Συνθέτουμε το διήγημα της φρίκης από μαρτυρίες επιζησάντων από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αφορμή για να επιστρέψουμε στους -κατά Αλμπέρτο Ναρ «μαύρους καιρούς των ερμητικών βαγονιών και των κίτρινων άστρων»- είναι οι εκδηλώσεις που γίνονται αυτή την εβδομάδα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και η Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος (27 Ιανουαρίου). Στην πραγματικότητα, όμως, η διαρκής υπόμνηση της ναζιστικής θηριωδίας είναι καθημερινό καθήκον των ανθρώπων που αποτάσσουν τη μισαλλοδοξία και τον μισανθρωπισμό και αντιμάχονται τα καθεστώτα των διακρίσεων και των εξαιρέσεων.
Τα αποσπάσματα των μαρτυριών που παρατίθενται προέρχονται από τα βιβλία: «Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα» των Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτου Ναρ (Ιδρυμα Ετς Αχάιμ, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1998), «Νέοι στη δίνη της κατοχικής Ελλάδας» (Κεντρικό Ισραηλίτικο Συμβούλιο Ελλάδος, 2008) και «Πενήντα χρόνια μετά… Αναμνήσεις μιας Σαλονικιώτισσας Εβραίας» της Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο (Εκδόσεις Παρατηρητής, 1995).
Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο
[…] Η αγωνία κορυφώνεται και φτάνει η 9η Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί μπαίνουν στην πόλη μας. Το ραδιόφωνο κάτι λέει, ο κόσμος ακούει τα τανκ να τσουλάνε στον δρόμο και περιμένουν. Ημαστε κλεισμένοι στο σπίτι. Ο πατέρας δεν πήγε στη δουλειά, η μητέρα δεν έκανε την πρωινή της βόλτα για τα ψώνια της ημέρας. […] Αργά και φοβισμένα η ζωή παίρνει πάλι τον ρυθμό της. Μας επιτάξανε δύο δωμάτια στο σπίτι για έναν αξιωματικό της Γκεστάπο. Ηταν ευγενικός και δεν μας έκανε τίποτε και ας είμαστε Εβραίοι. «Βλέπετε» λέει ο παππούς μας που ήρθε πρόσφατα από την Τσεχοσλοβακία, «δεν μπορούν οι Γερμανοί να φερθούν άσχημα. Είναι πολιτισμένοι, μορφωμένοι. Λαός που έβγαλε έναν Μπετόβεν, έναν Γκαίτε, έναν Χάινε δεν μπορεί να είναι άγριος». Είναι οι SS μόνο, αυτοί δεν είναι παρά μια χούφτα Γερμανών.
Ζανέτ Ναχμία
[…] Ενα Σάββατο πρωί μας χτύπησαν την πόρτα. Ητανε μια εβδομάδα πριν από το Πάσχα. Ανοίξαμε, λέει: «Σε μισή ώρα να ετοιμαστείτε γιατί φεύγετε, σας διώχνουμε». Κλάματα η μητέρα μου, θυμάμαι να της λέει ο πατέρας μου: «Μην κλαις, έλα να συγκεντρωθούμε να δούμε τι θα κάνουμε». […] Μας πήρανε εμάς που ’μασταν μέσα στο Κάστρο, απάνω στο τζαμί, μας συγκέντρωσαν. Εκείνη την ημέρα χιόνιζε, φυσούσε. Υστερα από κάνα δυο ώρες ήρθαν τα αυτοκίνητα και μας μεταφέρανε από το Κάστρο. Ηταν πολύς κόσμος. […] Με φορτηγά μας πήγαν στη Λάρισα. Από εκεί μας πήγαν οι Γερμανοί στα τρένα για τη Γερμανία.
Αβραάμ και Μπιενβενίδα Μάνο
[…] Τα βαγόνια ήταν εμπορικά. Εκεί που χωρούσαν σαράντα άτομα το καθένα μας έβαζαν πενήντα εξήντα. Μέσα στα βαγόνια είχαν κάτι μεγάλα δοχεία με φασόλια και άλλα μαγειρευμένα φαγητά που είχαν χαλάσει. Είχε ένα δοχείο με φασόλια μαγειρευμένα και ένα τσουβάλι σταφίδες και ένα τσουβάλι σύκα. Είχε και ψωμί. Αυτό ήταν το φαγητό για οκτώ μέρες που κράτησε το ταξίδι μέχρι την Πολωνία. […] Στο βαγόνι είχε δύο κουβάδες. Η μία γυναίκα πήγαινε και η άλλη της κρατούσε το παλτό για να μην τη δουν οι άντρες. […] Παράθυρο υπήρχε μόνο ένα. Ηταν βαγόνια για ζώα.
Ραφαέλ Βαρσάνο
[…] Φτάσαμε νύχτα στο Αουσβιτς. Ερχονταν κάτι αξιωματικοί SS, οι περισσότεροι μεθυσμένοι στουπί, και έκαναν τη διαλογή. Είχαν διαταγή ότι το στρατόπεδο από τους τρεις χιλιάδες της αποστολής μας χρειάζονταν διακόσιους πενήντα. Περίπου λέω ένα νούμερο – εκατό γυναίκες, διακόσιοι άντρες. Και αυτοί διαλέγανε. Ετσι και μάζευαν όσους θέλανε, τελείωνε, αυτό ήταν όλο. Εγώ έχω και μια ατομική περίπτωση. Ο πατέρας μου κρατούσε στο ένα χέρι εμένα και στο άλλο τον αδερφό μου που ήταν κατά δύο χρόνια μικρότερός μου. Τέτοιες ηλικίες σαν του αδερφού μου δεν έμπαιναν στο στρατόπεδο. Ολοι όμως ήθελαν να πάνε από την άλλη μεριά, εκεί που ήταν όσοι τελικά δεν επέζησαν, που πήγαιναν κατευθείαν στα κρεματόρια. Θέλαμε να πάμε από εκεί για να είμαστε όλη η οικογένεια μαζί.
Μωύς Αμίρ
[…] Και πήγαμε στο Μπίρκεναου. […] Ενας που ήξερε ελληνικά έβαζε τον αριθμό. Ο δικός μου αριθμός ήταν 118.441. Φάγαμε ξύλο για να μάθουμε να λέμε τον αριθμό στα γερμανικά και τα πολωνέζικα. Ακούγαμε τον αριθμό και έπρεπε να λέμε «παρών». […] Μετά μας βγάλανε τα ρούχα και καθίσαμε τρεις ώρες περίπου. Μας κόψανε και τα μαλλιά και πήγαμε να κάνουμε μπάνιο. Εγώ τουρτούριζα από το κρύο. Είχε γίνει τρεισήμισι το βράδυ. […] Μας έδωσαν μια παλιά φανέλα, ένα ρούχο ριγέ. Οταν έγινε το Κρουπ το εργοστάσιο, τότε μόνο μας δώσανε ρούχα στα μέτρα μας. Μετά πήγαμε στο μπλόκο. Από τα φουγάρα έβγαινε ένας καπνός που είχε μια μυρωδιά περίεργη. Κι έλεγε ένας ότι οι δικοί μας καίγονται εκεί μέσα. Μας έδωσαν πέντε πατάτες και μας συμβούλευσαν να μην τις φάμε τότε αλλά να τις αφήσουμε για μετά.
Κολόμπα Τζιβρέ
[…] Επειδή ήταν γεμάτα τα κρεματόρια και έκαιγαν συνέχεια ανθρώπους, δεν μπορούσαν να τους κάψουν όλους, και πήγε αυτή με τόση αγωνία και γύρισε πάλι κοντά μας –ήταν συνομήλική μου– και χάρηκε τόσο πολύ που μας είδε και έλεγε: «Εάν θα σωθούμε μια μέρα, θα βρούμε τον αδερφό μου που είναι στη Μέση Ανατολή και θα μας περιποιηθεί». Και είχαμε όλοι αυτήν τη χαρά. Δυστυχώς η χαρά της δεν κράτησε πολύ γιατί ήταν ήδη γραμμένη για το κρεματόριο. Και ύστερα από λίγες ημέρες την ξαναπαίρνουν και μου λέει: «Κολόμπα, θα ζήσεις». Μήπως ήταν προαίσθηση από ετοιμοθάνατη; […] Εκεί εμείς πηγαίναμε στα φύκια, μπαίναμε μέσα στα νερά γυμνές με ολόκληρο το σώμα μέσα στη λίμνη και κόβαμε χόρτα τα οποία αυτοί έβραζαν. Ετσι δουλέψαμε ενάμιση χρόνο, νομίζω, και τον χειμώνα μέσα στο κρύο – μάλιστα μια φορά είχαμε πάρα πολλές ψείρες και μας άφησαν ένα 24ωρο ολόγυμνες και κοιμηθήκαμε γυμνές γιατί ήθελαν να απολυμάνουν όχι μόνο τα ρούχα μας, αλλά όλο το στρατόπεδο, γιατί οι ψείρες πια περπατούσαν σε όλο το σώμα μας και στα ρούχα μας. Μόνο εκείνη την ημέρα δεν πήγαμε στη δουλειά, ήταν κάτω από το μηδέν και ήμασταν ολόγυμνες – πώς δεν αρρωστήσαμε πάλι ήταν θαύμα κι αυτό.
Αλλέγκρε Πιτσόν
[…] Θυμάμαι τα αποχωρητήριά τους. Ηταν ένα σανίδι. Πόσες δεν έπεσαν εκεί και πνίγηκαν… Γυρνούσε το σανίδι κι έπεφταν κάτω που ήταν λάκκος. Ηταν ένα σανίδι που ένωνε τις άκρες ενός λάκκου. Αν δεν ήσουν νέα, δεν μπορούσες να κρατήσεις την ισορροπία σου και δεν γλίτωνες. Επίσης, τα κρεβάτια ήταν τριώροφα. Χωρούσαν το πολύ τέσσερις και κοιμόμασταν οκτώ. Μας είχαν δώσει μόνο μία κουβέρτα. Στρώναμε τη μισή κάτω και την άλλη τη ρίχναμε από πάνω. Τα βράδια εκεί που κοιμόμασταν για τιμωρία μας βγάζανε έξω. «Ράους, σνελ» φώναζαν. Μεγάλο κακό γινόταν. Μετά μας λέγανε να βγάλουμε όλα μας τα ρούχα με το κρύο. Για να μην ξοδέψουν γκάζι, ήθελαν να μας πεθάνουν με άλλον τρόπο. Στο ορκίζομαι, δεν το ξεχνώ αυτό, τα δάκρυά μου έγιναν πάγος. Τόσο κρύο έκανε.
Σύλια Σεβή
[…] Μας έδιναν μια σούπα το μεσημέρι και μία μερίδα μαύρο ψωμί. Αυτό ήταν για όλη την ημέρα – και ένα τσάι το πρωί. Η σούπα αυτή ήταν νερουλή, δεν ήταν τίποτε· στην αρχή δεν τη θέλαμε αλλά μετά αρχίσαμε να πεινάμε και όχι μόνο την παίρναμε, αλλά καμιά φορά δίναμε και το ψωμί για να πάρουμε τη σούπα – δήθεν η σούπα μας χόρταινε πιο πολύ, μας φούσκωνε το στομάχι. […] Μας έβαζαν να γκρεμίσουμε σπίτια, να κουβαλάμε βαγόνια, να σκάβουμε. Τα σπίτια αυτά πρέπει να ήταν εβραϊκά, γιατί πολλές φορές βρήκαμε κεράκια […]. Μας έβαζαν και τα γκρεμίζαμε αλλά με τέτοιο ρυθμό, με τέτοιο ξύλο που μας έδιναν… Και τα σκυλιά ορμούσαν και το βράδυ έφερναν δυο τρεις κομματιασμένες από τα σκυλιά. […] Τις πιο πολλές φορές μας πήγαιναν στο λουτρό. Αυτό γινόταν στο Μπίρκεναου, όχι στο Αουσβιτς. Μας πήγαιναν στο λουτρό, πλενόμασταν, μας έδιναν ρούχα και μετά περνούσαμε από σελεξιόν. Περνούσαμε με τη σειρά, μία μία· είχε εκεί ολόκληρο στρατό από SS – γυναίκες και άντρες, αξιωματικοί με μεγάλους βαθμούς, πολύ αυστηροί, και αυτοί έδειχναν με το δάχτυλο. «Μούζουλμαν» φώναζαν αυτές που ήταν πολύ αδύνατες, αυτές τις έπαιρναν για να τις κάψουν. Στο μπλοκ γυρνούσαμε οι μισές απ’ ό,τι ήμασταν πριν. Πολλές σελεξιόν πέρασα. […] Εγώ ίσως ήμουν τυχερή, δεν είχα ψώρα, δεν ήμουν πολύ αδύνατη.
Αιμιλία Σαούλ
[…] Από το Αουσβιτς φύγαμε, γιατί ήταν κοντά μας οι Ρώσοι. Στις 18 Ιανουαρίου το βράδυ φύγαμε με τα πόδια. Είχε πολύ χιόνι. Μείναμε ένα βράδυ σε ένα σχολείο και ένα άλλο βράδυ σε μία στάνη. […] Τρεις μέρες κράτησε αυτό το ταξίδι. Εγώ έπεφτα συνέχεια κάτω, γλιστρούσα στα χιόνια. Βλέπαμε συνέχεια πτώματα στον δρόμο, ήταν γεμάτος πτώματα, αλλά δεν κοιτάζαμε ποιος είναι για να μη δούμε κανέναν γνωστό· δεν θέλαμε να δούμε, γυρίζαμε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Οσοι μένανε κάτω και δεν μπορούσαν να περπατάνε τους ντουφεκίζανε. […] εκεί που φτάσαμε, στο Νόιστατ, δεν ήταν καλά. Μας πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, μας άλλαξαν ρούχα, μας έβαλαν ριγέ και μείναμε εκεί έως τον Μάιο που ελευθερωθήκαμε.
INFO
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος οργανώνει αφιέρωμα στο Ολοκαύτωμα με τίτλο «Tο Oλοκαύτωμα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού εβραϊσμού», το οποίο διαρκεί έως την Τρίτη 30 Ιανουαρίου στις εγκαταστάσεις της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το κοινό καλείται, μέσα από εκθέσεις τεκμηρίων και βιβλίων, ομιλίες, κινηματογραφικές προβολές και συναυλίες, να αναμετρηθεί ηθικά, για άλλη μια φορά, με το γεγονός του Ολοκαυτώματος που συγκλόνισε τον 20ό αιώνα. Αναλυτικά το πρόγραμμα στο https://kis.gr