Μαστίγιο χωρίς καρότο από τους δανειστές

Μαστίγιο χωρίς καρότο από τους δανειστές

Οι θεσμοί, εφευρίσκοντας διαρκώς δικαιολογίες, αρνούνται τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων διαιωνίζοντας τη λιτότητα

Μαστίγιο χωρίς καρότο και πολλές υποσχέσεις για το μέλλον είναι για ακόμη μια φορά η τακτική που ακολουθούν οι δανειστές. Οι θεσμοί επιλέγουν τη σαλαμοποίηση των αιτημάτων που έχουν κατατεθεί από την ελληνική πλευρά, με μόνο σκοπό να καθυστερήσουν τις συζητήσεις για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος και στην πραγματικότητα να μπλοκάρουν το αίτημα για μείωση των δημοσιονομικών στόχων. Αποτέλεσμα της εμμονής των Ευρωπαίων τεχνοκρατών είναι ότι πλέον μοιάζει ορατός ο κίνδυνος η Ελλάδα να αναγκαστεί και το 2021, για ακόμη μία χρονιά, να κυνηγήσει τους υπέρογκους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, συνεχίζοντας την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.

Οπως συνηθίζουν τα προηγούμενα δέκα χρόνια, οι δανειστές ανακάλυψαν μια ακόμη δικαιολογία προκειμένου να αρνηθούν τη δημοσιονομική χαλάρωση της ελληνικής οικονομίας. Με πρόσχημα τη διατήρηση του μεταρρυθμιστικού ρυθμού και ότι κάποιοι από τους «σκληρούς» της Ευρώπης δεν επιτρέπουν να χαλαρώσουν τα ελληνικά λουριά, οι θεσμοί έχουν καταστήσει σαφές στην ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα πρέπει να περιμένει (τουλάχιστον άμεσα) να ληφθούν αποφάσεις για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Παρελκυστική τακτική

Ενδεικτικό της παρελκυστικής τακτικής των θεσμών είναι το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα ανακάλυψαν έναν νέο λόγο για να μην προχωρήσουν τη συζήτηση για μείωση των πλεονασμάτων. Το προηγούμενο διάστημα ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τότε οι εκτιμήσεις των θεσμών (βασιζόμενες κυρίως σε πολιτικά κριτήρια) έβλεπαν αδυναμία της Ελλάδας να κινηθεί με ρυθμούς ανάπτυξης τέτοιους που θα διασφάλιζαν την ομαλή αποπληρωμή του χρέους.

Ωστόσο, οι νέες προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες προέκυψαν μετά τις εκλογές του Ιουλίου, αλλά και η κατακόρυφη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, μετά και τις διαδοχικές εκδόσεις ελληνικών ομολόγων, καθιστούν αδύναμο το συγκεκριμένο επιχείρημα.

Με δεδομένο όμως ότι οι δανειστές απλώς βάζουν προσκόμματα στην προσπάθεια που έκανε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει η κυβέρνηση της ΝΔ προκειμένου να μειωθούν οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος, αυτήν τη φορά ανακάλυψαν τον… δράκο των «κόκκινων» δανείων. Η μόνιμη επωδός των κορυφαίων αξιωματούχων της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία απόφαση εάν οι τράπεζες δεν μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια.

Τα μηνύματα που έρχονται προς την ελληνική κυβέρνηση είναι ότι πρώτα θα πρέπει να προχωρήσουν στη νομοθέτηση του νέου πτωχευτικού δικαίου, απελευθερώνοντας τους πλειστηριασμούς για την πρώτη κατοικία, επιτρέποντας στους δανειστές να οδηγούν σε πτώχευση τους δανειολήπτες και επιταχύνοντας τους πλειστηριασμούς και μετά θα μπορούσε να ξεκινήσει μια συζήτηση για τους δημοσιονομικούς στόχους.

Η επίσκεψη την προηγούμενη εβδομάδα στην Αθήνα του νέου Ευρωπαίου επιτρόπου Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι δεν άφησε κανένα περιθώριο παρερμηνείας στην ελληνική πλευρά. Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις από την πλευρά του πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, ο Π. Τζεντιλόνι ξεκαθάρισε ότι η συζήτηση για το αίτημα της Ελλάδας για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα θα ξεκινήσει στο τέλος του έτους. Μη δηλώνοντας πότε θα ολοκληρωθεί, δεν άφησε περιθώρια ελπίδας ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει πριν από την κατάθεση στη Βουλή του προσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2021.

Ηδη το υπουργείο Οικονομικών, σε μια έμμεση παραδοχή των γεγονότων, εξέδωσε εγκύκλιο με οδηγίες για την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2021-2024 και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος παραμένει στο 3,5% του ΑΕΠ.

Η έμμεση παραδοχή σημαίνει ότι η κυβέρνηση σταματά την προσπάθεια για μείωση του στόχου το 2021 και θα επιχειρήσει να πείσει τους θεσμούς να γίνει αλλαγή του στόχου τουλάχιστον για το 2022. Τότε άλλωστε είναι και η τελευταία χρονιά που θα ισχύσει η συγκεκριμένη δέσμευση, χωρίς όμως και πάλι να είναι σίγουρο ότι το Eurogroup ή σε δεύτερη φάση τα κοινοβούλια της Γερμανίας και της Ολλανδίας θα εγκρίνουν μια τέτοια αλλαγή.

«Μεταρρυθμιστικό περιτύλιγμα»

Η άρνηση των σκληροπυρηνικών της ευρωζώνης όσον αφορά τον περιορισμό των πολιτικών λιτότητας δεν είναι πρωτοφανής. Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των μνημονίων οι δανειστές έθεταν ως πρόταγμα τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, καμουφλάροντας έτσι τις σκληρές πολιτικές λιτότητας. Και αυτήν τη φορά οι θεσμοί χρησιμοποιούν το γνωστό «μεταρρυθμιστικό περιτύλιγμα», επιμένοντας εμμονικά στην καταστροφική πολιτική των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η Ελλάδα τυπικά βρίσκεται εκτός μνημονίων και αυστηρής δημοσιονομικής εποπτείας, οι θεσμοί αποφεύγουν να παραδεχτούν ότι στην πραγματικότητα αρνούνται το ελληνικό αίτημα και μιλούν απλώς για σταδιακή προσέγγιση «βήμα προς βήμα». Αυτό σημαίνει ότι μεταθέτουν τις αποφάσεις για το μέλλον προκειμένου να χαθεί και άλλος πολύτιμος χρόνος για την ελληνική οικονομία.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει σε αλλαγή των στόχων αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής σε κεντρικό επίπεδο προκειμένου να αλλάξει συνολικά στην Ευρώπη η εφαρμογή πολιτικών αυστηρής λιτότητας. Αν και οι ηγέτες της Ευρώπης και οι υπουργοί Οικονομικών «ανοίγουν παράθυρο» μεγαλύτερης δημοσιονομικής ευελιξίας των ευρωπαϊκών κρατών, οι συζητήσεις προκειμένου να καταλήξουν στο πόσο δημοσιονομικά ευέλικτα θα μπορούν να είναι τα κράτη-μέλη θα διαρκέσουν τουλάχιστον έως το τέλος του 2020. Με δεδομένη μάλιστα τη δυσκολία της Γερμανίας να δεχτεί τη δημοσιονομική χαλάρωση, είναι πολύ πιθανό να μη ληφθούν αποφάσεις ούτε τότε, μεταθέτοντας περαιτέρω τη συζήτηση.

Έκαναν λάθος αλλά αρνούνται να το παραδεχτούν

Η εμμονική άρνηση των Ευρωπαίων εταίρων εδώ και δύο χρόνια να παραδεχτούν το λάθος της επιβολής πολύ υψηλών στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος προκαλεί αρρυθμίες στην ελληνική οικονομία, βάζει εμπόδια στην προσπάθεια να επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα και απομακρύνει τις ελπίδες για ταχεία χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας. Με τη συγκεκριμένη τακτική η Ευρώπη καταδικάζει την ελληνική οικονομία να συνεχίσει κυνηγώντας την ουρά της να διατηρεί υψηλή φορολογία προκειμένου να επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.

Η στάση των θεσμών, βέβαια, στηρίζεται και στη διαπίστωση ότι η νέα κυβέρνηση αδυνατεί να επιταχύνει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, παρουσιάζοντας και πάλι αντίστοιχα προσκόμματα με το παρελθόν. Σε ιδιωτικές συνομιλίες τους αξιωματούχοι των θεσμών επαναλαμβάνουν ότι η Αθήνα δεν πρέπει να περιμένει «δώρα» εάν δεν αποδείξει ότι είναι διατεθειμένη να τρέξει τις μεταρρυθμίσεις. Και αυτό γιατί οι θεσμοί έχουν διαπιστώσει ότι τους πρώτους επτά μήνες της νέας διακυβέρνησης έχουν καταγραφεί σημαντικές καθυστερήσεις, χωρίς να έχουν αντιμετωπιστεί οι παθογένειες του παρελθόντος.

Χαρακτηριστικό είναι ότι οι θεσμοί επισημαίνουν διαρκώς τις νέες καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην προσέλκυση επενδύσεων αλλά και στην πρόοδο των υφιστάμενων έργων. Οι δανειστές διαπιστώνουν χαμηλό επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς οι τράπεζες δεν έχουν αντιμετωπίσει ακόμη το θέμα των «κόκκινων» δανείων και η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει την υλοποίηση του σχεδίου αποκρατικοποιήσεων. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι οίκοι αξιολόγησης να κρατούν την ελληνική οικονομία μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.

Αρκετές φορές σε συζητήσεις με αρμόδιους παράγοντες των θεσμών μοιάζει να έχουν πέσει και οι ίδιοι θύματα των υψηλών προσδοκιών που είχε δημιουργήσει προεκλογικά η ΝΔ. Αποτέλεσμα είναι η Κομισιόν να έχει διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση ότι το πρώτο εξάμηνο του 2020 θα κρίνει τις σχέσεις των δύο πλευρών και το επίπεδο της συνεργασίας. Οπως αναφέρουν αξιωματούχοι της Κομισιόν, «η κυβέρνηση πλέον εφαρμόζει τη δική της πολιτική απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις που υπήρχαν στο παρελθόν και γι’ αυτή την πολιτική θα κριθεί».

Σε αυτό το πλαίσιο οι θεσμοί προσγειώνουν τις κυβερνητικές προσδοκίες για μεγάλα «πολιτικά δώρα» και διαμηνύουν ότι θα υπάρξει πρόοδος στις συνομιλίες μόνο εφόσον διαπιστωθεί πρόοδος στην εφαρμογή των συμφωνημένων. Η συγκεκριμένη παραδοχή καθιστά ξεκάθαρο ότι οι θεσμοί αναβάλλουν τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και προτάσσουν την επιστροφή των χρημάτων από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFAs και SMPs).

Και αυτό όμως θα γίνει υπό προϋποθέσεις, με τις οριστικές αποφάσεις να λαμβάνονται το καλοκαίρι και τα κεφάλαια να κατευθύνονται σε επενδύσεις και όχι στη μείωση φόρων και εισφορών. Αυτή ήταν ακόμη μια «αποκάλυψη» που έκανε ο Ευρωπαίος επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, ανατρέποντας την κυβερνητική ρητορική παρά την προσπάθεια να φανεί ότι ο νέος επίτροπος κόμισε μόνο καλές ειδήσεις.

Σιωπή και για τα κέρδη των ομολόγων

Ανοιχτός παραμένει και ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούν να αξιοποιηθούν τα κέρδη των ομολόγων. Η κυβέρνηση έχει ζητήσει η αλλαγή της χρήσης τους να έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Στόχος είναι έμμεσα να δημιουργηθεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικό χώρος προκειμένου να προχωρήσει το σχέδιο μείωσης φόρων. Προς το παρόν αυτό παραμένει ελληνικό αίτημα, χωρίς οι θεσμοί να έχουν λάβει τις δικές τους αποφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι παραμένει ανοιχτό ποια θα είναι η τελική πρόταση του Eurogroup. Οι υπουργοί Οικονομικών θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα «πολιτικό δώρο» προς την κυβέρνηση προκειμένου να διαχειριστεί επικοινωνιακά την άρνηση των εταίρων να προχωρήσουν στη μείωση των πλεονασμάτων. Μεταξύ των

σεναρίων που εξετάζονται είναι να γίνει αποδεκτή η ελληνική πρόταση προκειμένου να υπάρξει χρονική ευελιξία στη χρήση των υπερπλεονασμάτων τα οποία προκύπτουν. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση θα μπορεί να μεταφέρει τη χρήση των υπερπλεονασμάτων στην επόμενη χρονιά ώστε να γίνει καλύτερος σχεδιασμός της χρήσης τους. Η μεταφορά των υπερπλεονασμάτων, η αλλαγή της χρήσης των κερδών των ελληνικών ομολόγων με ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και η εξαίρεση των δαπανών διαχείρισης του προσφυγικού από τον υπολογισμό του πλεονάσματος θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δημοσιονομικό περιθώριο προκειμένου η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων και εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν αυστηρό αναπτυξιακό πρόσημο. Δηλαδή οι κινήσεις θα αφορούν κυρίως κίνητρα σε επιχειρήσεις προκειμένου να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία και όχι στην απευθείας μείωση φορολογικών συντελεστών και φορολογικών βαρών στα φυσικά πρόσωπα.

Με αυτό τον τρόπο οι θεσμοί θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα μέρος από τις μειώσεις φόρων και εισφορών τις οποίες προεκλογικά είχε εξαγγείλει, χωρίς όμως να έχει επιτύχει να αλλάξει τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων, γεγονός που θα την αναγκάσει να διατηρήσει αναλλοίωτο για τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια τον πυρήνα των σκληρών μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας που έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια.

Ετικέτες

Documento Newsletter