Από το κατάστρωμα του μικρού φεριμπότ που επί δεκαετίες μετέφερε ταξιδιώτες από την Αρκίτσα στα Λουτρά Αιδηψού μπορούσε κάποιος να διακρίνει τον φλεγόμενο ουρανό της βόρειας Εύβοιας. Καμιά πενηνταριά εθελοντές που ταξίδευαν απ’ όλη την Ελλάδα προκειμένου να συνδράμουν τις δυνάμεις της πυροσβεστικής στο δύσκολο έργο τους και τέσσερις πέντε δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ ήταν οι μόνοι που δικαιούνταν να ταξιδέψουν.
Η περιοχή που λίγες μέρες πριν φιλοξενούσε χιλιάδες τουρίστες ήταν στις αρχές της περασμένης εβδομάδας προσβάσιμη μόνο σε όσους ταξίδευαν για δουλειά: για την κάλυψη της τραγωδίας ή πολύ περισσότερο για να ριχτούν στις φλόγες στο πλευρό Ελλήνων και ξένων πυροσβεστών.
Ρεπορτάζ: Μάριος Αραβαντινός, Βαγγέλης Τριάντης, Μαριάννα Τόλια
Φωτογραφίες: Μάριος Αραβαντινός Βαγγέλης Τριάντης
Στα χωριά της βόρειας Εύβοιας, σε μια έκταση πολλών χιλιομέτρων που εκτείνεται από την Αιδηψό μέχρι τα Βασιλικά και από τη Λίμνη μέχρι το Πευκί, από τον βόρειο Ευβοϊκό μέχρι το Αιγαίο, η ανθρώπινη παρουσία ήταν ελάχιστη. Τρακτέρ και μπουλντόζες κινούνταν προς κάθε ενεργό μέτωπο ώστε να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες, ενώ αστυνομικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν ελέγχους επιτρέποντας την πρόσβαση στα μέτωπα μόνο στους «έχοντες εργασία».
Μεταξύ των χωριών Καμάρια και Καματριάδες, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την Ιστιαία, η πυρκαγιά, ελλείψει ανέμων, κινούνταν αργά, ενώ μια ομάδα εθελοντών περίμενε να πλησιάσει ώστε να την κατασβήσει προτού περάσει τον κεντρικό δρόμο και κινηθεί προς τους μικρούς οικισμούς. Με πυροσβεστήρες και κλαδιά στα χέρια, καθισμένοι σε ένα μικρό οροπέδιο λίγα μόνο μέτρα από το παραδομένο στις φλόγες πευκοδάσος, όχι πάνω από 100 νεαρά κορίτσια και αγόρια ανέμεναν στωικά οδηγίες ώστε να πράξουν εκείνο που αδυνατούσε να κάνει ο κρατικός μηχανισμός. Να προλάβουν τα χειρότερα και να διασώσουν τα γραφικά χωριά που ήδη καλύπτονταν από τους πυκνούς καπνούς και τις στάχτες.
Η θερμοκρασία στο σημείο και οι φλόγες που υψώνονταν στα 40 μέτρα πάνω από το έδαφος έκαναν ορισμένους να αναρωτιούνται αν θα προλάβουν να απομακρυνθούν σε περίπτωση μεγαλύτερου κινδύνου. Δεν επρόκειτο για εικόνα Αποκάλυψης, όπως γλαφυρά θα περιέγραφαν τα μέσα ενημέρωσης. Ηταν απλώς ο θάνατος του παρθένου ευβοϊκού πευκοδάσους μπροστά στα μάτια εθελοντών, κατοίκων και δημοσιογράφων που αποσβολωμένοι κοιτούσαν τις φλόγες σκεπτόμενοι ίσως ότι κάπως έτσι θα έμοιαζαν και οι τελευταίες ώρες της Πομπηίας.
Μόνοι οι εθελοντές με πυροσβεστήρες στα χέρια
Στο σημείο για ώρες δεν επιχειρούσαν επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις, ούτε βέβαια εναέρια μέσα. Μελισσοκόμοι υπό τον φόβο να καταστραφούν τα μελίσσια τους έδιναν μάχη δίπλα στις φλόγες για να τα απομακρύνουν. Επειτα από σχεδόν δύο ώρες παραμονής μας στο σημείο, κι ενώ το σκοτάδι είχε σκεπάσει για τα καλά τις πλαγιές του Τελέθριου όρους, σειρήνες ακούστηκαν να ανηφορίζουν κι ένα μεγάφωνο καλούσε τον κόσμο να απομακρυνθεί. Τη νύχτα που θα ακολουθούσε κάτοικοι και πυροσβέστες θα κατάφερναν να περιορίσουν το μεγάλο μέτωπο.
Οι πρώτοι δημιουργώντας με δικά τους μέσα –τρακτέρ, μπουλντόζες και αλυσοπρίονα– αντιπυρικές ζώνες, οι δε δεύτεροι πέφτοντας με αυτοθυσία στις φλόγες, συνεπικουρούμενοι πάντοτε από πυροσβεστικές δυνάμεις που ταξίδεψαν στην Ελλάδα από τα Βαλκάνια και άλλες χώρες. Το επόμενο ξημέρωμα κατάκοποι Ουκρανοί πυροσβέστες επιχειρούσαν ακόμη να κατασβήσουν μικρές εστίες που είχαν απομείνει να σιγοκαίνε. Λίγες ώρες αργότερα οι κάτοικοι των γύρω χωριών θα τους πρόσφεραν ένα πιάτο φαγητό και λίγο καρπούζι ως ευχαριστώ για τη μάχη που έδωσαν για λογαριασμό τους.
Ηταν τα ίδια θύματα που ακριβώς μια νύχτα πριν, καθισμένα σε ένα τραπέζι γεμάτο αποκαΐδια, θα μας αντίκριζαν ταλαίπωρους και θα μας πρόσφεραν λίγο φαγητό και δυο παγωμένες μπίρες προτού μας διηγηθούν το δικό τους δράμα. Ο Χρήστος Σίμος, πρώην υπάλληλος του δασαρχείου, μονολογούσε: «Η Εύβοια πέθανε». Οταν ξεκίνησε να περιγράφει τα γεγονότα όμως, και ζητώντας σχεδόν εμμονικά συγγνώμη για την οργή του, ήταν αδύνατον να περιοριστεί. «Μας άφησαν να καούμε. Δεν πέταξε ούτε ένα αεροπλάνο, τα πυροσβεστικά οχήματα δεν ήξεραν πού πρέπει να πάνε. Επαιρναν νερό από άλλα χωριά γιατί δεν γνώριζαν ότι εδώ δίπλα υπάρχει κρουνός. Δεν γνώριζαν ότι μπορούσαν να γεμίσουν εδώ. Κάποτε η δασοπυρόσβεση ήταν αρμοδιότητα των δασαρχείων. Εμείς γνωρίζουμε τα δάση μας καλύτερα από οποιονδήποτε. Τούτοι δω πώς να ξέρουν πώς θα κινηθούν; Αν πετούσαν τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα, θα μπορούσαν να έχουν προλάβει την καταστροφή. Τώρα το δάσος τελείωσε». Ο Χρ. Σίμος δεν ήταν βέβαια ο πρώτος ούτε ασφαλώς ο τελευταίος που θα μιλούσε για τη δυστοκία του κρατικού μηχανισμού.
Εξάλλου, στη χώρα που η κυβέρνηση ανακοίνωνε ότι διέθετε 74 εναέρια μέσα (πλέον 76) για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών αποδείχθηκε ότι μπορούσαν να πετάξουν μόνο τα 20, ενώ η καταστροφή ήταν αναμενόμενη αν αναλογιστεί κανείς ότι αφέθηκαν ακάλυπτες περίπου 4.000 θέσεις εποχικών δασοπυροσβεστών και τα κονδύλια για τη δασοπυρόσβεση περικόπηκαν κατά 90%. Στη βόρεια Εύβοια ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της καταστροφής θα υποχρεώσει πολλούς από τους 20.000 κατοίκους της σε έξοδο και θα τους μετατρέψει σε περιβαλλοντικούς πρόσφυγες. Ο Χρ. Σίμος εκτίμησε ότι οι άνθρωποι που θα αναγκαστούν να αφήσουν τον τόπο τους αναζητώντας εργασία σε κάποιο αστικό κέντρο ίσως και να ξεπερνούν τους 1.500. Η εκτίμηση όμως είναι μάλλον συντηρητική.
Ντόπιοι και εθελοντές κράτησαν όρθια τα χωριά
Η επόμενη μέρα θα μας έβρισκε στο γνωστό πια μέτωπο της Γαλατσώνας. Μεταξύ αυτού του ορεινού χωριού και της Αβγαριάς, ενός ακόμη οικισμού του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού, η φωτιά έκαιγε για μέρες χωρίς –τουλάχιστον κατά τις περιγραφές των κατοίκων– να έχουν επιχειρήσει στο σημείο εναέρια μέσα. Σλοβάκοι πυροσβέστες, μαζί με Ελληνες οι οποίοι κρατούσαν μικρές μάνικες από τις υδροφόρες που κατέφταναν στο σημείο, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να περιορίσουν τις αναζωπυρώσεις. Τα χειροκροτήματα για τον περιορισμό της φωτιάς διαδέχονταν δυστυχώς οι προσπάθειες για τον περιορισμό νέων μικρών μετώπων.
Τα ελικόπτερα που ακούγονταν επιχειρούσαν βαθύτερα στο δάσος, ενώ οι πυροσβέστες ήταν αδύνατον να πλησιάσουν περισσότερο τις εστίες αφού οι στολές τους δεν ήταν πυρίμαχες. «Πού να πάμε με το χιτώνιο;» αντιγύρισε κάποιος σε έναν πολίτη ο οποίος τον πληροφόρησε για μικρή αναζωπύρωση λίγα μέτρα μακρύτερα από όπου εκείνη την ώρα επιχειρούσαν. Η εικόνα που κανείς αντίκριζε στον ορεινό δρόμο Αβγαριάς – Γαλατσώνας επιβεβαίωνε εκείνο που οι κάτοικοι φώναζαν επί μέρες: δεν υπήρχε ο παραμικρός συντονισμός. Μέσα στον όλεθρο δύο Σλοβάκοι, ακουμπισμένοι στον κορμό ενός δέντρου και κρατώντας από ένα πακέτο με λίγο φαγητό, κατάφεραν ξεπερνώντας την κούραση και την αγωνία τους να χαμογελάσουν στον φωτογραφικό φακό.
Ο Γιάννης Καπόλος είναι από εκείνους που εξαρχής ρίχτηκαν στις φλόγες για να σώσουν τα ορεινά χωριά της περιοχής. «Στα χωριά Βουτάς, Κοκκινομηλιά και Κερασιά έχουμε πεύκα από τα οποία τρώμε ψωμί. Το μέτωπο ήταν γύρω στα 30 χιλιόμετρα. Πήραμε την απόφαση κόσμος από τα τρία χωριά να επέμβουμε ώστε να μη φύγει η φωτιά. Ανοίξαμε μια μεγάλη ζώνη, 250 μέτρα, βάλαμε οκτώ μπουλντόζες για να μην περάσει και ξεφύγει η φωτιά στα χωριά. Πολεμήσαμε τέσσερις ώρες με νύχια και με δόντια. Πυροσβεστικό μηδέν, αεροπλάνο μηδέν, η φωτιά έπρεπε να σβήσει τις πρώτες μέρες εκεί πριν φτιάξουμε τη ζώνη, να πέσουν τα αεροπλάνα μέσα αλλά και με λίγο αέρα που φύσαγε δώσαμε μάχη.
Περίπου στις 23.00 της Παρασκευής (σ.σ.: 6 Αυγούστου) εγκαταλείψαμε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, θα καιγόμασταν. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν υπήρχε τίποτε. Αλλο η πυρόσβεση και άλλο η δασοπυρόσβεση. Τα παιδιά αυτά δεν ξέρουν το δάσος και τα χωριά. Το χωριό το κράτησαν μόνο οι εθελοντές και οι ντόπιοι. Κανένας άλλος. Τον Βουτά τον κρατήσαμε δώδεκα άτομα. Εμείς δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε άλλο. Τα βουνά είναι μεγάλα. Εάν πετούσαν εξαρχής τα εναέρια μέσα, θα την είχαν σβήσει αμέσως τη φωτιά. Δεν θα είχε χαθεί τίποτε. Οι άνθρωποι εδώ ήταν παλικάρια. Ο,τι κρατήσανε το κράτησαν με αυτοθυσία. Η φωτιά δεν σταματούσε. Ηθελαν να κάψουν την Εύβοια. Δεν υπάρχει τίποτε όρθιο» μας είπε ενώ κάπνιζε αρειμανίως.
«Είχαν εντολή να μην πλησιάσουν»
Τα λόγια του Γ. Καπόλου δεν θα αργούσε να τα επιβεβαιώσει ο Δαυίδ Κωνσταντίνου. Εμφανώς εξοργισμένος απ’ όσα έζησε τις προηγούμενες ημέρες, έπινε τη ρετσίνα του –παραδοσιακό προϊόν της περιοχής– σε ένα παραλιακό ταβερνάκι στο Πευκί. Στο τουριστικό αυτό χωριό που μέχρι πριν από δύο εβδομάδες έσφυζε από ζωή και παιδικά γέλια σήμερα έφτανε μόνο όποιος για λόγους δουλειάς μπορούσε να περάσει τα αστυνομικά μπλόκα και όσοι κάτοικοι είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν την περιοχή. Τη σιωπή των άδειων δρόμων έσπαγαν μόνο δύο ελικόπτερα τα οποία έπαιρναν νερό από το σημείο για να επιχειρήσουν στα ορεινά μέτωπα. «Δεν μπήκαν σε χωριό να βοηθήσουν οι πυροσβεστικές δυνάμεις. Ελεγαν ότι έχουν εντολή από τους ανώτερούς τους να μην πλησιάσουν. Οταν έχουμε μια φωτιά είναι μια μάχη και υποτίθεται είσαι εκπαιδευμένος για μάχη. Εάν κάθεσαι και λες στον κόσμο να πάει στη θάλασσα, τότε καλύτερα να καταργήσουμε την πυροσβεστική και όταν πιάνει μια φωτιά να φεύγουμε και να γυρίζουμε όταν θα έχει σβήσει και έχει κάψει τα πάντα» σχολίασε σκωπτικά ο Δ. Κωνσταντίνου πριν πιει άλλη μια γουλιά από την ντόπια ρετσίνα.
Δίπλα του ακριβώς, με μάσκα στο πρόσωπο για να μην εισπνέει τις στάχτες που μαύριζαν τον ορίζοντα, η Παρασκευή Τριανταφυλλίδου. Φέτος περίμενε στο Πευκί όπου παραθερίζει εδώ και πάνω από 40 χρόνια τα εγγόνια της, αλλά λόγω των συνθηκών δεν θα κατάφερνε να τα δει. «Οταν ξεκίνησε η φωτιά στην Αγία Αννα δεν είχαν στείλει τίποτε, ούτε ένα εναέριο μέσο» μας εξήγησε η ίδια και πρόσθεσε ότι «οι κάτοικοι έτρεξαν και με τα δικά τους μέσα, από μόνοι τους κατάφεραν να την περιορίσουν. Δεν πέρασε ούτε ένα αεροπλάνο». Ομως η κ. Τριανταφυλλίδου έβαλε στο τραπέζι ακόμη μία παράμετρο. «Καλούσα επί μέρες τους υπευθύνους και ζητούσα να έρθουν να καθαρίσουν την περιοχή διότι υπάρχουν εστίες φωτιάς» είπε δείχνοντάς μας ένα πεύκο στα κλαδιά του οποίου ήταν μπλεγμένα καλώδια ηλεκτροδότησης. «Τα καλώδια» συμπλήρωσε «είναι μέσα στα δέντρα». «Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίχτηκε, άφησαν την περιοχή να καεί. Εάν από την πρώτη στιγμή είχαν στείλει εναέρια μέσα, θα το είχαν προλάβει. Θα σωζόταν τουλάχιστον το μισό δάσος. Μίλησα με κατοίκους. Εάν ερχόταν ένα αεροπλάνο να ρίξει νερό, θα την είχαν σβήσει τη φωτιά. Οι νέοι έμειναν στα χωριά. Αυτοί πρόλαβαν τη φωτιά» κατέληξε.
Απομακρυνόμενοι πια από τα πύρινα μέτωπα που σιγά σιγά έσβηναν έπειτα από σχεδόν δέκα ημέρες, θα κάναμε μια τελευταία στάση στη Λίμνη. Πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η καταστροφική πυρκαγιά που άφησε πίσω της πάνω από μισό εκατομμύριο στρέμματα στάχτης, ο Σταμούλης Παύλου ήταν ο τελευταίος από τους πολλούς κατοίκους που θα μας επαναλάμβαναν σχεδόν μονότονα ότι η βόρεια Εύβοια κάηκε γιατί την άφησαν στη μοίρα της. «Η Εύβοια καταστράφηκε. Εναέρια μέσα δεν πετούσαν. Εάν πετούσαν, θα μπορούσαν να προλάβουν τη φωτιά πριν κατέβει στο χωριό. Αυτά που λένε ότι δεν υπήρχε πρόσβαση στα σημεία που έκαιγε η φωτιά στο δάσος δεν ισχύουν. Είμαι από εδώ και γνωρίζω την περιοχή. Πρόσβαση υπήρχε και δρόμοι επίσης» ψέλλισε έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάσος που μέχρι πρότινος έδινε ζωή στους χωριανούς και ανάσα στους ταξιδιώτες.
Ακης Φράγκος Κάτοικος Ροβιών: «Χωρίς νερό ήρθε το πυροσβεστικό όχημα»
Ο Ακης Φράγκος ζει και εργάζεται στις Ροβιές της βόρειας Εύβοιας. Τον συναντήσαμε σε μια καφετέρια –ίσως τη μόνη ανοικτή– στο χωριό που λίγες ημέρες πριν βρέθηκε στο μέσο της φωτιάς. Βρέθηκε εξαρχής στην πρώτη γραμμή και μαζί με τους συγχωριανούς του κατάφεραν να περιορίσουν κατά το δυνατόν την καταστροφή που προκάλεσε η πυρκαγιά. Οσα περιέγραψε στο Documento είναι αποκαλυπτικά για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το κράτος στη βόρεια Εύβοια.
«Βρισκόμασταν όλοι σε επιφυλακή αφού η φωτιά ήταν εμφανές ότι κατέβαινε προς τον ελαιώνα των Ροβιών, έξω από τον οποίο υπάρχει ένα πρατήριο βενζίνης. Φύγαμε με μηχανάκια και αλυσοπρίονα για να κόψουμε πεύκα και να δημιουργήσουμε αντιπυρική ζώνη ώστε η φωτιά τον δρόμο να μην περάσει. Φτάνουν εκείνη την ώρα δύο πυροσβεστικά οχήματα. Δεν υπήρχαν εναέρια μέσα. Παρακαλούσαμε να γίνει έστω μία ρίψη. Μια ρίψη μόνο θα την προλάβαινε τη φωτιά. Εδώ την προλαβαίναμε εμείς, μέχρι που τελείωσε το νερό των πυροσβεστικών. Παρακαλούσαμε επί μία ώρα και είκοσι λεπτά να έρθει ένα ακόμη πυροσβεστικό με νερό. Οταν η φωτιά πέρασε από ένα συγκεκριμένο σημείο οι κάτοικοι φύγαμε και στηθήκαμε μπροστά από το πρατήριο. Πέρασε μία ώρα μέχρι να φτάσει στο σημείο. Σ’ όλη αυτήν τη διάρκεια ήμασταν μόνοι μας και παίρναμε τηλέφωνο ο ένας κάτοικος τον άλλο ώστε όποιος έχει εξοπλισμό ή κάποιο τρακτέρ να έρθει να βοηθήσει, να οργώσει γρήγορα, ώστε να μην προχωρήσει η φωτιά. Κλείναμε μόνοι μας τον δρόμο διότι δεν υπήρχε ούτε αστυνομία και με μπουλντόζες προσπαθούσαμε να φτιάξουμε ζώνες. Κλείναμε όπως όπως την κυκλοφορία για να ρίχνουμε τα πεύκα».
«Ο αξιωματικός μας ζήτησε να φύγουμε»
«Το πρώτο πυροσβεστικό έφτασε στο πρατήριο περίπου δέκα λεπτά προτού φτάσει η φωτιά. Ο αξιωματικός ζήτησε να φύγουμε όσοι ήμασταν αναρμόδιοι. Για ποιο λόγο να μας διώξει; Εμείς τα είχαμε κάνει όλα. Εμείς κρατήσαμε το πρατήριο και τον ελαιώνα να μην καούν. Η φωτιά κατέβηκε στον ελαιώνα και άρχισε να σιγοκαίει. Δίπλα ακριβώς υπάρχει ένα σπίτι. Τους ζητήσαμε να το προστατεύσουν αλλά δεν έκαναν τίποτε. Ο επικεφαλής αξιωματικός κάλεσε ακόμη ένα πυροσβεστικό. Οταν έφτασε μας είπε ότι είναι άδειο. Οτι δεν έχει νερό. Εφτασε το πυροσβεστικό όχημα χωρίς νερό και ο αξιωματικός έδιωχνε εμάς λέγοντάς μας να κάνουμε τη δουλειά μας κι εκείνος τη δική του. Εν πάση περιπτώσει, έξι άτομα κινηθήκαμε προς το σπίτι και ξεκινήσαμε με κλαδιά να σβήνουμε τη φωτιά. Από το σπίτι καιγόταν μόνο μια ξύλινη πέργκολα. Αν υπήρχε μια μάνικα, θα την είχαμε σβήσει. Φωνάξαμε στο πυροσβεστικό να πλησιάσει για να σώσει το σπίτι. Ο αξιωματικός αρνήθηκε να δώσει σχετική εντολή.
Μια πέργκολα μόνο καιγόταν, θα είχε σωθεί το σπίτι. Μέσα σε δέκα λεπτά κάηκε ολόκληρο το σπίτι. Ηταν έξω ο ιδιοκτήτης και τραβούσε τα μαλλιά του και ο αξιωματικός καθόταν με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Δεν είναι δουλειά μου να κρίνω τον άνθρωπο. Προφανώς ξέρει καλύτερα, όμως μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι ήταν αναίσθητος. Τους φωνάζαμε επί ώρες να μετακινηθούν προς το βενζινάδικο και δεν άκουγαν. Σε όλη αυτήν τη διάρκεια δεν υπήρχε συνδρομή εναέριου μέσου. Είχαμε καλέσει στο τηλέφωνο όποιον μπορείτε να φανταστείτε. Ολοι έλεγαν ότι δεν μπορούν να βρουν μέσο. Δηλαδή να πρέπει να βάλεις βύσμα για να πετάξει ένα αεροπλάνο και πάλι να μην πιάνει; Πού ζούμε; Μια ρίψη να γινόταν δεν θα συνέβαινε όλο αυτό».
«Δεν τους άφηναν
να σώσουν τα σπίτια»
«Συμφωνώ πως το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να μην πεθάνουν άνθρωποι. Η ανθρώπινη ζωή έχει πάντα προτεραιότητα. Ομως δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Ή θα ζήσεις και θα είσαι άστεγος και φτωχός ή θα πεθάνεις. Να μην κινδυνέψει, αλλά όχι να αφήνεις ένα σπίτι να καεί ενώ μπορείς να το σβήσεις με μια μάνικα. Οι πυροσβέστες σκίστηκαν. Το πρόβλημα ήταν σε εκείνους που τους έδιναν εντολές. Δεν τους άφηναν να σώσουν τα σπίτια, λέγοντας ότι δεν το ριψοκινδυνεύουν. Οι πυροσβέστες ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα. Ξέρετε πόσοι τσακώθηκαν με ανώτερούς τους επειδή δεν τους άφηναν να επιχειρήσουν; Την ίδια ημέρα στο χωριό είχε έρθει δύναμη 30 πεζοναυτών και τους απαγόρευαν να επέμβουν. Τους γύρισαν στην παραλία και κάθονταν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τα παιδιά αυτά –επειδή έχω υπηρετήσει εκεί– είναι εκπαιδευμένα γι’ αυτήν τη δουλειά. Ηρθαν οι άνθρωποι ως εδώ και δεν αξιοποιήθηκαν. Ηρθαν εδώ άνθρωποι οι οποίοι δεν γνωρίζουν την περιοχή. Διανοείστε τι σημαίνει να καίγεται η περιοχή και τα οχήματα να μη γνωρίζουν από πού να πάρουν νερό; Δεν γνώριζε κανένας τίποτε. Οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν πού βρίσκονται τα χωριά. Ρωτούσαν τους ντόπιους πώς να μετακινηθούν. Φτάσαμε τελικά στην εκκένωση του οικισμού, διότι παραμέλησαν τη φωτιά. Αφησαν τη φωτιά και επεκτάθηκε. Φεύγοντας από το σπίτι πιστεύαμε ότι είναι η τελευταία φορά που το βλέπουμε. Μια μέρα πριν από την εκκένωση η φωτιά θα σβηνόταν. Την άφησαν. Χρειάζονταν εναέρια μέσα. Δεν είχαμε εναέρια μέσα».
«Διανοείστε τι σημαίνει να καίγεται η περιοχή και τα οχήματα να μη γνωρίζουν από πού να πάρουν νερό;»