«…Μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει τώρα από τη σκλαβιά…»

«…Μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει τώρα από τη σκλαβιά…»

Ο πόλεμος ήταν ίσως εκείνη η στιγμή όπου η ταξική θέση δεν μπορούσε να λειανθεί. Αυτός που δεν είχε λεφτά δεν μπορούσε να πάρει καμία παράταση πλέον. Ο μπακάλης δεν είχε τεφτέρι για να του πει «γράψ’ τα»· και τι να έγραφε; Κάτι που τη μια μέρα έκανε 100 δραχμές, την άλλη μπορεί να εκτοξευόταν στις 10.000. Και ποιος θα εξοφλούσε τον λογαριασμό; Κάποιος που μέχρι χτες είχε δουλειά και μπορούσε να εγγυηθεί ότι στο τέλος του μήνα θα έδινε τα χρωστούμενα την επομένη ήταν άνεργος και χωρίς πόρους. [..]

Η πείνα στην Κατοχή δεν ξέσπασε επειδή ένα βράδυ ξαφνικά εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα από τις προθήκες των μαγαζιών, αλλά επειδή όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια, λόγω της ταξικής τους θέσης, αδυνατούσαν μέσα στον πόλεμο να εξασφαλίσουν πρόσβαση στα τρόφιμα. Δεν υπονοούμε ότι ο θαλάσσιος αποκλεισμός της χώρας από τον αγγλικό στόλο, η επίταξη των μέσων μεταφοράς, οι ελλείψεις στα καύσιμα, οι καταστροφές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, η παρουσία των γερμανικών και ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων και τόσοι άλλοι παράγοντες δεν έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της ζοφερής πραγματικότητας της Κατοχής. […]

Η αυτενέργεια της μαφίας

[…] Από τους πρώτους μήνες του 1941 άρχισε να αναδύεται αυτό το πεδίο συναλλαγών που βρισκόταν στο πλάι της «νόμιμης» αγοράς. Εκείνοι που λόγω επαγγέλματος, λόγω επαφών με τα κατάλληλα πρόσωπα, λόγω οικονομικής επιφάνειας ήταν σε θέση να συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων για να τις μεταπουλήσουν είδαν να ανοίγεται μπροστά τους μια σειρά από ευκαιρίες. Μέσα στις ειδικές συνθήκες του πολέμου ένα καθοριστικής σημασίας προϊόν, όπως τα τρόφιμα, γινόταν «σχεδόν απαγορευμένο και παράνομο»: συνεπώς, η διακίνησή του αναγόταν σε αρμοδιότητα μιας μαφίας που αναλάμβανε να ρυθμίσει την προσφορά και τη ζήτηση με τους δικούς της όρους. Πλέον, οι τιμές των προϊόντων δεν συμβάδιζαν ούτε στο ελάχιστο με τους μισθούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, λόγω του πληθωρισμού, είχαν αμελητέα αγοραστική αξία. […]

Την άνοιξη του 1941 είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται σε καθημερινή βάση στις εφημερίδες αναφορές για κερδοσκοπία. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία του Σωματείου Ζυγιστών της κεντρικής λαχαναγοράς: «[…] μερικοί καταστηματάρχαι λαχανοπώλαι των Αθηνών, διαθέτοντες μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια, έκλεισαν αγοράν, δι’ αποκλειστικόν λογαριασμόν των, των κηπουρικών προϊόντων πολλών λαχανοκήπων της Αττικής, ούτως ώστε κανείς από τους μικροκαταστηματάρχας και μικροπωλητάς να μη ημπορή να προμηθευθή ουδέ οκάν εκ των κηπουρικών αυτών ειδών. Τα προαγορασμένα προϊόντα, δι’ ευνόητους λόγους, δεν παραλαμβάνονται από την Δημοτικήν Λαχαναγοράν, αλλά μεταφέρονται διά διαφόρων διόδων και παρόδων κατ’ ευθείαν εις τα καταστήματα των προαγοραστών».

Προφανώς και όποιος διέθετε «μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια» καθόριζε την επάρκεια και τις τιμές των προϊόντων στην αγορά. Κάτι, βέβαια, που στη μεγακλίμακα μεταφραζόταν στον καθορισμό του ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Αυτοί που έκαναν κουμάντο στη μαύρη αγορά και έλεγχαν σημαντικά αγαθά όπως τα τρόφιμα αποκτούσαν υπόσταση και εξουσία. Για να το πούμε αλλιώς, οι έμποροι και οι επιχειρηματίες που έριχναν χρήμα στη μαύρη αγορά δεν έβγαζαν απλώς κέρδος. Καθόριζαν τις τιμές, απαντούσαν στην υπαρκτή ζήτηση και έκαναν τα πράγματα να κινούνται. Με έναν τρόπο ασκούσαν πολιτική σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος ως μηχανισμός τρέκλιζε. […] Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, έλεγε «βγάλτε τα πέρα μόνοι σας και βλέπουμε ή αλλιώς πουλήστε ό,τι έχετε και δεν έχετε· και τον εαυτό σας τον ίδιο».

Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν θα πρέπει να βλέπει κανείς τις δύο αυτές οντότητες, το κράτος και τη μαύρη αγορά, ως αντιτιθέμενες ή πλήρως διαχωρισμένες. Το μαφιοζοδίκτυο που οργάνωσε την πείνα πάτησε πάνω σε προϋπάρχουσες σχέσεις (οι έμποροι, π.χ., γνώριζαν από πριν με ποιους παραγωγούς της επαρχίας έπρεπε να συνεργαστούν για να συγκεντρώσουν τα πολυπόθητα είδη), ενώ παράλληλα ενέταξε στο δυναμικό του μπάτσους, δικαστικούς, συμβολαιογράφους και λοιπούς λειτουργούς κ.ο.κ. […]

Το ελληνικό κράτος είχε από νωρίς, ήδη από το φθινόπωρο του 1941, επιβάλει διοικητικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις ατόμων και εμπορευμάτων, χωρίς όμως να θέλει (ούτε και να μπορεί φυσικά) να τις εμποδίσει εντελώς. Τι συνέβαινε δηλαδή; Το ελληνικό κράτος με αποφάσεις του υπουργείου Επισιτισμού μείωνε διαρκώς τη μερίδα του ψωμιού ανά κάτοικο και συνιστούσε «φειδώ στην κατανάλωση» ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο με τις άδειες μεταφοράς ειδών: πεδίο δόξης λαμπρό για τη μαύρη αγορά δηλαδή. […]

Όπου ακούς «πάταξη της μαύρης αγοράς» προσπάθεια οργάνωσής της μυρίζει

Η φιγούρα του γερο-Λαδά που κοιτάζει φετιχιστικά τις γεμάτες αποθήκες του είναι μια εικόνα επιβλητική που δεσπόζει στις ελληνικές ταινίες με ιστορίες από την Κατοχή. Ο τσιγκούνης και γλοιώδης αποθησαυριστής εμφανίζεται ως το απόγειο της ανθρώπινης απληστίας και μισανθρωπίας που βγάζει λεφτά την ώρα που γύρω του σαρώνει τα πάντα ο θάνατος. Και η αλήθεια είναι ότι μάλλον έχουμε εξοικειωθεί με αυτού του είδους την προσέγγιση. Όταν η κουβέντα έρχεται στο ζήτημα της μαύρης αγοράς, σχεδόν αντανακλαστικά μπαίνει στο προσκήνιο αυτός ο σάπιος τύπος που μαζεύει από τσουβάλια αλεύρι και κονσέρβες μέχρι σπίτια και πιάνα. Ενώ κάλλιστα θα μπορούσε πλάι του να εμφανίζεται και η φιγούρα του υπουργού Οικονομικών ή έστω ενός εισαγγελέα. […]

Και όμως, το ελληνικό κράτος, ακόμη και στη δυσμενή (γι’ αυτό) κατάσταση στην οποία βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ήταν παρόν. Οπως θα δούμε παρακάτω, αυτός ο μηχανισμός που πήγαινε κουτσαίνοντας έκανε ό,τι μπορούσε για να ελέγξει (δηλαδή να οργανώσει) τη μαύρη αγορά. Τα περιστατικά στα οποία θα αναφερθούμε δεν αφορούσαν καμιά εκστρατεία πάταξης της μαφίας που είχε εδραιωθεί, αλλά μάλλον μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι ροές χρήματος που κυλούσαν έξω από τις τράπεζες και να βρεθεί ένας τρόπος να μπουν μέσα σε αυτές. Οι φυλακίσεις μεγαλοεπιχειρηματιών και τα σκάνδαλα που φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής δεν ήταν αποτέλεσμα «πολιτικής βούλησης για την πάταξη της αισχροκέρδειας» και άλλα τέτοια ωραία, αλλά της αγωνιώδους κρατικής προσπάθειας για ανάκτηση του ελέγχου. […]
Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι, δικηγόροι, κρατικοί υπάλληλοι (μέχρι και του υπουργείου Οικονομικών να φανταστεί κανείς!) που αν μη τι άλλο θα επάνδρωναν τα υψηλά κλιμάκια του μαφιοζοδικτύου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του Κ. Ζωναρά, διευθυντή του ζαχαροπλαστείου Ζόναρς, που προφυλακίστηκε στις 21 Νοεμβρίου του ’41. Ο κ. Ζωναράς συνελήφθη όταν εισήγαγε ένα βαγόνι ζάχαρη από τη Σερβία. Και εδώ αρχίζουν οι απορίες μας: τι είδους επαφές και σχέσεις είχε αυτός ο τύπος ο οποίος μέσα στον πόλεμο (και σε καθεστώς αποκλεισμού των μετακινήσεων, ας μην ξεχνάμε) μπορούσε να κουβαλάει ένα ολόκληρο βαγόνι ζάχαρη από το εξωτερικό; Άραγε πόσες φορές είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχες παραλαβές χωρίς να έχει ποτέ δυσκολευτεί με τα τελωνεία, τις αστυνομικές αρχές κ.ά. προτού τον πιάσουν; [..]
Άποψη και ρόλο στη διάθεση των τροφίμων διεκδικούσε να έχει και το ΕΑΜ που μέσα από την οργάνωση συσσιτίων και τη συμμετοχή μελών του στους κατά τόπους προμηθευτικούς – καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, τις ενώσεις εργαζομένων και τους διάφορους συλλόγους γινόταν όλο και πιο ενεργός παίχτης. Αυτό που παιζόταν γύρω από την καθημερινή επιβίωση τεράστιων κομματιών του πληθυσμού της Αθήνας ήταν ο έλεγχος των διαδρομών διανομής του πλούτου που συγκεντρωνόταν μέσα σε συνθήκες πολέμου. […]

Καταναγκαστική εργασία

Είναι γνωστό ότι την περίοδο της Κατοχής χιλιάδες ακίνητα άλλαξαν χέρια, τα περισσότερα πωλήθηκαν κοψοχρονιά ή ανταλλάχτηκαν για δυο τρεις ντενεκέδες λάδι. Εκείνοι που αναγκάστηκαν να πουλήσουν οτιδήποτε είχαν στην κατοχή τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν δεν ήταν λίγοι. Αναρωτιέται όμως κανείς τι ακριβώς έκαναν όλοι εκείνοι που δεν είχαν παρά μόνο ένα πράγμα να πουλήσουν. Ολοι εκείνοι που δεν είχαν ούτε το δυαράκι που προοριζόταν για προίκα της κόρης ούτε το δαχτυλίδι-κειμήλιο της γιαγιάς· που δεν είχαν τίποτε πέρα από την εργατική τους δύναμη. Μια ματιά στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, εκεί όπου συγκεντρώνονταν προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία, μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το τι συνεπαγόταν η επιβίωση σε καιρό πείνας. [..]

Γενικά, πάνω από 30.000 εργάτες δούλεψαν στα ναυπηγεία, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τα οχυρωματικά έργα, τα εργοστάσια και τα μηχανουργεία για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Να σημειώσουμε εδώ ότι στους προαναφερόμενους χώρους εργασίας λειτουργούσε κάποιου είδους συσσίτιο, το οποίο υποκαθιστούσε ένα μέρος του μισθού.

Δηλαδή, ύστερα από ώρες εξαντλητικής εργασίας, εκτεθειμένοι στα καιρικά φαινόμενα και στη συνεχή κούραση, οι εργάτες έπρεπε να νιώθουν τυχεροί που θα εξασφάλιζαν μια πατάτα που επέπλεε σε ένα ακαθόριστο νεροζούμι. Πλέον δεν έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν λεφτά, να πληρώσουν το νοίκι, τον μανάβη και τον μπακάλη. Πλέον έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν μερικά χαρτονομίσματα που λόγω πληθωρισμού δεν είχαν κανένα πραγματικό αντίκρισμα και μια μερίδα φαγητό που θα μετέθετε τον θάνατο από ασιτία για λίγο αργότερα.
[

…] ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και η πείνα πιο συγκεκριμένα όντως κατέστησαν τον θάνατο πρωταγωνιστή. Οντως οι δρόμοι γέμισαν πτώματα, όντως η στέρηση και η φτώχεια έφτασαν σε επίπεδα που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Αν όμως κάποιος περιοριστεί στην απολυτότητα του θανάτου, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Δεν μπορεί να δει πώς επιβίωσαν όσοι δεν πέθαναν τότε· δεν μπορεί να δει τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις· δεν μπορεί να κατανοήσει τι πραγματικά εννοεί κάποιος που μέσα στην Κατοχή έλεγε: «Μεγάλο μίσος αισθάνθηκα μια μέρα για κάποιον όταν έμαθα πως έφαγε μακαρόνια (!) με σάλτσα(!) και τυρί!». Και το μίσος αυτό δεν ήταν ατομικό ελάττωμα, ούτε θα μπορούσε να κριθεί με ψυχολογικούς όρους. Το μίσος αυτό πήγαζε από τις κοινωνικές αντιθέσεις που δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν ή να κρατηθούν σε καταστολή. Στην πολυπόθητη μακαρονάδα συμπυκνωνόταν η ανατριχιαστική συνειδητοποίηση ότι κάποιοι είναι για πέταμα και κάποιοι όχι.

* Αποσπάσματα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τόμο 4 της σειράς των «Αιρετικών» που κυκλοφόρησαν με το Documento στις 28 Οκτωβρίου 2018 και αποτελεί αναδημοσίευση από το περιοδικό «Antifa» (τεύχη 45 & 46):

Διαβάστε επίσης

Σκάνδαλο Novartis και άρση προστασίας μαρτύρων: Μην τολμήσει κανείς να (ξανα) καταγγείλει διαφθορά

Σκάνδαλο στην Καθολική Εκκλησία: «Ιερές» business, απάτες και εκβιασμοί – Οι σκιές και το ποινικό παρελθόν του επιχειρηματία

Γάζα: «Παράθυρο» για έμμεσες διαπραγματεύσεις μέσω Κατάρ – «Ναι» σε ανακωχή υπό όρους από τη Χαμάς

Λίβανος: Νεκροί τρεις δημοσιογράφοι από ισραηλινούς βομβαρδισμούς – Σφυροκόπημα στα προάστια της Βηρυτού (Video)

Ένα Predator τους χωρίζει, μια χειραψία τους ενώνει!

Documento Newsletter