«Είμαι ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο», είπε στους Ιταλούς καραμπινιέρους οι οποίοι τον συνέλαβαν τη Δευτέρα, μετά από προσπάθειες να διαφύγει τη σύλληψη αναζητώντας καταφύγιο σε μία καφετέρια. Ο ίδιος επέλεξε να βάλει τέλος στο ανελέητο κυνηγητό των ιταλικών αρχών, οι οποίοι τον είχαν θέσει ως «Νο1» στόχο επί τρεις δεκαετίες, φανερά καταβεβλημένος από ογκολογική πάθηση.
Ο βίος και η πολιτεία του Ματέο Μεσίνα Ντενάρο αποτελεί συχνά πυκνά σημείο συζήτησης στη γειτονική χώρα, καθώς η δράση και το lifestyle του γεννημένου στις 26 Απριλίου του 1962 στο Καστελβετράνο της Σικελίας θύμιζε εν πολλοίς τον τρόπο που απεικόνιζαν τη μαφία και τους «νονούς» οι ταινίες του Χόλιγουντ.
Θεωρήθηκε ως διάδοχος των Μπερνάντο Προβεντσάνο και Τοτό Ρίινα, ο θάνατος του οποίου του έδωσε τα πρωτεία στην Κόζα Νόστρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούσε το όνομα «Αντρέα Μποναφέντε» ώστε να έχει πρόσβαση σε ιδιωτική κλινική της Σικελίας για να νοσηλευτεί, πληρώνοντας τη… σιωπή του ιατρικού προσωπικού με λάδι από τα κτήματά του.
Από την πρώτη στιγμή που το όνομά του αναδείχθηκε στην επικαιρότητα, ο Ντενάρο φρόντιζε να ακροβατεί μεταξύ της παρανομίας και της -φαινομενικής- νόμιμης δράσης, με ερευνητές να υποστηρίζουν ότι είχε απλώσει εκτεταμένο δίκτυο επιρροής στους πολιτικούς θεσμούς και τον κρατικό μηχανισμό. Παράλληλα, φρόντισε να αναδεικνύει το σκληρό πρόσωπό του, έχοντας καταγραφεί ως δολοφόνος μόλις από τα 18 του χρόνια. Χαρακτηριστική ήταν η εντολή του προς τους στενούς συνεργάτες του το 1994, για τον πνιγμό και τη ρίψη σε οξύ τον 12χρονο Τζουζέπε Ντι Ματέο.
Ο πατέρας του Ντενάρο, Ντον Τσίτσο, ήταν ο επικεφαλής της τοπικής μαφίας του Καστελβετράνο, με τον νονό του επίσης μέλος. Η πρώτη του καταγεγραμμένη επιχείρηση με τη μαφία έλαβε χώρα το 1989, με τον Mεσίνα Ντενάρο να συμμετέχει σε συμπλοκές μεταξύ συμμοριών. Έχει κατηγορηθεί, μεταξύ άλλων, για τη δολοφονία του Νίκολα Κονσάλες, ιδιοκτήτη ξενοδοχείου που… τόλμησε να παραπονεθεί σε υπάλληλο για το γεγονός πως «έχει συνέχεια ανάμεσα στα πόδια του τρεις μαφιόζους». Ωστόσο, για κακή του τύχη, η υπάλληλος ήταν τότε ερωμένη του Ντενάρο…
Το 1992 φέρεται να αποτέλεσε μέλος ομάδας που εστάλη στη Ρώμη για να δολοφονήσει εν ψυχρώ τον Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, Τζιοβάνι Φαλκόνε, ο οποίος εν τέλει δολοφονήθηκε στο αυτοκίνητό του τον Μάιο του ίδιο έτους. Λίγους μήνες αργότερα, το όνομα του Ντενάρο εμπλέκεται στη δολοφονία του Βιντσέντζο Μιλάτσο, επικεφαλής της αντίπαλης συμμορίας του Αλκόμο, ενώ επίσης κατηγορείται για τον στραγγαλισμό της συντρόφου του, η οποία ήταν τριών μηνών έγκυος.
Οι ιταλικές αρχές κατέγραψαν στο προφίλ του Ντενάρο έναν άνθρωπο που γνωρίζει πολύ καλά να ελίσσεται ανάμεσα στη διαφθορά και την πολιτική επιρροή, αλλά ωστόσο διατηρεί στο ακέραιο την τελετουργία και τις «αιματηρές» παραδόσεις της σικελικής μαφίας, στον τρόπο εκτέλεσης των γνωστών συμβολαίων. Η διαφαινόμενη εμπλοκή του στους θεσμούς φαίνεται από το γεγονός πως παρέμεινε επί 30 χρόνια ασύλληπτος, παρά το γεγονός πως οι ενδείξεις της αστυνομίας οδηγούσαν προς εκείνον, δίχως όμως να υπάρχουν οι απαραίτητες αποδείξεις.
Τα ιταλικά ΜΜΕ περιγράφουν γλαφυρά τον αιματηρό βίο και την πολιτεία του Ματέο Ντενάρο, σημειώνοντας ότι ο -παραδοσιακός σε τέτοια ζητήματα- συλληφθέντας είναι απίθανο να αποκαλύψει στη δικαιοσύνη ορισμένα από τα μυστικά του. Το πιθανότερο σενάριο όλων, είναι να υποστηρίξει το αφήγημα περί «απλού και αμόρφωτου πολίτη», ακολουθώντας τα βήματα του Τοτό Ρίινα…