Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη – Ρωμαίοι πολίτες που βιώνουν μια πρωτόγνωρη κατάσταση αιχμαλωσίας
Η Ρώµη σήµερα το πρωί είναι τυλιγµένη σε µια λεπτή οµίχλη, µε τον ουρανό πιο χαµηλά να µας παρακολουθεί και να µας κρατάει σε αναµονή περιµένοντας κάτι να µας ξυπνήσει. Ποιος ξέρει, ίσως χτύπησε η καµπάνα όπως τότε, τις µέρες του φριχτού πολέµου. Γιατί είναι πόλεµος αυτός που ζούµε σήµερα, µια κατάσταση απολύτως παράλογη, στην οποία κανείς δεν µπορεί να αναγνωρίσει τον εχθρό και όµως όλοι τον φοβούνται. Είναι όλοι τροµοκρατηµένοι και ανήµποροι, απελπισµένοι και ψυχολογικά παράλυτοι. ∆εν είναι τόσο ο εγκλεισµός, η αποµόνωση, η λεγόµενη κοινωνική αποστασιοποίηση. Εκπληκτος από τις συχνά αντιφατικές ειδήσεις των δελτίων κυρίως, ξαγρυπνώ προσπαθώντας να καταλάβω τι ακριβώς έχει συµβεί σε αυτήν τη χώρα, σε αυτή την πόλη. Πώς είναι δυνατό να επικρατεί όχι ο φόβος για το σήµερα, αλλά κυρίως για το αύριο; Η ελπίδα ενός εµβολίου, η ελπίδα µιας θεραπείας, µιας λύτρωσης. Και µετά τι; Ποιος ξέρει; Ακόµη πιο ασαφείς απαντήσεις. Η ελπίδα είναι ισχυρή και δεν υπολογίζει λάθη πολιτικών, επιστηµόνων, ιολόγων, ειδικών· η ελπίδα είναι λίγα βήµατα από το σπίτι µου εδώ στη Ρώµη, ίσως είναι ο σταυρός του Σαν Μαρτσέλο στο Βατικανό που από τα χρόνια της φοβερής πανούκλας ήταν παρηγοριά για όσους πίστευαν στην ελπίδα.
Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Θα είµαστε πάντα αιχµάλωτοι ενός ακήρυχτου πολέµου που θα γίνεται όλο και πιο αδιέξοδος και τραγικός, όπως κάθε πόλεµος άλλωστε. Και λέω αιχµάλωτοι διότι έχουµε ηττηθεί προτού καν προλάβουµε να πολεµήσουµε. Η προπαγάνδα, ο κοινωνικός κατευνασµός σε συχνή εναλλαγή µε την πειθαρχία και την απειλή της τιµωρίας.
Από την άλλη αναλογίζοµαι τι πιθανώς θα συµβεί σε µια επανάληψη αυτής της κατάστασης τον ερχόµενο χειµώνα. Αν δηλαδή έρθουµε και πάλι αντιµέτωποι µε αυτόν ή έναν άλλο ιό και µπούµε εκ νέου σε αυτό τον αδιανόητο κύκλο αποµόνωσης και καραντίνας. Πόσο θα µπορούσε να αντέξει οικονοµικά και κυρίως ψυχολογικά η κοινωνία µας –στην Ιταλία και αλλού– µια τέτοια παρατεταµένη κατάσταση; ∆εν θα έπρεπε η επιστηµονική κοινότητα να µας δώσει λύσεις και απαντήσεις, πάντα µε τη βοήθεια των πολιτικών που καθήκον τους δεν είναι να νοµοθετούν απαγορεύσεις αλλά να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν την κοινωνική και εργασιακή ειρήνη, να προασπίζουν τις ατοµικές και συλλογικές ελευθερίες, τη διακίνηση ιδεών, την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία.
Αλήθεια, µιλά κανείς για όλα αυτά – όχι για το παρόν αλλά για το µέλλον; Μπορούµε να είµαστε αισιόδοξοι για το µέλλον της ανθρωπότητας που έτσι κι αλλιώς καταστρέφει και εξαντλεί τους φυσικούς πόρους του πλανήτη, τον µολύνει και βιάζει τη φύση µε τον πλέον βάρβαρο τρόπο; Ισως η πανδηµία να είναι ευκαιρία για αναθεώρηση ιδεών και απόψεων, ιδιαίτερα όµως πολιτικών. Ισως εκτός από την έστω εξ ανάγκης ατοµική ενδοσκόπηση, να µπορέσουµε και σε συλλογικό επίπεδο να επανακαθορίσουµε στόχους και προοπτικές.
Τους τελευταίους δύο µήνες διαπιστώσαµε πόσο εύθραυστη και µη δεδοµένη είναι η σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα. Και ακριβώς εδώ θα έπρεπε ο πνευµατικός κόσµος να πάρει θέση, να τοποθετηθεί προτείνοντας νέους δρόµους και άλλες προοπτικές. ∆εν µπορούµε πλέον να παραµένουµε απαθείς θεατές, παθητικοί καταναλωτές προϊόντων, ειδήσεων, αποφάσεων. Ή θα συµµετέχουµε ενεργά στις αποφάσεις ή θα καταλήξουµε ίσως έγκλειστοι ξανά για οποιονδήποτε λόγο. Εχοντας ζήσει τη φρίκη του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου και ό,τι τραγικό ακολούθησε έως και τις µέρες µας δεν µπορώ να αισιοδοξώ ιδιαίτερα. ∆εν φαίνεται να διδαχτήκαµε, να κατανοήσαµε την αξία της ανθρώπινης ζωής και τη σηµασία της ύπαρξης. ∆εν ξέρω. Μακάρι η ανθρωπότητα να µε διαψεύσει. Μακάρι η ελπίδα που προανέφερα να επικρατήσει.
Ο Μαρτσέλο Βιτάλε είναι δικαστικός – επίτιμος πρόεδρος Ακυρωτικού Δικαστηρίου και συγγραφέας