Προχτές το βράδυ απονεμήθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κωνσταντίνος Πουλής, ο οποίος κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας – Βιογραφίας – Χρονικού – Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας περιγράφει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook τι συνέβη στην τελετή.
Ακολουθεί το κείμενό του
Τη Δευτέρα το βράδυ ήταν η απονομή των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας. “Ήμουν και εγώ εκεί”, προκειμένου να βραβευτώ για το τελευταίο βιβλίο μου. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι που να το πιάνουν στα χέρια τους αυτοί οι άνθρωποι και να μην καταλήγει παρωδία. Είχα ρωτήσει αν θα υπάρξουν ομιλίες, όπως σε άλλες χρονιές, μου απάντησαν ότι πρέπει να το δουν και τελικά μου είπαν ότι ναι, θα γίνουν, σύντομες ομιλίες.
Όμως έπρεπε να απονεμηθούν τα βραβεία και για το 2019 και για το 2020, οπότε ξεκίνησε μια διαδικασία κάπως βιαστική, όπου διαβάζονταν μηχανικά τα ονόματα σε λίστα, μαζί με το σκεπτικό βράβευσης. Στη συνέχεια περνούσαμε όλοι, παίρναμε το βραβείο και το κρατούσαμε μπροστά μας σαν επιταγή-γίγα που κερδίζεις σε τηλεπαιχνίδι, βγαίναμε φωτογραφία και καθόμασταν πίσω στη θέση μας. Με δεδομένο ότι ήταν τα βραβεία λογοτεχνίας, μετάφρασης και παιδικής λογοτεχνίας, για όλες τις κατηγορίες, για δύο χρόνια, αν μιλούσαμε όλοι, η τελετή θα γινόταν τετράωρη. Παρ’ όλ’ αυτά, αντί να ακούμε τη Μενδώνη να κάνει το γνωστό γραφειοκρατικό ρομπότ με στέκα και τον Γιατρομανωλάκη να κάνει το ίδιο σε πιο νεανίζον σουλούπι με δίχως στέκα, θα είχε ίσως κάποιο ενδιαφέρον να ακούσουμε έστω μια κουβέντα από τους ανθρώπους που κόπιασαν για να γράψουν αυτά τα βιβλία.
Αυτό που παρομοίασε ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων με ταινία του Μπάστερ Κήτον, τη βουβή παρέλαση συγγραφέων, με εξαίρεση τη μηχανική ανάγνωση “σκεπτικού βράβευσης” για όλους μαζί, το έλυσε κατά τρόπο επαναστατικό ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Ανέβηκε στο βήμα, είπε “Ελπίζω να μην είναι αυτόφωρο αδίκημα”, ή κάτι τέτοιο, και μίλησε! Μετά κάπως λύθηκαν τα μάγια και μίλησαν και δύο ηλικιωμένες ιταλίδες μεταφράστριες (πολύ συγκινητικά), οπότε σε μια ομιλία του ενός λεπτού ακούσαμε τη μία να αφιερώνει το βραβείο στον δάσκαλό της, που την έκανε να αγαπήσει τα ελληνικά όταν ήταν 18 χρονών, και ξαφνικά ξεμύτιζε λίγη ζωντανή ανθρώπινη φωνή μέσα σε αυτό το σιωπηλό εργοτάξιο βραβεύσεων με διαλείμματα Μότσαρτ και Τσαϊκόφσκι.
Από τον Κυριακίδη και μετά μίλησαν σχεδόν όλοι οι βραβευθέντες. Ποιος ξέρει; Ήταν μια παρεξήγηση; Έπρεπε να το σκεφτούμε και οι υπόλοιποι, όλοι εμείς οι κομπάρσοι του Μπάστερ Κήτον; Δόξα και τιμή στον άνθρωπο που μίλησε και έσπασε τα μάγια της σιωπής.
Θεωρώ ότι είναι ένα φοβερό κατόρθωμα, να κάνεις μια τελετή στην οποία να μιλήσουν περίπου οι μισοί, γιατί δεν έχεις ιδέα τι πρέπει και τι θέλεις να γίνει, οπότε οι άνθρωποι απλώς αυτοσχεδιάζουν και κάνουν ό,τι νομίζουν, σαν πυρόπληκτοι στην Εύβοια, που ακούνε τις κρατικές οδηγίες και ξέρουν ότι η φωτιά έχει απέναντί της μόνο τον κουβά τους και τίποτα άλλο.
Δεν μου έλειψε που δεν μίλησα, γιατί έχω μια βαθύτατη αμφιθυμία απέναντι στα βραβεία, οπότε είχα ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ για να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στο να πω εντίμως τι σκέφτομαι χωρίς ταυτοχρόνως να νιώσω τύψεις ότι γίνομαι αναιδής. Προσωπικά δηλαδή με διευκόλυνε η σκηνοθεσία Μπάστερ Κήτον. Η αισθητική βουβής κωμωδίας ενισχύθηκε κάπως στην περίπτωσή μου και από το ότι αυτό το τεράστιο χαρτί γλίστρησε κάποια στιγμή από την αγκαλιά μου και πέταξε σχεδόν ένα μέτρο μακριά.
Ως γνωστόν, δεν συμπαθώ τον επαγγελματικό αθλητισμό και πολύ περισσότερο δεν συμπαθώ τους καρεκλοκένταυρους. Όταν όμως κάνουν δηλώσεις οι αθλητές, μπορείς τουλάχιστον να ακούσεις τον καημό ή τη χαρά ενός ανθρώπου που έζησε με ένταση, κόπιασε και πέτυχε ή απέτυχε. Κάπου εκεί μέσα θα φωλιάζει μια μικρή σοφία, έστω και με τη μορφή του ατυχήματος. Δεν φαντάζομαι ότι θα λέγαμε όλοι μας κάτι υπέροχο, αλλά εμείς παρακολουθήσαμε τελετή όπου μιλούσε μόνο το προεδρείο του Διοικητικού Συμβουλίου του κάθε αθλητικού σωματείου. Άνθρωποι αρμόδιοι αλλά αμέτοχοι. Χωρίς χαρά. Εξαιρώ τα προεδρεία των επιτροπών, που τουλάχιστον ήξεραν για ποιο πράγμα μιλάνε, αλλά ούτε κι αυτοί είχαν γράψει τα βιβλία που βραβεύονταν.
Αν κάτι θα είχε νόημα να δείξει κανείς σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα ήταν να φανεί ότι ακούγεται η φωνή του ανθρώπου που ξενύχτησε και ίδρωσε για να γράψει ένα βιβλίο, χωρίς βεβαίως να περιμένει κανένα απολύτως αντάλλαγμα.
Θέλω με όλα αυτά να συγχαρώ τους διοργανωτές γιατί αυτό που συνέβη ήταν μια αποκαλυπτική περφόρμανς που σχολίαζε τον θεσμό των βραβεύσεων και να πω μόνο ότι χάρηκα πολύ με το βραβείο, ευχαριστώ ειλικρινά την επιτροπή και την εκδότρια και ότι, για μια ακόμα φορά, έλειπε πάρα πολύ ο πατέρας μου, στη μνήμη του οποίου αφιερώνω το βραβείο.