Μαρτυρία: Η πρώτη γυναίκα απόφοιτος του Κολλεγίου Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη θυμάται στιγμές από τη ζωή της

Μαρτυρία: Η πρώτη γυναίκα απόφοιτος του Κολλεγίου Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη θυμάται στιγμές από τη ζωή της

Η Αναστασία Γεμενετζή είναι σήμερα 103 χρόνων. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Ιανουαρίου 1915. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων και συνέχισε τις σπουδές της στο αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια απ’ όπου αποφοίτησε το 1936 – σήμερα είναι η γηραιότερη απόφοιτός του.

Φωτογραφίες: Δέσποινα Βαξεβάνη, προσωπικό αρχείο Αναστασίας Γεμενετζή

Κατάγεται από ευκατάστατη ναυτική οικογένεια από το Λιτόχωρο Πιερίας και εξαιτίας του ιδιαίτερα προοδευτικού για την εποχή πατέρα της δεν έζησε με απαγορεύσεις, όπως η ίδια περιγράφει στο Documento. Μετά τις σπουδές της ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει, παντρεύτηκε τον άντρα που ερωτεύτηκε και ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ενώ δεν έπαψε ποτέ να την ενδιαφέρει η διαρκής επιμόρφωσή της και η εθελοντική εργασία σε οργανισμούς και νοσοκομεία, ειδικά την περίοδο του πολέμου.

Πώς ζούσε ένα έφηβο κορίτσι στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’30;

Εγώ δυο πράγματα αγαπούσα πολύ: να βοηθώ όποιον με χρειάζεται και να μαθαίνω συνέχεια καινούργια πράγματα. Αφού τελείωσα το ελληνικό γυμνάσιο πήγα στο αμερικανικό κολέγιο. Αποφοίτησα το 1936 από το σχολείο θηλέων του Κολλεγίου Ανατόλια, που τότε ήταν στην οδό Αλλατίνη. Αμέσως μετά άρχισα να δουλεύω σε μια αγγλική εταιρεία, τη Shell. Ημουν ιδιαιτέρα του διευθυντή στις εγκαταστάσεις κοντά στο εργοστάσιο Φιξ. Παράλληλα με την εργασία μου βοηθούσα ως εθελόντρια στη Σχολή Τυφλών, στο νοσοκομείο Λοιμωδών και μετά και στο Παπάφειο που ήταν νοσοκομείο στο πόλεμο. Οπου μάθαινα ότι υπήρχε ανάγκη πήγαινα να εργαστώ εθελοντικά. Δεν μπορούσα να ησυχάσω και δεν μου άρεσε να κάθομαι στο σπίτι. Ημουν από τους τύπους που ήθελαν συνέχεια να μαθαίνουν. Είναι κερδισμένος ο άνθρωπος που δεν ησυχάζει ποτέ! Και ευτυχώς οι γονείς μου δεν μου απαγόρεψαν ποτέ να πάω όπου ήθελα. Οι περισσότεροι γονείς δεν ήταν έτσι εκείνη την εποχή. Κάποτε ο πατέρας μου μου είχε πει: «Κοίταξε, εάν αγαπάς κάποιον και έχει οικονομική δυσκολία, να μην ανησυχείτε, θα σας παντρέψω εγώ». Ηξερε ότι όλες οι κοπέλες είχαν φίλο τότε. Και ας μην το μαρτυρούσαν.

Μεγαλώσατε σε προοδευτικό για την εποχή οικογενειακό περιβάλλον;

Απόλυτα. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, είχε δικό του πλοίο. Ηταν μορφωμένος άνθρωπος και είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Ξέρετε, όταν ήρθαν οι πρόσφυγες εδώ και οι κοπέλες βγαίνανε έξω παρέα με αγόρια, κάτι που εμείς δεν κάναμε γιατί δεν επιτρεπόταν, όλοι στη Θεσσαλονίκη τις έλεγαν πρόστυχες. «Μη μιλάτε καθόλου, μια χαρά κοπέλες είναι» αντιδρούσε ο πατέρας μου. Το θεωρούσε φυσιολογικό μια κοπέλα να βγαίνει, να έχει φίλο. Ηξερε πώς ζούσε ο κόσμος αλλού. Ηταν πολύ προοδευτικός για την εποχή του. Αλλοι κοιτούσαν να κάνουν πλούσιο γάμο στην κόρη τους αλλά τον πατέρα μου τον ενδιέφερε να παντρευτώ μόνο εκείνον που αγαπούσα. Ετσι λοιπόν εγώ παντρεύτηκα από έρωτα, ενώ οι περισσότερες κοπέλες της γενιάς μου όχι.

Οι συνομήλικές σας, οι φίλες σας, δούλευαν;

Οχι όλες. Η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτηκα ποτέ να τις ρωτήσω γιατί δεν δούλευαν. Εκανα παρέα με όλες, αλλά για μένα ήταν αυτονόητο ότι θα δούλευα. Μου άρεσε τόσο η δουλειά όσο και η προσφορά. Ημουν και στον οδηγισμό. Ο οδηγισμός στην Ελλάδα ξεκίνησε εκείνη την εποχή (σ.σ.: το 1932). Ημουν αρχηγός.

Πώς ήταν η Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια;

Ηταν διαφορετικοί οι άνθρωποι τότε. Χορεύαμε πολύ! Τον άντρα μου τον γνώρισα στον Σύλλογο Αποφοίτων (του Κολλεγίου Ανατόλια) που είχε μόλις ιδρυθεί όταν αποφοίτησα εγώ. Ηταν και αυτός απόφοιτος του Κολλεγίου, μεγαλύτερος από μένα. Ολοι οι απόφοιτοι του Κολλεγίου ήξεραν ότι εγώ χόρευα καλά και δεν έμενα ποτέ χωρίς παρτενέρ στους χορούς που διοργανώναμε ή όπου αλλού πηγαίναμε. Εκείνος δεν ήξερε να χορεύει. Μού έλεγε, λοιπόν, «μη χορεύεις τόσο πολύ» και εγώ του απαντούσα: «Μάθε να χορεύεις κι εσύ και δεν θα χορέψω με κανέναν άλλο ποτέ, αλλά αποκλείεται να αφήσω τον χορό!».

Πού πηγαίνατε για χορό τότε;

Σε διάφορα μέρη. Στον κήπο του Λευκού Πύργου κοντά στη θάλασσα. Εδώ και εκεί. Δεν θυμάμαι πια τα μέρη. Θυμάμαι όμως ότι χορεύαμε όλους τους ευρωπαϊκούς χορούς. Οταν πήγαινα στο γυμνάσιο χορεύαμε τους παραδοσιακούς μας χορούς στις διοργανώσεις του σχολείου εδώ και στο εξωτερικό. Σε όλα ανακατευόμουν. Και ήμουν φαίνεται καλή χορεύτρια, γιατί όλο με ψάχνανε να με φωτογραφίσουν.

Εχετε πολλές φωτογραφίες. Στις περισσότερες είστε μαζί με τον άντρα σας.

Ταιριάξαμε πολύ με τον άντρα μου. Στην αρχή, όταν με φλέρταρε, δεν του έδινα σημασία. Υστερα παντρευτήκαμε! Εκείνος πριν από τον πόλεμο δούλευε υπάλληλος στο αμερικανικό προξενείο. Μετά τον πόλεμο, στον κήπο του πατρικού μου σπιτιού, που είναι ακριβώς δίπλα, φτιάξαμε αυτό το σπίτι όπου ζω μέχρι και σήμερα, μόνη μου πια.

Πώς ήταν τότε η γειτονιά εδώ γύρω από το Λοιμωδών;

Οπως είναι σήμερα. Περίπου έτσι τη βρήκα. Θυμάμαι όμως τον μπαμπά μου όταν έχτιζε αυτό το σπίτι και θα ερχόμασταν να μείνουμε εδώ, από τη συνοικία της Αγίας Τριάδας όπου ήμασταν, πρώτα να λέει στη μαμά μου: «Θα πάμε σε ένα σπίτι που θα πατάς ένα κουμπί και θα ανάβει το φως». Είχε ηλεκτρικό δηλαδή. Ηταν μεγάλη εξέλιξη τότε αυτό.

Στον πόλεμο και στην Κατοχή ήσασταν εθελόντρια νοσοκόμα. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;

Για τον περισσότερο κόσμο ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Αλλαξε η ζωή μας. Ο αδερφός μου ήταν στον πόλεμο. Χτυπήθηκε και τον έφεραν τραυματία στο νοσοκομείο που με ξέρανε. Υστερα τον μετέφεραν στην Αθήνα. Εκεί δεν γνωρίζαμε κανέναν, δεν είχα πού να μείνω όσο ο αδερφός μου νοσηλευόταν. Γνώρισα μια γυναίκα που με φιλοξένησε στο σπίτι της όσο ο άντρας της ήταν στον πόλεμο. Ετσι ήταν τότε, ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Εμένα μου άρεσε να βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους και να τους βοηθώ ή να τους μαθαίνω όσα ήξερα. Δεν μπορούσα να καθίσω στο σπίτι. Τελείωνα τη δουλειά μου και πήγαινα σε διάφορες άλλες δουλειές εθελοντικά. Πήγαινα στα νοσοκομεία, όπως σας είπα. Είχα, επίσης, αναλάβει να βοηθώ στο διάβασμα έναν νεαρό στη Σχολή Τυφλών και μπήκε στο πανεπιστήμιο. Ηταν μεγάλη η χαρά μου, θυμάμαι. Θέλαμε πολύ να κάνουμε δικά μας παιδιά με τον άντρα μου, αλλά δυστυχώς δεν έτυχε.

Φαίνεται στις φωτογραφίες σας ότι ήσασταν πολύ ερωτευμένο ζευγάρι.

Είναι μεγάλη τύχη για έναν άνθρωπο να ευτυχήσει με τον σύντροφό του. Ζήσαμε σαν αδέρφια, κολλητοί. Εβδομήντα χρόνια παντού πηγαίναμε μαζί. Οταν βγαίναμε βόλτα ήμασταν πάντα πιασμένοι χέρι χέρι. Μια φορά τα τελευταία χρόνια σε έναν βραδινό μας περίπατο μια κοπέλα στον δρόμο πετάγεται μπροστά μας και μας λέει: «Θα ήθελα κι εγώ να είμαι σαν και σας». Εβλεπε που με κρατούσε από το χέρι. Πέθανε όμως ξαφνικά. Πριν από εννιά χρόνια. Δεν καταλαβαίνω γιατί με έχει αφήσει ο Θεός να ζω τόσα χρόνια χωρίς εκείνον.

Δουλέψατε, εργαστήκατε εθελοντικά, παντρευτήκατε από έρωτα. Θα λέγατε ότι ζήσατε έντονα τη ζωή σας;

Ναι. Και δούλεψα και ταξίδεψα πολύ. Παντού γυρίζαμε με τον άντρα μου. Κι όπου πηγαίναμε καθόμασταν μέρες να γνωρίσουμε τον τόπο. Πάντα οι δυο μας. Ο άνθρωπος όταν ταξιδεύει ανοίγει το μυαλό του. Στα ταξίδια που έκανα καταλάβαινα πώς ζούσε ο κόσμος αλλού, μάθαινα πράγματα. Δούλεψα πολλά χρόνια, αλλά όχι αρκετά. Είναι πολλά χρόνια που ζω και δεν δουλεύω. Μεγάλη υπόθεση να δουλεύει ο άνθρωπος.

Αισθάνεστε τυχερή γυναίκα για όλα όσα έχετε ζήσει;

Είμαι ευχαριστημένη. Τυχερή είναι η Νίνο (σ.σ.: η γυναίκα από τη Γεωργία που τη φροντίζει) που μιλάει στο κομπιούτερ με τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Εγώ δεν έχω παιδιά κι εγγόνια.

Ετικέτες

Documento Newsletter