Μαρίζα Κωχ: Παραμένω ψύχραιμη και στα πιο δύσκολα, είμαι βραδυφλεγής βόμβα

Μαρίζα Κωχ: Παραμένω ψύχραιμη και στα πιο δύσκολα, είμαι βραδυφλεγής βόμβα

Η Μαρίζα Κωχ μας υποδέχεται στο σπίτι της που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη. Ξεκινάμε πρώτα τη φωτογράφηση και σχολιάζουμε την υπέροχη αυλή της, τα ταβάνια με τα γλυπτά τις όμορφες γειτονιές στις οποίες ζει εδώ και πενήντα χρόνια.

Φωτογραφία Στέλιος Μισίνας / Eurokinissi

Μόλις πριν από λίγες ώρες έμαθε ότι το διπλανό νεοκλασικό πουλήθηκε σε Κινέζους. «Με πληγώνει όταν βλέπω κάθε τόσο ένα παλιό σπίτι να αλλάζει, να γίνεται καινούργιο τρίπατο και να καταλήγει σε Airbnb» λέει. Τα πρώτα της χρόνια τα έζησε στα Αναφιώτικα. «Γι’ αυτό δεν μπορώ να φύγω από εδώ γύρω» εξηγεί. Θυμάται το σπίτι όπου έζησε για 32 χρόνια. «Αγαπιούνται τα παλιά σπίτια. Φέρουν μνήμες, ακόμη και εικόνες κι αντικείμενα. Στο πατάρι εκείνου του σπιτιού, εκτός από ενθύμια της οικογένειας βρήκα κάποια στιγμή δύο νταμιτζάνες πετιμέζι. Ρώτησα τότε τη γιαγιά που ζούσε ακόμη στον κάτω όροφο και μου είπε “με αυτό περάσαμε την Κατοχή”. Αυτές οι νταμιτζάνες είχαν ξεμείνει από τότε. Με αλχημείες μεγάλωσαν τα παιδιά» λέει.

Θα μπορούσατε να ζήσετε σε σπίτι χωρίς αυλή;

Δεν μπορώ χωρίς αυλή. Στην κυριολεξία ο χώρος μου είναι έξω. Η μάνα μου μου έλεγε «παιδί μου, σπίτι όσο χωρείς και τόπο όσο θωρείς. Κι ένα καμαράκι να ’χεις είναι αρκετό». Θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια ζώνη προστασίας γύρω από την Ακρόπολη. Γιατί και η Πλάκα αναλώθηκε πλέον αλλά και το Κουκάκι. Και πού να πάμε εμείς που έχουμε τα πατήματά μας στα πεζοδρόμια, που ξέρουμε ποια πλάκα κουνάει και ποια δεν κουνάει;

Όταν ήσασταν παιδί βρίσκατε θαμμένα ειδώλια στο θέατρο του Διονύσου.

Ναι, σπαράγματα. Ήταν όλα ξέφραγα τότε και κατηφορίζαμε εμείς τα ξυπόλυτα τάγματα. Μιλάμε για πολλά παιδιά. Και τσακωνόμασταν βέβαια, γιατί άλλος έβρισκε το χέρι, άλλος το πόδι κι άλλος το κεφάλι. Τα βάζαμε χάμω και ό,τι ταίριαζε στον καθένα πιο πολύ -γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να είναι άρτιο- είχαμε συμφωνία να το δίνει ο ένας στον άλλο. Αυτό ήταν ένα από τα παιχνίδια μας.

Γιατί δεν γράψατε «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης» νωρίτερα;

Έχω την εντύπωση ότι το θράσος μου, η άγνοιά μου, η ορμή της ζωής έδωσαν μια εικόνα ενός κοριτσιού που ήταν μες στο παιχνίδι. Και δεν ταίριαζε αυτή η εικόνα με τις άλλες αναφορές. Δεν ήθελα κάποιος να σκέφτεται για μένα όλα αυτά και να στενοχωριέται. Εγώ ήθελα να καμαρώνω. Τώρα πια είχα πολύ σοβαρό λόγο να τα γράψω.

Ποιος ήταν αυτός;

Υπάρχει σήμερα επιτακτική ανάγκη να ρίξουμε όλη την αγάπη που διαθέτουμε στον συνάνθρωπό μας, σε αυτά τα παιδιά του πολέμου που βρέθηκαν στη χώρα μας. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι παιδί του πολέμου. Και ήθελα μέσα από την αγάπη που έχει ο κόσμος για μένα, που υπήρξα παιδί του πολέμου, να ρίξει τη ματιά του στα άλλα παιδιά. Γιατί έχω την πεποίθηση ότι αγαπήθηκα και αυτό φάνηκε και στα τραγούδια μου και στο Κέντρο Βιωματικής Μουσικής Κίνησης και Λόγου που έκανα και ταχταρίζω παιδιά εδώ και 22 χρόνια.

Η σκέψη σας εξακολουθεί να είναι τόσο φρέσκια γιατί όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν κοντά στα παιδιά;

Δεν ξέρω τι θα πει φρεσκάδα.

Εννοώ ότι είστε άνθρωπος του σήμερα.

Με τα παιδιά που ταχτάρισα και είναι και χιλιάδες, δέχτηκα τη χαρά των παιδικών χρόνων που δεν είχα. Ήταν αναπόφευκτο να νιώθω πιο πολύ παιδαγωγός παρά τραγουδίστρια. Και πιο πολύ έχω χαριστεί στα παιδιά παρά στους μεγάλους. Εδώ και 22 χρόνια που έχω το Κέντρο Βιωματικής Μουσικής έχει μεγάλη σημασία για μένα το υλικό που διδάσκεται –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μουσική- να είναι καινούργιο. Μέσα από τη γραφή αυτή έδωσα όλη την τέχνη μου, τον ψυχισμό μου και ταίριαξε πολύ με την παιδική διάθεση. Αυτό για μένα ήταν και λυτρωτικό και δημιουργικό τελικά. Για δες!

Μέσα στα παιδικά βιώματα που σας καθόρισαν ήταν και η συνάντησή σας με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Δαφνί, όταν νοσηλευόσασταν για το τράχωμα στα μάτια.

Εκεί έμεινα από τριάμισι έως εννέα χρόνων. Όλα αυτά τα χρόνια εκεί ήταν το στέκι των Μικρασιατών, εκείνων που πουλούσαν τα λαχανικά στις γειτονιές. Έρχονταν λοιπόν κάθε Σάββατο, ξεπέζευαν τα άλογά τους -τσούρμο τα άλογα πάνω την ανηφόρα. Απάνω στα κάρα ήταν όλη η οικογένεια, παππούδες, γιαγιάδες, παιδιά. Κατέβαζαν τα πλαϊνά από τα κάρα και αμέσως στρωνόταν ένα τραπέζι με τόσα καλούδια, που εμείς από το ίδρυμα που είχαμε κάνει λαγούμι και βγαίναμε, δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε. Κι αυτοί όμως δεν ξέρανε τι να μας πρωτοδώσουνε. Τα μακό μπλουζάκια τα τσιτώναμε και μας τα γέμιζαν με ό,τι καλύτερο υπήρχε στο τραπέζι. Φαντάσου τώρα από κεφτεδάκια μέχρι γαλακτομπούρεκα και μπακλαβαδάκια, όλα αυτά μέσα σε ένα μακό.

Όλες οι καρότσες είχαν απάνω ένα γραμμόφωνο με πλάκες τις οποίες αντάλλασσαν μεταξύ τους και γινόταν πανδαιμόνιο. Αυτό το θυμάμαι και αργότερα στα νεανικά μου χρόνια, τότε που συνηθιζόταν κάθε μεσημέρι να υπάρχει εκπομπή στην οποία οι δισκογραφικές παρουσίαζαν τα καινούργια τους τραγούδια. Θυμάμαι τότε να ακούγονται μουσικές από τα ανοιχτά παράθυρα. Σε όποια γειτονιά κι αν ήσουν άκουγες Καζαντζίδη, Στράτο… και ποιον δεν άκουγες. Έπαιζαν όλα τα ραδιόφωνα μαζί. Αν στεκόσουν σε ένα σταυροδρόμι δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τραγούδι.

Έτσι κι εκεί έπρεπε να πας πολύ κοντά στο γραμμόφωνο για να ξεχωρίσεις τα τραγούδια. Στο τέλος με ανέβαζαν πάνω στο κάρο και μου έλεγαν: «Αφού το ’μαθες πες το τώρα». Είχα και το τσούρμο το δικό μου και κάνανε κλάκα από κάτω. «Πόσα τάληρα γυρεύεις να μας πας και να μας φέρεις;» τραγουδούσαν εκείνοι. Κι απαντούσα εγώ «Δέκα τάληρα γυρεύω να σας πάω και να σας φέρω». Αυτή ήταν η σπουδή μου στην ασυγκέραστη μουσική. Γιατί συνέχεια στο νησί που δεν είχα περίγυρο και κατέφευγα στους εσπερινούς που ήταν ο παππούς μου παπάς, εκεί στερεώθηκα μουσικά. Ό,τι είμαι είναι από Μικρασία και ψαλμοί.

Λόγω της χούντας αποφύγατε να γράψετε στίχους. Προτιμήσατε να διασκευάσετε παραδοσιακή μουσική ανοίγοντας έτσι τελικά νέους δρόμους.

Τη νύχτα της 21ης Απριλίου έτυχε να είναι και το ξεκίνημά μου στο Τζάκι, την μπουάτ που είχε κάνει ο Θεοδωράκης με τη Φαραντούρη, τον Καλογιάννη, τον Καρνέζη, τον Παπαδόπουλο και τον Γιάννη Διδίλη. Σχολώντας εκείνη τη νύχτα βγήκαμε έξω και ακούσαμε έναν τρομακτικό θόρυβο. Είπε τότε ο Μίκης «Αυτά είναι ερπύστριες από τανκς. Γρήγορα στα σπίτια σας». Φύγαμε, σκορπίσαμε, μαζευτήκαμε στο Λονδίνο ως ομάδα κάναμε κάποιες συναυλίες. Εγώ έμεινα στο Λονδίνο ένα διάστημα, ενσωματώθηκα κάπως με τους χίπις. Είχα έναν τρόπο να με περνάνε για όμοιά τους στο Χάιντ Παρκ και εκεί υπήρχε μια σκηνή στην οποία όποιος ήθελε ανέβαινε πάνω και τζαμάριζε. Εκεί έμαθα να τζαμάρω. Γύρισα λοιπόν στην Ελλάδα και δεν ήθελα να τραγουδήσω λογοκριμένο υλικό. Είπα «έχω καταφύγιο». Πήρα τα παραδοσιακά και τα τραγούδησα με τον ηλεκτρικό ήχο με τον οποίο είχα πλέον μπολιαστεί. Κι έτσι μπορεί να είμαστε και οι πρώτοι στον κόσμο -αν όχι πρώτοι σίγουρα μέσα στην πρώτη τριάδα- που γεννήσαμε την έθνικ μουσική.

Κάποιοι αντέδρασαν.

Λογικό ήταν. Δεν ήταν απλώς πειραγμένα τα τραγούδια. Εκείνο που έγινε, δεν ξέρω το θράσος της νιότης, της άγνοιας, της εποχής, η ιδέα ότι νόμιζα ότι μέσα από τον έντονο ήχο έκανα αντίσταση. Δεν υπήρχε λόγος αλλά υπήρχε ο ήχος. Νόμιζα ότι ήταν ό,τι πιο επαναστατικό. Έτσι τα αισθανόμουν κι έτσι τα έδωσα τα τραγούδια. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση κάποιων λαογράφων. Και είχαν και δίκιο. Αλλά εγώ πώς θα λυτρωνόμουν;

Σας εντυπωσίασε το Λονδίνο;

Μου άρεσε αυτή η πανσπερμία της οποίας έγινα κι εγώ μέρος. Και δεν ήμουν μόνη μου ήταν εκεί και ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ηθοποιοί, άλλοι μουσικοί. Δυσκολευτήκαμε να επιβιώσουμε γιατί τότε υπήρχε το συνάλλαγμα, όμως ήμασταν πολύ αλληλέγγυοι μεταξύ μας. Εγώ είχα βρει ένα στέκι κι έλεγα μερικά τραγούδια. Από εκεί εξασφάλιζα τα βουτυράκια και τα μέλια από τα μπρέκφαστ. Ο ένας φρόντιζε τον άλλο. Κάποια στιγμή επέστρεψα στην Ελλάδα γιατί μεγάλωνα και το παιδί μου και έπρεπε να είμαι εδώ. Οι άλλοι προσχώρησαν σε διάφορες χώρες στις οποίες έγιναν συναυλίες διαμαρτυρίας για τον δημοκρατικό αγώνα. Εγώ μόνο εκεί στάθηκα. Αλλά όταν γύρισα δεν σώπασα.

Ο κόσμος ήταν πολύ φοβισμένος εκείνη την εποχή;

Ήταν στ’ αλήθεια φοβισμένος. Πάντα αναρωτιέμαι, εμείς ήμασταν μικρά τότε, οι άνθρωποι όμως που ήταν μες στη ζωή πώς άντεξαν αυτή την ανελευθερία, αυτή την καταπίεση. Να μην μπορείς να αρθρώσεις λόγο για το τι αισθάνεσαι, να φοβάσαι μην ψαρέψει ο δάσκαλος το παιδί σου στο σχολείο. Ήταν πολλά τα επτά χρόνια. Ακόμη τα πληρώνουμε και το ξέρουμε.

Τι συνέβη στη διώρυγα του Παναμά;

Κάποια στιγμή άρχισα να δέχομαι προτάσεις για εμφανίσεις στο εξωτερικό, από τους Έλληνες που ζούσαν εκεί. Έτσι ταξίδευα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο χρόνο ταξίδευα σε όλο τον κόσμο. Ταξίδευα πολύ τότε. Από το Κάιρο βρισκόμουν στη Ζιμπάμπουε, από εκεί στη Νότιο Αφρική, μετά Λατινική Αμερική. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη Γη του Πυρός και όπως ανεβαίναμε προς τα πάνω σταθήκαμε στον Παναμά, παρότι δεν είχαμε συναυλία.

Ο πρόξενος θέλησε να ξεναγήσει όλη την ομάδα μας στο κανάλι. Λόγω αξιώματος είχε το δικαίωμα να καθίσει στην μπροστινή κερκίδα. Άπλωνες το χέρι σου κι έπιανες το χέρι του καπετάνιου. Εκεί τα πλοία μπαίνουν σε μια λεκάνη η οποία ανεβαίνει τρία μέτρα, μετά υπάρχει μια άλλη λεκάνη η οποία ανεβαίνει άλλα τρία μέτρα. Όλο αυτό λειτουργεί με τη δύναμη του νερού που ωθεί κάτι χειροκίνητα τρενάκια. Όπως παρακολουθούσα τη διαδικασία είδα να μπαίνει ένα πλοίο που έγραφε στα ελληνικά τη λέξη «Ελάφι» και είχε ένα τεράστιο Ν στο φουγάρο.

Είχα κουραστεί τόσο από την περιοδεία σε τόσες χώρες που βλέποντας αυτό είδα ένα κομμάτι από πατρίδα. Αυθόρμητα είπα στον αρχιπιλότο του καναλιού: «Δώσε μου αμέσως το μικρόφωνο. Μια καλημέρα μόνο θα πω, είναι πατριώτες». Μου έδωσε το μικρόφωνο -κακό της κεφαλής του. Αυτό που ακολούθησε το έγραψαν οι εφημερίδες όλου του κόσμου. Για δεκαέξι λεπτά σταμάτησε η λειτουργία του καναλιού με το που άρχισα το «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με». Βγαίναν οι ναύτες πάνω στην κουβέρτα και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Φώναζαν: «εσύ είσαι εδώ!». Και τότε όσοι τραβούσαν το τρενάκι άρχισαν να φωνάζουν «Ντιρλαντά», «Never on Sunday». Τι χατίρι να χαλάσεις! Αναγκάστηκε ο άνθρωπος και μου έκλεισε το μικρόφωνο για να συνεχίσει το κανάλι τη λειτουργία του.

Όταν άκουσαν τι συνέβαινε τα πλοία που ήταν και από την πλευρά του Ειρηνικού -και ήταν πολλά, μπορεί και διακόσια- άρχισαν να βαράνε τις σειρήνες. Το ίδιο συνέβη και με τα πλοία στην πλευρά του Ατλαντικού. Δεν ξέρω πού κορυφώθηκε ο ήχος πάνω από τους δυο ωκεανούς.

Περιγράφετε τόσο γλαφυρά που νιώθω σαν να είμαι μπροστά.

Τα τραγούδια το κάνουν αυτό. Γιατί έχουν πολλές εικόνες που πρέπει να τις αποδίδεις την ώρα που ερμηνεύεις.

Ήταν επεισοδιακή η πρώτη σας γνωριμία με τον Νίκο Κούνδουρο.

Στη μεταπολίτευση έγινε η πρώτη συναυλία με τα Τραγούδια της Φωτιάς, τα οποία κινηματογράφησε εκείνος. Ήμασταν στις κερκίδες του γηπέδου, συγκροτήματα. Μας είχε καλέσει η Μελίνα να πούμε ο καθένας δυο τρία τραγούδια με το σχήμα μας. Ο Νίκος που έκανε την πρόβα για την εικόνα έλεγε από το μικρόφωνο «Να κατέβει το συγκρότημα του Ξυλούρη», του Μαρκόπουλου κ.λπ. Κάποια ακούστηκε να λέει «Να κατέβει το συγκρότημα της Κωχ. Ακου ξενομανία! Να τραγουδάει τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια και να λέγεται Μαρίζα Κωχ. Πού φτάσαμε;» μονολογούσε με ανοιχτό το μικρόφωνο. Όταν το άκουσα πήγα κοντά του και του είπα «Κάτσε τώρα κάτω στο γρασίδι να πεις συγγνώμη. Γιατί εμένα αυτό είναι το όνομά μου και δεν μπορώ να μην είμαι ο εαυτός μου και να ξέρεις ότι ο πατέρας μου ήταν Γερμανός, φωτισμένο μυαλό απ’ όσο ξέρουμε από τη μάνα μου και αξίζει να έχω το όνομά του. Και όσο μεγαλώνω και νιώθω την ταξική διαφορά και τον χώρο στον οποίο ανήκω αυτό θα το υποστηρίζω σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει».

https://www.youtube.com/watch?v=g8kiKAxBIF4

Πώς αντέδρασε;

Δεν έβγαζε μιλιά και δεν ήξερα γιατί δεν ανταπέδιδε μια κουβέντα. Είχα προλάβει και του είχα πει ότι ο πατέρας μου άφησε τη ζωή του στα κρατητήρια της οδού Σκουφά στο Πειραματικό Σχολείο. Ο Νίκος είχε παγώσει. Μου λέει κάποια στιγμή «Την ώρα της οπισθοχώρησης ήμουνα πάνω στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση μαζί με άλλους ΕΠΟΝίτες. Και ήμασταν μικροί ήμασταν άοπλοι, αλλά έγινε μεγάλη μάχη κάτω. Ένας νεαρός μόνο γλίτωσε, γιατί πρόλαβε και μπήκε στην εκκλησία. Έγινε αμέσως δικαστήριο εκείνη τη στιγμή από τους μαχητές και αποφάσισαν να μην τον αιχμαλωτίσουν και να του δώσουν το δικαίωμα να προχωρήσει μαζί με τους άλλους. Όταν όμως κατεβήκαμε από το καμπαναριό μπήκαμε μέσα στο σχολείο. Κάτω ήταν τα κρατητήρια. Είχε γίνει σφαγή». Αν ήταν κι ο πατέρας μου μέσα δεν το ξέρουμε. Αν υπήρχε όμως περίπτωση κάποιος να είχε δει το πρόσωπό του θα ήταν ο Νίκος. Αγκαλιαστήκαμε. Είπαμε ότι θα είμαστε πια αδέρφια και όλα τα χρόνια ζήσαμε οικογενειακά πολύ κοντά.

Μελοποιήσατε Καββαδία σε μια νύχτα όπου η γη και η θάλασσα έγιναν ένα.

Βρεθήκαμε με μια παρέα στην Καρδαμύλη για να μείνουμε σε ένα πυργάκι. Ήταν τόσο φοβερή η τρικυμία που νόμιζα ότι θα ξερίζωνε τον βράχο όπου βρισκόταν το μικρό πυργάκι, το οποίο λειτουργούσε ως πανσιόν. Μετά τα μεσάνυχτα ήρθαν κάτι θηριώδη κύματα, καβαλήσανε το πυργάκι και πήραν μαζί τους όλο τον όρμο. Ξεριζώθηκε το λιμάνι χιλιάδων χρόνων, χάθηκαν τα καΐκια. Έμεινε μόνο ο βράχος με το πυργάκι. Μεγάλη καταστροφή. Εγώ ήξερα τα ποιήματα του Καββαδία, τα είχα αγαπήσει. Είχαν σπάσει και τα τζάμια της πανσιόν και έμπαινε μέσα η θάλασσα και καθόμουν πάνω τους και τραγουδούσα. Θα σου πω κάτι που δεν το έχω ξαναπεί, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται. Δεν μελοποίησα εγώ Καββαδία, μόνες τους ήρθαν οι μελωδίες. Είναι οι μελωδίες που περιέχονται στα ποιήματα κατά τη γνώμη μου. Ήταν σαν την επίσκεψη του πνεύματός του, του περιεχομένου του, όλων των μουσικών που τους κατάπιε η θάλασσα… Ποιος ξέρει;

Η πρώτη μεγάλη φυσική καταστροφή που βιώσατε ήταν ο σεισμός της Σαντορίνης. Πώς τον θυμάστε;

Παραμένω ψύχραιμη και στα πιο δύσκολα, είμαι βραδυφλεγής βόμβα. Πρώτα περνάω το ψύχραιμο στάδιο και μετά αρχίζω και συλλογίζομαι «μα τι έγινε;» Και ως παιδί ακόμα περισσότερο. Και τσακωνόμασταν με τους άλλους πόσους σεισμούς έκανε σήμερα. Έκανε εκατό, όχι έκανε διακόσιους.

Αυτή η ψυχραιμία σας είναι που σας έκανε να τραγουδήσετε το 1976 στη Γιουροβίζιον ενώ ξέρατε ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να σας σημαδεύει ελεύθερος σκοπευτής;

Ναι, δεν πρόκειται περί απάθειας πάντως. Εκείνη την εποχή, πριν από τη συμμετοχή μου στη Γιουροβίζιον είχα πάει στην Κυρήνεια. Η εικόνα που μου είχε κολλήσει στο μυαλό ήταν το καστρόμορφο λιμάνι. Κι εκείνη τη στιγμή είπα όχι αυτή την εικόνα δεν θα την αποποιηθώ. Και στη Γιουροβίζιον τραγούδησα για το κάστρο στο λιμάνι της Κυρήνειας.

Ποιος σας ζήτησε να μη βγείτε στη σκηνή;

Η αστυνομία του χώρου ενημέρωσε την ελληνική αντιπροσωπεία ότι υπήρχε κίνδυνος για ελεύθερο σκοπευτή, γιατί έξω στους δρόμους υπήρχαν 60.000 Τούρκοι διαδηλωτές. Εντωμεταξύ τον καθαρισμό του μεγάρου όπου γινόταν η παράσταση είχε αναλάβει ομάδα Τούρκων και ο φανατισμός της διαδήλωσης έξω προμήνυε κάτι κακό, σύμφωνα με την αστυνομία του χώρου. Ζήτησαν λοιπόν να μη βγει στη σκηνή η ελληνική συμμετοχή. Πετάχτηκα τότε και είπα «Θα βγω με δική μου ευθύνη». Και υπέγραψα για να βγω.

Γιατί σήμερα με όλα αυτά που ζούμε δεν έχουμε πολιτικό τραγούδι;

Γιατί δεν υπάρχει συνείδηση. Όλο αυτό έχει ρίζες στη μεταπολίτευση. Εκτός από τους συνειδητοποιημένους ανθρώπους, οι άλλοι ήταν εξ’ αγχιστείας προοδευτικοί. Δεν το λέω για να κατακρίνω κανέναν αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Όταν ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια τουριστική έξαρση με το σιρτάκι ντανς να είναι το μόνο που έχουμε να πουλήσουμε ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Έκανα κάθε καλοκαίρι συναυλίες στην Ελλάδα γιατί είχα πάντα ένα συγκρότημα που έπρεπε να διατηρώ. Στην ακμή του ΠΑΣΟΚ και σε όλη του τη διαδρομή έζησα όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου μέσα στον λαϊκισμό. Γήπεδα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς αισθητική, χωρίς καμία απαίτηση του κόσμου και ενώ τραγουδάς ένα ρεπερτόριο που το πιστεύεις να πρέπει να το εξελίξεις οπωσδήποτε σε χορό. Το ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε τροχοπέδη στον ελληνικό πολιτισμό. Με τα χρόνια οι άνθρωποι έγιναν απολιτικοί, έπεσαν οι αξίες, τα πρότυπα.

Στις απολιτίκ γενιές δεν ρίζωσε και ο φασισμός;

Ναι, φταίει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στους πολιτικούς μας. Δεν αναφέρομαι σε όλους. Οι εννιά στους δέκα όμως έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Μακάρι ο καθένας να διεκδικεί το ένα δέκατο και να είμαστε εμείς λάθος. Μακάρι.

Info

Η Μαρίζα Κωχ και η Νένα Βενετσάνου συναντώνται στη μουσική σκηνή Trii Art Hub (Δράκου 9, Κουκάκι, 210 9210333) σε ένα μουσικοθεατρικό αναλόγιο με σημείο αναφοράς το βιβλίο της Μαρίζας Κωχ, «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης» (Μεταίχμιο). Κάθε Σάββατο έως τις 23/2, στις 20.30

Documento Newsletter