Μάρθα Μπουζιούρη: «Το “Belle Equipe” είναι μια κατάφαση στη ζωή»

Μάρθα Μπουζιούρη: «Το “Belle Equipe” είναι μια κατάφαση στη ζωή»
Μάρθα Μπουζιούρη

Είδαμε το «Belle Equipe» στο θέατρο ΕΛΕΡ και μιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια Μάρθα Μπουζιούρη για το θέατρο-ντοκιμαντέρ, τον τρόπο που προσεγγίζει τα θέματά της, αλλά και για όλα αυτά που ζούμε σήμερα και μοιάζει να ξεπερνούν κάθε φαντασία.

Η ιστορία του Belle Equipe είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Είναι ένα από τα παρισινά café-bar που χτυπήθηκαν στη διάρκεια της φονικής τρομοκρατικής επίθεσης της 13ης Νοεμβρίου 2015, που κόστισε τη ζωή σε 130 ανθρώπους. Η ιστορία του Belle Equipe, όμως, είναι την ίδια στιγμή και η ιστορία του ιδιοκτήτη του, Grégory Reibenberg, ενός από τους επιζώντες εκείνης της βραδιάς, που μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας έπεσαν νεκροί από πυροβολισμούς η πρώην σύντροφός του και μητέρα της οχτάχρονης κόρης τους Tess, φίλοι και συνάδελφοί του. Είκοσι δικοί του άνθρωποι χάθηκαν εκείνo το βράδυ.

Ο Grégory επέζησε. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα της ζωής του, και έμεινε πίσω· στα συντρίμμια του Belle Equipe, με το τραύμα του, με ένα μικρό παιδί σε πένθος, σε μια ζωή που δε θύμιζε σε τίποτε το παρελθόν. Όμως, πώς ζει κανείς μετά από αυτό; Από πού κρατιέται; Πώς μεταμορφώνεται η ζωή του και μαζί ο ίδιος; Τι περιεχόμενο αποκτούν η μνήμη, η συγχώρεση, η συμφιλίωση;

Η κοινωνική ανθρωπολόγος και σκηνοθέτρια Μάρθα Μπουζιούρη ήρθε σε επαφή με τον Grégory κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά την επίθεση. Μελετώντας η ίδια το ζήτημα της τρομοκρατίας μέσα από τη φόρμα του θεάτρου ντοκιμαντέρ, έπεσε επάνω στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory «Une belle équipe» (μτφρ.: Μια όμορφη ομάδα) και σήμερα υπογράφει τη σκηνοθεσία (και τη σύλληψη και την έρευνα) του συγκλονιστικού «Belle Equipe» που παρουσιάζεται στο θέατρο ΕΛΕΡ. Πρόκειται για έναν «ύμνο στη ζωή», όπως λέει η Μάρθα, μια παράσταση από την οποία βγήκα με δάκρυα στα μάτια και ανάμικτα συναισθήματα, με συγκίνηση και ένα ελαφρύ μειδίαμα αισιοδοξίας(;), θα συμπληρώσω.

Πώς όμως προσεγγίζεις ένα τέτοιο θέμα; Πώς μιλάς σε έναν άνθρωπο που έφτασε τόσο κοντά στον θάνατο; Που έχασε τη γυναίκα της ζωής του, φίλους και συναδέλφους μέσα σε λίγα λεπτά; Πώς το φέρνεις στη σκηνή; Τι είναι τελικά το θέατρο-ντοκιμαντέρ; Η Μάρθα Μπουζιούρη δίνει τις δικές της απαντήσεις.

Το θέατρο-ντοκιμαντέρ δεν διαφέρει από το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ

Μίλησε μας για το θεατρικό είδος που υπηρετείς. Τι είναι το θέατρο-ντοκιμαντέρ και πώς προέκυψε η ενασχόληση με αυτό;

Ξεκίνησα ως ηθοποιός, ανέκαθεν με ενδιέφερε η σκηνοθεσία όπως και το σινεμά τεκμηρίωσης, αλλά δεν είχα πει ποτέ στον εαυτό μου ότι θέλω να μετακινηθώ, μέχρι που ξεκίνησα το διδακτορικό μου στην κοινωνική ανθρωπολογία. Η μέθοδος της εθνογραφίας, ο τρόπος να πλησιάσεις τους ανθρώπους, ο τρόπος να κάνεις έρευνα στο πεδίο, μετεξέλιξαν τον τρόπο που δουλεύω στο θέατρο. Όσο για το ντοκιμαντέρ, προέκυψε πολύ μαλακά, μέσα από τα θέματα με τα οποία καταπιανόμουν ήδη και ακαδημαϊκά.

Μιλώντας για τον δικό μου τρόπο έρευνας και τη μεθοδολογία που ακολουθώ, το θέατρο ντοκιμαντέρ δεν διαφέρει σε τίποτα από το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ. Είναι ωστόσο ένα είδος σε εξέλιξη και γι’ αυτό είναι πάρα πολύ ανοιχτό σε δοκιμές σε σχέση με τη φόρμα και τη σκηνική προσέγγιση. Έχει μια εγγενή ελευθερία ως είδος που μου αρέσει πολύ.

Στο θέατρο-ντοκιμαντέρ δεν έχεις να βασιστείς σε ένα προϋπάρχον θεατρικό κείμενο. Ξεκινάς από μια λευκή κόλλα χαρτί. Υπάρχει ένα θέμα, ένα ζήτημα, ένα γεγονός που σε ενδιαφέρει και από εκεί και πέρα βουτάς και όπου σε βγάλει η έρευνα. Όπου σε βγάλουν οι άνθρωποι, δηλαδή.

Έτσι λοιπόν είμαι και ερευνήτρια και δραματουργός και σκηνοθέτρια, γιατί αυτές οι τρεις ιδιότητες στο θέατρο ντοκιμαντέρ επικαλύπτουν η μια την άλλη και δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις ούτε σε στάδια. Η έρευνα συνεχίζεται, έρχεται καινούργιο υλικό, ενώ εσύ έχεις ξεκινήσεις να δομείς το έργο. Έχει τύχει σε παράσταση να εντάξουμε καινούργια μαρτυρία πέντε ημέρες πριν από την πρεμιέρα επειδή ήταν πολύ σημαντική.

Αν στο θέατρο μας αρέσει το γεγονός ότι κάθε παράσταση είναι μοναδική, με το θέατρο ντοκιμαντέρ συνειδητοποιείς ότι αυτή η εφημερότητα χτυπάει ταβάνι. Το «Belle Equipe», ας πούμε, δεν μπορείς να το ξαναδείς ως αυθύπαρκτη παράσταση από κάποιον άλλο θίασο κάπου αλλού. Είναι πολύ βιωματικός ο τρόπος δουλειάς, η διαδρομή, το αποτέλεσμα, οι άνθρωποι που εμπλέκονται.

Επομένως μια παράσταση θεάτρου-ντοκιμαντέρ είναι αδύνατο να παιχτεί από άλλους;

Το κατά πόσο μια τέτοια παράσταση μπορεί να ξεφύγει από το αρχικό σχήμα και να ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία είναι ένα ντιμπέιτ που έχουμε μεταξύ μας όσοι ασχολούμαστε με αυτό το είδος.

Υπάρχουν δημιουργοί που λένε «ευχαρίστως», γιατί αυτό είναι και το νόημα της τέχνης· να πολλαπλασιάζεται και να φτάνει μεγαλύτερα ακροατήρια. Υπάρχουν και άλλοι που λένε –και σέβομαι και τις δυο απόψεις– ότι αυτό το έργο είναι πάρα πολύ βιωματικό, είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης ομάδας και έρευνας και δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να γίνει κτήμα μιας άλλης ομάδας, σαν να πρόκειται για ένα έργο που κατέβηκε από το ράφι.

Αυτό κυρίως συμβαίνει με έργα, στα οποία συμμετέχουν και εμπλεκόμενοι στο θέμα άνθρωποι. Γιατί υπάρχουν και τέτοια έργα, καθώς, ανάλογα με την προσέγγιση και το τι εικάζεις ότι ταιριάζει κάθε φορά ως φόρμα, επιλέγεις αν θα ανεβάσεις στη σκηνή επαγγελματίες ηθοποιούς ή πρόσωπα που έχουν ζήσει από πρώτο χέρι την ιστορία. Τα πρόσωπα αυτά τα ονομάζω βιωματικούς περφόρμερς.

Αυτό βέβαια θέλει μεγάλη προσοχή. Δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις. Πάρε, για παράδειγμα, το «Belle Equipe». Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να διανοηθώ να εμφανιστεί ο ίδιος ο Grégory ως πάσχων πρόσωπο. Από την άλλη μεριά, η αμέσως προηγούμενη παράσταση που έκανα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, «Τα ταξίδια της Πηνελόπης», που είχε ως θέμα τη ζωή της γυναίκας του ναυτικού, μια αντεστραμμένη Οδύσσεια από την πλευρά της γυναίκας, ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι θα πήγαινα με πραγματικές γυναίκες. Είναι ανάλογα με το θέμα, τη φύση του και την προσέγγισή σου.

Πάμε ξανά στο Belle Equipe. Πώς προσεγγίζεις έναν άνθρωπο που έχει να διαχειριστεί ένα τόσο ισχυρό τραύμα, μόλις τέσσερα χρόνια μετά;

Θα σου μιλήσω πολύ ειλικρινά. Αν είχε πάει αλλιώς η συνάντηση με τον Grégory, αν αισθανόμουν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να το διαχειριστεί, δεν θα πάρει κάτι καλό από αυτή την ιστορία, δεν θα το είχα κάνει. Δεν θα είχε νόημα. Ο ίδιος, όμως, από την πρώτη στιγμή μου έδειξε τεράστια εμπιστοσύνη και το ευχαριστώ είναι πολύ λίγο. Γιατί, αν το σκεφτείς, εμφανίστηκα μπροστά του ουρανοκατέβατη. Μου είπε βέβαια: «Δεν ξέρω, αν συζητούσαμε να ανέβει η παράσταση στο Παρίσι, κατά πόσο θα μπορούσα να το υποστηρίξω». Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα κι εγώ ότι αν ήμουν Γαλλίδα δεν θα μπορούσα να το διαχειριστώ. Και κούμπωσε, εκείνη τη στιγμή, η συνθήκη της απόστασης που χρειαζόμουν και εγώ και εκείνος για να προχωρήσουμε.

Αισθάνθηκες την ανάγκη, σε διάφορες φάσεις, να ζητήσεις τη γνώμη του;

Φρόντισα να τον κρατάω ενήμερο για το τι συμβαίνει σε κάθε βήμα. Και είναι, ξέρεις, πολύ λεπτή αυτή η ισορροπία. Φυσικά και πιστεύω στην αυτονομία του καλλιτέχνη, αλλά εδώ πέρα μιλάμε για μια σχέση ουσιαστικής διάδρασης, η οποία εξελίχθηκε σε φιλία –όχι ότι αυτό είναι το ζητούμενο– αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορώ να διανοηθώ να μην είναι ο Grégory καλά μέσα σε αυτό. Και δεν εννοώ να του αρέσει.

Παρατήρησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί επί σκηνής ενσαρκώνουν για λίγο ή πολύ τον Grégory. Πώς προχώρησες σε αυτή την επιλογή;

Η ύπαρξη περισσότερων αφηγητών ήταν από τις πρώτες και πιο εύκολες επιλογές. Ήταν καθαρό μέσα μου ότι δεν ήθελα να κάνω καμία επίκληση στο συναίσθημα. Δεν ήθελα το κοινό να ταυτιστεί με έναν άνθρωπο. Δεν ήθελα αυτή τη νοητική επεξεργασία. Να σηκώσει ένας ηθοποιός όλη την ιστορία. Αν έχει μια δύναμη αυτό το θέατρο είναι η ικανότητά του να αναδείξει το μεγαλύτερο.

Επέλεξα άλλωστε να μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορία, επειδή, όσο απίστευτη κι αν ακούγεται, θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Και είναι ένα ταξίδι που όλοι θα περάσουμε ή έχουμε περάσει. Είναι ένα ταξίδι από το απόλυτο πένθος, το όποιο πένθος, πίσω στο φως της ζωής. Φυσικά με ένα ισχυρό πολιτικό υπόβαθρο από κάτω, μιλώντας για το backround της τρομοκρατίας και τον τρόπο που ο Grégory διαχειρίστηκε αυτή την ιστορία.

Αλλά, ναι, είναι καθαρό ότι δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο συγκεκριμένης φυλής, φύλου, ηλικίας. Από την αρχή έλεγα ότι θέλω ένα θίασο σπασμένο σε πολλούς διαφορετικούς και συγχρόνως ίδιους Grég που θα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας από τον άλλο. Αυτή ήταν η πρώτη δραματουργική επιλογή.

Και η δεύτερη, ότι βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα, πολιτικά και σκηνικά, την επιλογή που έκανε ο Grégory να ξανανοίξει το Belle Equipe. Είναι μια κατάφαση στη ζωή και ένα πολιτικό statement ταυτόχρονα. «Εγώ θα το ξανανοίξω και να πάτε να γαμηθείτε, δεν φοβόμαστε και θα γιορτάσουμε ξανά» και όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που έλεγε μέσα στο βιβλίο και που έλεγε και σε εμένα. Γιατί δεν είχε καμιά ανάγκη να το κάνει. Ισα ίσα που ήταν πολύ δύσκολη διαδικασία να ξαναστήσει ένα μαγαζί που είχε ισοπεδωθεί, που είχε παντού σφαίρες που δεν ήθελε με τίποτα να θυμίζει το πριν. Και το άνοιξε τέσσερις μήνες μετά.

«Φαντάζεσαι να περνάνε μπροστά από το πρώην La belle équipe και να βλέπουν μια τράπεζα; Ή ένα κατάστημα με οπτικά; Αυτό θα με σκότωνε για δεύτερη φορά. Ε λοιπόν, θα το ξανανοίξω το La belle équipe. Θα το ξανανοίξω και το γέλιο θα βρει τον χώρο που του ανήκει δικαιωματικά. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο αυτός εδώ ο χώρος να παραμείνει ένας χώρος ζωής». Αυτά είναι δικά του λόγια.

Έχει μια τραγική επικαιρότητα το «Belle Equipe» αν σκεφτείς ότι αφορμάται από μια πολεμική συνθήκη, όπως είναι η τρομοκρατία. Τελικά η τέχνη αντιγράφει τη ζωή;

Στην περίπτωση του θεάτρου-ντοκιμαντέρ θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάνεις θέατρο το πραγματικό, μιλάς για μια ακραία πραγματικότητα που σε ξεπερνάει και μετά έρχεται μια νέα πραγματικότητα να σε ξεπεράσει ξανά. Αν το δεις χρονικά, πάντως, όταν ξεκίνησα το «Belle Equipe» δεν υπήρχε καμία πανδημία και καμία Ουκρανία.

Ήρθε όμως και προσγειώθηκε τελικά σε μια στιγμή που αυτός ο φόβος που συζητάμε, ο φόβος της τρομοκρατίας, του πολέμου, ο φόβος του διαφορετικού ή και του διπλανού –ποιος αναπνέει στο διπλανό τραπέζι;– έχει επικαιροποιηθεί με άλλες αποχρώσεις προφανώς σήμερα, αλλά εξακολουθεί να είναι ο ίδιος αρχετυπικός φόβος απέναντι στο(ν) άλλο. Μεγεθυμένος με έναν τρόπο που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ. Με έναν τρόπο η τέχνη βρίσκει τις συνδέσεις της με τη ζωή και η ζωή συνδέεται με την τέχνη.

 

Documento Newsletter