Μαρτυρία μιας Κωνσταντινουπολίτισσας: «Κλάψαμε πολύ για όσα αφήσαμε στην Πόλη»

Μαρτυρία μιας Κωνσταντινουπολίτισσας: «Κλάψαμε πολύ για όσα αφήσαμε στην Πόλη»

Η Ευδοκία Καρατζά έζησε την Κωνσταντινούπολη στην καρδιά του 20ού αιώνα και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή της. 

Γεννήθηκα στο Φενέρμπαχτσε του Καντίκιοϊ το 1928. Τη χρονιά που ήρθα στον κόσμο, έκανε πολύ βαρύ χειμώνα. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα παράθυρα του κάτω πατώματος του σπιτιού μας. Οταν ήμουν 3 χρόνων, φύγαμε από το Φαναράκι, έτσι λέγαμε στα ελληνικά το Φενέρμπαχτσε, και πήγαμε στην έπαυλή μας, στο Τσιφτέ Χαβουζλάρ, που είχε φάρμα ο πατέρας μου. Ημασταν από τους πρώτους που αγοράσαμε γη τότε εκεί (ο Χιώτης παππούς μου είχε εγκατασταθεί στην Πόλη επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Στη συνέχεια, στην περιοχή κατέφτασε όλη η αφρόκρεμα των Τούρκων. Καλά ζούσαμε εκεί. Μια οικογένεια ευτυχισμένη ήμασταν, είχα κι έναν αδελφό. Κάθε μέρα βρισκόμασταν με την οικογένειά μου γύρω από το τραπέζι. Ο πατέρας μου μας διάβαζε την εφημερίδα και μας εξηγούσε».

«Στο τσιφλίκι του πατέρα μου είχαμε αγελάδες, άλογα, κότες, πάπιες, χήνες. Η οικογένειά μου πουλούσε γάλα στην περιοχή του Κάντικιοϊ. Κάποια περίοδο πήραμε και γουρούνια, αλλά οι εργάτες ήταν Τούρκοι και επειδή δεν τρώνε το χοιρινό, σηκωθήκαν να φύγουν και έτσι οι δικοί μου αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν. Ηταν κοντά η εκκλησία, το Σαν Ζοζέφ, και έτσι οι φραγκοπαπάδες πήραν τα γουρούνια να τα σφάξουν. Το σπίτι μας ήταν μεγάλο, βρισκόταν σχεδόν μπροστά στη θάλασσα και είχε έναν μεγάλο κήπο με πεύκα και τριαντάφυλλα. Κάθε Μάιο, όποτε έπεφτε το βράδυ, ακούγαμε τα σκυλιά μας να γαβγίζουν σε αυτούς που περνούσαν να μας κλέψουν τα τριαντάφυλλα».

«Γλεντούσαμε στα σπίτια. Περιμέναμε να γίνει μια γιορτή, της γιαγιάς, του παππού, και να μαζευτούμε οι οικογένειες με τα οκτώ ξαδέρφια. Κάναμε μεγάλα τραπέζια με όλα τα καλά. Η θεία μου ετοίμαζε λιχουδιές, έκανε τα ντολμαδάκια τα γιαλαντζί, τα κεφτεδάκια. Ποτέ από το τραπέζι μας, σε καθημερινή βάση, δεν έλειψε ο παστουρμάς και τα ντολμαδάκια. Είχαμε και μια πιανόλα και στις γιορτές την παίζαμε και ακούγαμε από χασάπικα μέχρι τανγκό. Ο παππούς μου στη γιορτή του καλούσε και τους παπάδες και πάντα και έναν φτωχό».

Στην κηδεία του Κεμάλ και στους κήπους του Χαϊρί Ιπάρ

«Μεγαλώνοντας πήγα σχολείο, έμαθα αγγλικά, στη συνέχεια έμαθα κοπτοραπτική, έκανα μια ζωή χαρισάμενη. Οταν πέθανε ο Ατατούρκ (τον Νοέμβριο του 1938) ήμουν μαθήτρια και το σχολείο μας πήγε στην κηδεία του, στο Ντολμάμπαχτσε. Ακόμη το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Την ώρα που πήγαμε εμείς ο κόσμος είχε αραιώσει και περνούσαν με τη σειρά από μπροστά μας. Ολοι κλάψανε πολύ εκείνη τη μέρα. Ηρθε μια φίλη μας Τούρκισσα, έκλαιγε εκείνη, κλαίγαμε και εμείς. Τον αγαπούσαμε τον Κεμάλ».

«Τα καλοκαίρια έρχονταν οι φίλες μου και βγαίναμε με τα ποδήλατα και κάναμε βόλτες για ώρες. Αρβανίτισσες ήταν οι δύο καλύτερές μου φίλες. Απέναντί μας έμεναν τα εγγόνια του Τζελάλ Μπαγιάρ, του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Παίζαμε πολύ με τα παιδιά αυτά. Είχαν και μια θαλαμηγό μεγάλη και μας καλούσαν κι εμάς. Οι γυναίκες εκεί που ζούσαμε εμείς ήταν ελεύθερες. Στις δικές μας γειτονιές δεν κυκλοφορούσαν μαντίλες. Κοντά μας ζούσε και ο «βασιλιάς της ζάχαρης», ο Χαϊρί Ιπάρ. Οι κόρες του οδηγούσαν ανοιχτά αυτοκίνητα και φορούσαν έξωμα. Κάνανε τους γάμους τους στον κήπο, όλοι οι πρέσβεις πηγαίνανε καλεσμένοι. Πηγαίναμε κι εμείς παιδιά, γιατί παίζαμε στον κήπο τους».

«Κάναμε μπάνιο στη θάλασσα, ήταν καθαρή κάποτε εκεί, μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1940. Εγώ φορούσα μπικίνι. Στην παραλία ήταν ένας Αρμένης, ο “μπάνιατζη”, που είχε τα μπάνια, χώρια για τις γυναίκες και χώρια για τους άντρες Αλλά οι άντρες το σκάγανε για να δουν τις γυναίκες και ο μπάνιατζη τους κυνηγούσε με το ξύλο. Τα καλοκαίρια περνούσε από τις γειτονιές ο παγωτατζής και τον φωνάζαμε για να αγοράσουμε παγωτό βύσσινο, φράουλα, λεμόνι, καϊμάκι. Πέρναγαν τότε από τις γειτονιές ψαράδες, γαλατάδες, νερουλάδες, γιαουρτάδες. Το γιαούρτι όταν το έπαιρνες πέταγες το καϊμάκι γιατί μέχρι να φτάσει σε σένα είχε σκονιστεί στη διαδρομή».

Από τον Β’ Παγκόσμιο στα Σεπτεμβριανά

«Οταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε ο νυχτοφύλακας στο σπίτι μας και είπε ότι το πρωί ο πατέρας μου έπρεπε να παρουσιαστεί. Τους μαζέψανε όλους τότε, ούτε παπάς δεν είχε απομείνει στους δρόμους. Ο πατέρας μου είχε πρόβλημα με την καρδιά του και θυμάμαι ότι πηγαίναμε στο νοσοκομείο να τον δούμε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον πήραν. Τον είχαν ξαναζητήσει και παλιότερα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».

«Τα Σεπτεμβριανά του 1955 μας βρήκανε στην έπαυλη. Ολο το βράδυ ακούγαμε βοές. Νομίζαμε ότι προέρχονταν από ένα μπακάλικο που υπήρχε παραδίπλα. Οταν ξημερωθήκαμε μάθαμε ότι είχαν χύσει κατά τη διάρκεια της νύχτας τα γάλατα του θείου μου, είχαν αναποδογυρίσει και τα καμιόνια ενός που μας έφερνε ζωοτροφές. Υστερα μάθαμε τι είχε συμβεί, ότι ρημάζανε και σπάζανε. Περνούσε μια ομάδα κατέστρεφε καταστήματα, περνούσε και μια άλλη και τα αποτελείωνε. Στο Πέραν ρημάξανε τα μαγαζιά. Δένανε τα τόπια από τα υφάσματα στα καμιόνια και τα τραβάγανε μέσα στους δρόμους. Μεγάλες καταστροφές έγιναν και ζωές χάθηκαν. Θέλαμε να φύγουμε έπειτα από αυτό, αλλά τελικά μείναμε».

«Μεθυσμένος παπάς με πάντρεψε»

«Το 1957, στα 27 μου, γνώρισα τον άντρα μου, ορθόδοξη εγώ, καθολικός εκείνος (με καταγωγή από τη Σύρο). Είχε πάει νοικάρης στο σπίτι της θείας μου. Με είδαν οι αδερφές του και θέλησαν να με παντρέψουν μαζί του. Μου κάνανε αμέσως ένα μεγάλο τραπέζι, μου φόρεσαν τη βέρα, φοβήθηκαν μη με χάσουν. Νωρίτερα δεν ήθελαν οι δικοί μου να με δώσουν για γάμο. Εμποροι, με θέλανε πολλοί, μεταξύ τους και ένας μουσουλμάνος, που αν τον έπαιρνα θα ζούσα ζωή χαρισάμενη, αλλά δεν με έδιναν οι δικοί μου».

«Οταν παντρεύτηκα πήγα στο Τζιχανγκίρ. Είχε πολλή ρωμιοσύνη εκεί. Εκεί δεν ήταν ανοιχτωσιά όπως το μέρος που είχα μεγαλώσει. Πήγαινα στη γωνία και έβλεπα από τον Βόσπορο το Τσιφτέ Χαβουζλάρ και έκλαιγα. Ελεγα “εδώ εγώ πώς θα ζήσω;” Μέναμε πια σε διαμέρισμα. Ο άντρας μου, για να μη στενοχωρούμαι, κάθε βράδυ με πήγαινε σε κέντρα και γλεντούσαμε. Ακούγαμε ελληνική μουσική, τους αμανέδες τους είχα βαρεθεί λίγο. Ακούγαμε τανγκό, βαλς, τέτοια, είχαμε και ορχήστρες και γραμμόφωνα, από ραδιόφωνο. Από εκείνο το διαμέρισμα φύγαμε για να έρθουμε Ελλάδα».

«Τρεις γάμους έκανα με τον άντρα μου, έναν πολιτικό (γιατί από παλιά στην Τουρκία ο επίσημος γάμος είναι ο πολιτικός), έναν θρησκευτικό στο Σαν Αντόνιο στο Πέραν και έναν εδώ στην Πλάκα. Ο καθολικός γάμος αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά εδώ δεν αναγνωρίστηκε κανένας και έπρεπε να ξαναπαντρευτούμε. Με έναν μεθυσμένο παπά παντρευτήκαμε, είχε πιει πολλή ρακή και δεν ήξερε τι έλεγε».

Πολιτικές κουβέντες και από το Πέραν στην Ομόνοια

«Ημασταν πολύ κοκέτες, είχαμε ράφτρες και μας έραβαν. Μάλιστα στο Πέραν όταν βγαίναμε και πηγαίναμε στην εκκλησία την καθολική όλες βγαίναμε με το γάντι μας, με το καπέλο μας, με τα ταγεράκια μας. Τις νιόνυμφες και τους γαμπρούς τούς καταλαβαίναμε από το ντύσιμό τους. Τώρα έχει αλλάξει πολύ. Εχει πολλή Ανατολή, με γυναίκες κουκουλωμένες. Η Πρίγκιπος, η Αντιγόνη και η Χάλκη ήταν γεμάτα ρωμιοσύνη. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε εκεί για διακοπές. Τα βράδια ντυνόμασταν ωραία, κάναμε το σουλάτσο και είχαμε και ράφτρες για να μας ράβουν φουστάνια και να αλλάζουμε».

«Για πολιτικά δεν μιλούσαμε. Μετά την εισβολή στην Κύπρο μας κάλεσε ένας φίλος μας γιατρός Τούρκος να φάμε στο σπίτι του μαζί με μεγάλη παρέα. Εκεί ρωτήσανε τον άντρα μου τι γνώμη είχε για τον Ινονού, “τι θα τον έκανες;” τον ρωτήσανε. Θα τον κρεμούσα ανάποδα είπε εκείνος και όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν περίεργα. Ο φίλος μας πήρε στη γωνία τον άντρα μου και του είπε: “Πώς μιλάς έτσι; Να έχεις χάρη που δεν ξεσηκώθηκαν με αυτό που είπες”».

«Ο άντρας μου έβλεπε αυτά που έκαναν σε μας, σπασίματα, εξορίες κ.λπ. και είπε για να μην υποφέρει το παιδί μας, να φύγουμε για τη Γαλλία. Ο ίδιος επειδή η οικογένειά του είχε καταγωγή από τη Σύρο, που από παλιά ήταν Ελλάδα, είχε ελληνική υπηκοότητα, που εκείνη την εποχή ήταν “κόκκινο πανί” για την Τουρκία. Στη Γαλλία ήταν τόσο ακριβά τελικά που δεν μπορούσαμε να πάμε. Στην Πόλη ο άντρας μου είχε βιοτεχνία με απορροφητήρες κοντά στον Γαλατά. Σε μια νύχτα πήρε την απόφαση, τα άφησε όλα στο συνέταιρό του, και φύγαμε ξαφνικά. Οταν ήρθαμε στην Ελλάδα, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Τη Μεγάλη Παρασκευή που βγάλανε τους επιτάφιους κλάψαμε πολύ. Για όλα όσα είχαμε αφήσει πίσω. Κάποτε βλέπω στο όνειρό μου ότι βρίσκομαι ακόμη σε εκείνα τα μέρη. Περασμένα ξεχασμένα. Εχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε». 

Documento Newsletter