Μαρτυρίες μιας διαδρομής: Έλλη Παππά-Νίκος Μπελογιάννης

Μαρτυρίες μιας διαδρομής: Έλλη Παππά-Νίκος Μπελογιάννης
ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ

Ο Νίκος Μπελογιάννης, σύντροφος της Έλλης Παππά, μέσα από αποσπάσματα από το βιβλίο της, «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» (εκδ. Μουσείο Μπενάκη)

 

[…] O Νίκος από το πρώτο του γράμμα μου το είχε επισημάνει: «Πρόσεχε την απομόνωση, είναι το χειρότερο βασανιστήριο». Μα εγώ την είχα βολέψει τη σχέση μου με την Απομόνωση από την πρώτη στιγμή που έκλεισε πίσω μου η πόρτα και βρέθηκα στο σκοτάδι του 1,70 Χ 1,50 κελιού που έμελλε να περάσω επτάμιση μήνες – για τον Νίκο ήταν δέκα μήνες και τόσοι θα ήταν και οι δικοί μου εάν δεν είχε έρθει η ώρα να γεννήσω και δεν είχαν σπεύσει να με μεταφέρουν στη φυλακή μαζί με όλες τις γυναίκες που κρατούσαν στην Ασφάλεια.

[…] Πολλές φορές σκέφτομαι, είμαι βέβαιη, πως αν μας κρατούσαν στην Απομόνωση της Ασφάλειας ως σήμερα, 45 ολόκληρα χρόνια, θα μπορούσαμε να επιζήσουμε. Και κάτι περισσότερο, θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Γιατί μέσα εκεί οπού μας έκλεισαν για να μας συντρίψουν μπορέσαμε να έχουμε μια πλήρη ζωή. Δεν μπορώ να παραδεχτώ πως είχαμε ένα προνόμιο που σε λίγους ανθρώπους έλαχε – αν υποτεθεί πως υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο. Είχαμε την αγάπη μας. Μέσα στο ανυπόφορο σκοτάδι του κελιού μου και στο ανυπόφορο, νυχτοήμερα, ηλεκτρικό του κελιού του Νίκου, εμείς ζούσαμε τον δικό μας έρωτα που έδινε το δικό του φως στην ψυχή και όχι μόνο. Στην ψυχή και στο μυαλό μας. Είχαμε το μεγάλο προνόμιο αυτή η αγάπη, αυτός ο έρωτας, να τρέφεται από την κοινότητα της σκέψης μας, της απόφασής μας -που τη φέραμε μαζί μας πολύ πριν πέσουμε στα χέρια τους- να μην αφήσουμε να μας συντρίψουν σωματικά και ψυχικά και πνευματικά, μα το αντίθετο: να συντρίψουμε εμείς τα σχέδια και τις μεθόδους τους.

Νομίζω ότι το καταφέραμε. Και αυτό μας έκανε περήφανους και τολμώ να πω χαρούμενους. Σαρκάζαμε τους βασανιστές μας και αυτό μας έκανε να γελάμε. Αποκαλύπταμε τη δειλία τους, αποκαλύπταμε κάτω από τους επηρμένους «εξουσιαστές» αυτό που πραγματικά ήταν, δειλά, τιποτένια ανθρωπάκια – και χαιρόμασταν. Αποφασισμένοι να πεθάνουμε κάναμε σχέδια για το μέλλον βάζοντας πάντα μπροστά το «αν ζήσουμε» – και τα βλέπαμε να ζωντανεύουν. Μέσα από την αλληλογραφία μας σπάζαμε τα βασανιστήρια της απομόνωσης – και αυτό ήταν η ευτυχία μας. Μεγαλώναμε το παιδί μας μέσα σε εκείνα τα κελιά – και λαχταρούσαμε την καινούργια ζωή που θα αφήναμε πίσω μας.

Νομίζω ότι εδώ πρέπει να αναφέρω και κάποια άλλα στοιχεία από την πολιτική σκέψη του Νίκου. Ενα στοιχείο περιέχεται σε ένα γράμμα που μου έριξε στο κελί στην Απομόνωση της Καλλιθέας όταν είχαμε υποβάλει τις αιτήσεις χάριτος. Η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει τότε ότι οι εκτελέσεις δεν θα γίνουν πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία της χάριτος. […] Φαίνεται ότι μέσα του το ήθελε τόσο να πάρει αυτό τον δρόμο το άμεσο μέλλον μας που το πίστεψε. Με την υπόθεση ότι θα μπορούσαν να με μεταφέρουν στου Αβέρωφ πριν προλάβουμε να συναντηθούμε στο προαύλιο (όπου μας βγάζαν μια δυο ώρες το μεσημέρι και λίγα λεπτά το πρωί και το απόβραδο), έσπευσε να ρίξει ένα γραμματάκι στο κελί μου όπου μου επαναλάμβανε μια παλιότερη ιδέα του, να βρούμε τον τρόπο και τους ανθρώπους για να εκδώσουμε μια εφημερίδα πολιτική-πολιτιστική:

«Παράγγειλε μόλις πας στη φυλακή στον Σ. και στον Π. να κάνουν ό,τι μπορούνε για να βγάλουνε μια εφημερίδα φιλολογική-πολιτική στο είδος της “Λιτερατούρναγια Γκαζέτα”. Πολύ θα βοηθήσει αυτήν τη στιγμή. Μόνο να προσπαθήσουμε να τη βγάλουνε μόνοι τους και προπαντός μακριά από… σήματα και οργανώσεις». Εκείνο το «μακριά από… σήματα και οργανώσεις» είναι αρκετά εύγλωττο. Σε πρώτη ματιά φαίνεται αντιφατικό ο υπεύθυνος της παράνομης οργάνωσης να συνιστά την έκδοση νόμιμης εφημερίδας έξω από την εδώ παράνομη οργάνωση και μακριά από τον έλεγχο της ηγεσίας έξω. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αντίφαση. Ο Νίκος είχε βγάλει -από τα όσα είδαμε, πάθαμε και μάθαμε ως τότε- τα συμπεράσματα και τα διδάγματα που όφειλε να βγάλει. Εκείνο που έπρεπε να γίνει ήταν να περνάει η γραμμή του Κόμματος και να αναπτύσσεται η αριστερή σκέψη χωρίς να μπαίνουν τα πάντα σε κίνδυνο – άνθρωποι και δουλειά.

ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ-ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

 

[…] Την πρώτη χρονιά που ήμασταν στις φυλακές της Κάστορος έβλεπα πολύ συχνά ένα παράξενο όνειρο με πολλές παραλλαγές: Πως ο Νίκος δεν είχε εκτελεστεί, πως είχε φυγαδευτεί την τελευταία στιγμή κάπου, σε μια μακρινή χώρα, πως επέστρεψε κρυφά και μου μηνούσε να πάω να τον συναντήσω.

Μια φορά είδα πως είχε επιστρέψει από την Κίνα και μου παράγγειλε πώς θα τον έβρισκα. Πήγα. Hταν ένα υπόγειο με σιδεριές στα παράθυρα, σκονισμένες και αραχνιασμένες. Εφτασα ως εκεί με τη λαχτάρα πως θα τον έβλεπα κι εκεί το όνειρο τελείωνε. Αυτό γινόταν πάντα στα όνειρά μου. Μα εκείνη τη φορά στην Κάστορος έγινε κάτι που με αναστάτωσε κι ως τώρα με αναστατώνει. Είχα πέσει να κοιμηθώ, ήμουν ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο όταν τον άκουσα να με φωνάζει. Η φωνή του ήταν καθαρή, φώναξε: «Ελλη» με τον δικό του τρόπο να προφέρει το λάμδα – συχνά τον πείραζα προς πρόφερε το πιο υγρό «λ» και το πιο συριστικό «σ» που είχα ποτέ ακούσει. Πετάχτηκα από το ράντζο μου λέγοντας με λαχτάρα «αχ, ήρθες…» και έτρεξα στη γωνία από όπου είχε έρθει ολοζώντανη η φωνή του και που ήμουν βέβαιη πως τον είδα να περιμένει. Έτρεξα και δεν υπήρχε τίποτα. Ολα αυτά δεν τα έχω πει σε κανέναν, ορισμένα τα είπα κάποτε στην Ηρώ Καββαδία, που ήξερε πολύ καλά τι βασανιστήρια ήταν για μένα τα «μνημόσυνα» και πόσο σε κάθε επέτειο ξαναζούσα ολόκληρη εκείνη την ημέρα του Σαββάτου και το τέλος της, πριν ξημερώσει η Κυριακή.

[…] Θυμάμαι κάποτε που ο Νίκος θέλοντας να εξάρει ορισμένα στοιχεία μου μου έγραψε σε ένα από τα γράμματά του ότι γενικά υποτιμούσα την «προσωπικότητά» μου και πρόσθετε το δικό του σχόλιο: «[…] Προσωπικότητα που κάνει ακόμα και τους χαφιέδες εδώ μέσα να στέκονται μπροστά της σε προσοχή». Τι θα έλεγε αν ήξερε το τσαλαπάτημα που δέχτηκα στις δυο φυλακές μου και στη Γιάρο; Ποτέ από δεσμοφύλακα. Από συγκρατούμενες…

Το μόνο που δεν περιείχε η «απόφαση» της καθαίρεσής μου ήταν αυτό που διέδιδε η Χρυσούλα Γκόγκλογλου όταν ήρθε στη φυλακή: Πως το κόμμα είχε απαγορεύσει στον Μπελογιάννη να πάρει επαφή με τον Πλουμπίδη και πως πήρε επαφή ύστερα από «επιμονή της Ελλης». Τέτοια κακοήθεια δεν τόλμησε να την πει σε μένα προφανώς γιατί ήξερε τι θα της έλεγα. Αν πραγματικά ο Νίκος είχε τέτοια εντολή και την είχε παραβεί -με ή χωρίς τη δική μου «επιμονή»!– θα έπρεπε να τιμωρηθεί αυστηρότατα από το Κόμμα και εάν αυτό είχε γίνει με τη δική μου «επιμονή» θα έπρεπε να έχω διαγραφεί με συνοπτικές διαδικασίες.

ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ-ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

 

Ωστόσο αυτή την κακοήθεια τη διέδιδε πίσω από την πλάτη μου, την έμαθα από δεύτερο χέρι – και δεν της είπα τίποτα, δεν την έπιασα να της ζητήσω εξηγήσεις. Λάθος μου, αλλά σιχαινόμουνα και μόνο που την έβλεπα. Αργότερα είδα σε κάποια απομνημονεύματα -ήταν του Βλαντά νομίζω- πως ο Νίκος είχε τέτοια εντολή και την παρέβη, αλλά όχι με «επιμονή» δική μου. Το έβγαλαν έτσι, για να εξασφαλίσουν κάποιο άλλοθι, να αποδώσουν στον «χαφιέ Πλουμπίδη» τη σύλληψη του Νίκου και για να ρίξουν και λίγη λάσπη στον Νίκο. Ο άσπιλος Βαβούδης μπορούσε να συνεχίζει άνετα το έργο του. […]

Το πρωί ξύπνησα κοκαλωμένη. […] Ακουγα τις πόρτες που άνοιγαν, τα βήματα. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω. Κάποιος, περνώντας από το κελί μου, χτυπούσε δυνατά τα παπούτσια του, που φαινόταν πως ήταν χωρίς κορδόνια. Και, γυρνώντας από τον νεροχύτη τα έσερνε σαν για να τα σκουπίσει από τα νερά. Οπως τον άκουγα πιανόταν η ανάσα μου. Δεν μπορούσε παρά να είναι ο Νίκος. Ήταν και ο μόνος που έβγαινε πολλές φορές έξω. Η μέρα πέρασε έτσι. Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα. […] Είχα πάρει και ένα μικρό δεντράκι, θα το στόλιζα και ο Νίκος θα χαιρόταν πολύ. Ας είναι, εκείνο το πρωί είχα το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να γίνει. Ακουσα τη φωνή του για πρώτη φορά μέσα στην Απομόνωση. Ενας φρουρός του έκανε παρατήρηση γιατί έβγαινε πολλές φορές έξω. Και εκείνος του έλεγε με έναν παιγνιδιάρικο τόνο που έπαιρνε η φωνή του όταν κορόιδευε κρατώντας τη σοβαρότητά του: «Ασ’ τα καημένε, με έχει τρελάνει η ευκοιλιότητα…». Και ωστόσο αυτά τα λόγια σού φαίνονται τραγούδι και φέρνουν τον ήλιο στο κελί και στην ψυχή σου. Σε λίγο βγήκα κι εγώ.

Και τότε βρήκα σε έναν τοίχο γραμμένα τούτα τα λόγια: «Ma petite chatte, ecrivez ici quelques motes. N. Le griniaris». […]

Κι εγώ […] χάραξα με το νύχι μου –γαλλικά πάντα– στον ασβεστωμένο τοίχο «Είσαι καλά; Σ’ αγαπώ». […] 

ΠΑΠΠΑ ΕΛΛΗ ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Documento Newsletter