διεκδικήσεις και προβλήµατα της µειονότητας από το καθεστώς Ράµα µπορούν να «θυσιαστούν» προς άγραν ψήφων.