Ο λαϊκός τραγουδιστής που έκανε καριέρα σε μαγαζιά της επαρχίας το ’80 και ’90 μιλάει πρώτη φορά για τη ζωή του και διαψεύδει όσα είδαμε στην τηλεοπτική σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» για την αντιμετώπιση των γκέι τραγουδιστών
Ο Μάριος Βεάνος άφησε το στίγμα του στα νυχτερινά μαγαζιά της περιφέρειας τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Η φωνή του συζητήθηκε πολύ, το εκκεντρικό του στιλ επίσης. Πρώτη φορά διάβασα για τον τραγουδιστή στο βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει» του Θάνου Αλεξανδρή, ένα μοναδικό στο είδος του οδοιπορικό στα σκυλάδικα της επαρχίας. Στο ομώνυμο σίριαλ που προβάλλεται αυτό τον καιρό στην τηλεόραση (Alpha) υπάρχει ένας χαρακτήρας που –για όσους έχουμε διαβάσει το βιβλίο– είναι αναφορά στον Βεάνο. Ή τουλάχιστον αυτό υποθέσαμε. Τον συνάντησα για να μου διηγηθεί την ιστορία του. Μου εξήγησε ότι ο χαρακτήρας της σειράς «Ντίνος» –τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Γιώργος Παπαπαύλου– δεν έχει καμία σχέση με αυτόν και τη ζωή του. Ο Μάριος Βεάνος ξεκαθαρίζει ότι δεν βίωσε κακοποιητικές συμπεριφορές όπως αυτές που είδαμε στο «Αυτή η νύχτα μένει». Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.
Αντί για μπράβους, λυκόσκυλα
Από μικρός είχα έφεση στα καλλιτεχνικά. Διάβαζα τα μαθήματά μου και κάτω από το βιβλίο έκρυβα τον «Οικογενειακό Θησαυρό» που είχε πάντα στο εξώφυλλο καλλιτέχνες και στις πίσω σελίδες έγραφε ποιος τραγουδούσε πού. Κι εγώ τραγουδούσα από μικρός. Οπως πολλά άλλα παιδιά, πήγαινα μπροστά στον καθρέφτη και κρατούσα μια βούρτσα για μικρόφωνο. Στα 17 μου άφησα ένα ωραιότατο γράμμα στους δικούς μου, πήρα μια βαλίτσα και βγήκα στη νύχτα. Εφυγα με δυο φίλες τραγουδίστριες που είχα γνωρίσει και πήγαμε σε ένα σκυλάδικο στην Πάτρα. Γκράντε σκυλάδικο θα το έλεγα. Τότε δεν ήξερα τη διαφορά ανάμεσα στο σκυλάδικο και το καλό μαγαζί, νόμιζα ότι όλα είναι ίδια.
Ο επιχειρηματίας αντί για μπράβους είχε δύο μεγάλα λυκόσκυλα. Αν γινόταν φασαρία ή κάποιος πελάτης δεν πλήρωνε τον λογαριασμό, στέκονταν τα λυκόσκυλα αριστερά και δεξιά του και τον κοιτούσαν στο πρόσωπο, περιμένοντας ένα νεύμα από τον επιχειρηματία για να τον βουτήξουν. Ολα αυτά συνέβαιναν το 1985. Πέρασα καλά εκεί. Μπορεί να μην ήταν καλό μαγαζί αλλά έκανα αυτό που μου άρεσε.
Το επόμενο ήταν επίσης… μέγαρο μουσικής. Ιδιοκτήτης ήταν ο «Χρήστος ο γουρουνάς» – τον έλεγαν έτσι γιατί είχε χοιροστάσια. Το χονδρεμπόριο με τα γουρούνια τού άφησε πολλά λεφτά κι έτσι είχε τη δυνατότητα να ανοίξει μαγαζί, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια κατασκευή με τζαμαρίες οι οποίες καλύπτονταν από κουρτίνες. Το Mon Ami –έτσι το έλεγαν– είχε μοκέτα. Από κάτω ήταν χώμα, δεν υπήρχε δάπεδο. Στο κέντρο ήταν μια σόμπα από την οποία έφευγε ένα μπουρί που ανέβαινε στο ταβάνι και διαπερνούσε σε μήκος το μαγαζί. Στην πολύ μικρή πίστα στέκονταν τέσσερις υποτυπώδεις μουσικοί.
Εμένα όμως όλα αυτά δεν με ενοχλούσαν. Είχα φτιάξει ένα κουστούμι χρυσό από δερματίνη, με ασορτί πουκαμισάκι και γραβατούλα. Το μαλλάκι μου μακρύ και πάντα μακιγιάζ. Επιρροές μου ήταν ο Μπόι Τζορτζ, ο Ελτον Τζον με τα φανταχτερά ρούχα και ο Λιμπεράτσε. Στο φτωχό μου μυαλό αυτό το στιλ ήθελα να μεταφέρω στην Ελλάδα. Βέβαια προκαλούσε σοκ εκείνη την εποχή, διότι όλοι οι τραγουδιστές έβγαιναν στην πίστα με ένα μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο και τα Σάββατα πρόσθεταν σε αυτό το σύνολο ένα σακάκι και μια γραβάτα. Ετσι, όταν πρωτοβγήκα στην πίστα τούς ξένιζα. Εκτιμούσαν, ωστόσο, ότι ήμουν καλός τραγουδιστής.
Στο G.G. της Βέροιας γινόταν λαϊκό προσκύνημα
Μετά πήγα στην Πτολεμαΐδα. Ψιλοσοκαρίστηκα γιατί το μαγαζί ήταν χειρότερο από τα δύο προηγούμενα. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα μπαίνοντας ήταν δυο τρεις γεματούλες κονσοματρίς, δυο τρεις τραγουδίστριες –ο Θεός να τις κάνει– κι ένας λαϊκός τραγουδιστής που έμοιαζε με λαχαναγορίτη. Ομως δεν με πτοούσαν αυτά ούτε με φόβιζαν. Από εκεί κι ύστερα άρχισε η άνοδος. Στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα άρεσα κι έτσι έμενα πολύ, ακόμη και πέντε ή έξι μήνες. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να ανανεωθεί το πρόγραμμα και έφευγα. Στην Πτολεμαΐδα ήρθε ένας μάνατζερ –μη φανταστείς κάποιον σαν τον Ηλία Ψινάκη– να μας πάει Θεσσαλονίκη για την επόμενη δουλειά. Περάσαμε από τη Βέροια για να πάρει λεφτά από ένα μαγαζί, το G.G. (Τζιτζί). Μπαίνοντας στο πάρκινγκ είδα μπροστά μου ένα μεγαθήριο που όμοιό του δεν υπήρχε στην Αθήνα.
Εσωτερικά ήταν το κάτι άλλο, μες στο βελούδο, με ηχολήπτες και φωτιστές. Είχα μαζί μου μια φίλη, καλλονή, αλλά δεν είχε φωνή. Ο μαγαζάτορας Γιώργος Ζήσης ζήτησε να κλείσει την κοπέλα. Δεν ήθελε εμένα καθώς έβρισκε την εμφάνισή μου πολύ εκκεντρική για «οικογενειακό» μαγαζί, όπως έμαθα ότι είπε. Η φίλη μου επέμεινε να μείνω κι έτσι το δέχτηκε. Την επόμενη μέρα είχαμε πρόβα με δεκαμελή ορχήστρα. Ανεβαίνει να τραγουδήσει η Βάσω, παθαίνει σοκ ο Γιώργος. Τότε όμως ήθελαν όμορφα κορίτσια που μπορεί να μην τα έλεγαν πολύ καλά αλλά τις προόριζαν είτε για γλάστρες στα φωνητικά είτε για να κρατούν συντροφιά στις αντροπαρέες στα τραπέζια – και τα καλά μαγαζιά είχαν κονσομασιόν. Οταν ήρθε η σειρά μου να τραγουδήσω είπα το «Μια χαμένη Κυριακή» που έλεγε η Μαρινέλλα. Και ο Γιώργος έμεινε κάγκελο. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Με βρήκε στα 18 μου και με καθοδήγησε, με προστάτεψε, με φρόντισε, με μάλωνε όταν χρειαζόταν.
Οπου κι αν πήγαινα όταν έβγαινα στην πίστα ο κόσμος πάθαινε σοκ. Μπορεί να είχε προηγηθεί ο Φλωρινιώτης με τα εκκεντρικά ντυσίματα, όμως ήταν στην Αθήνα. Στα μέρη όπου ήμουν εγώ δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Μέρα με τη μέρα άρχισε να γίνεται θόρυβος γύρω από το όνομά μου. Κακά τα ψέματα, πιο πολύ τραβάει η περιέργεια τον κόσμο, ασχέτως αν μετά τον κερδίζεις με τη φωνή. Ημασταν ανοιχτά κάθε μέρα και ο κόσμος συνεχώς αυξανόταν. Τότε έκλεισε ο Ζήσης το μαγαζί για μια βδομάδα. Οταν ξανάνοιξε με έβαλε πρώτο όνομα και άλλαξε το σχήμα. Εκεί ήταν και ο Θάνος Αλεξανδρής, δωδεκαμελές αγγλικό μπαλέτο και ελληνικό μπαλέτο από την Αθήνα. Κάναμε πρεμιέρα και άρχισε λαϊκό προσκύνημα.
Από τη διχαλωτή παντόφλα στις ολομέταξες γραβάτες
Μέχρι τότε είχα ένα κουστουμάκι και ένα παντελόνι με μια πουκαμίσα. Τα στρας της πουκαμίσας ήταν από αυτά που τα σιδερώνεις και κολλάνε – πάντα ήθελα κάτι να αστράφτει. Μετά βρήκα μοδίστρα και έκανα παγέτες. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ στη μόδα το πιάτο και το λουλούδι – κάθε βράδυ γινόταν πόλεμος. Τα γκαρσόνια με κρατούσαν από τα μπράτσα για να με βγάλουν από τους σωρούς τα λουλούδια. Θυμάμαι έναν εργοστασιάρχη στη Βέροια που φορούσε ολομέταξες γραβάτες Dior και Pierre Cardin. Οταν ερχόταν στο μαγαζί έβγαζε τις γραβάτες και τις έκαιγε στα πόδια μου. Βέβαια υπήρχαν και τα καψούρια τα οποία κάνανε πολύ μεγάλη «ζημιά», δηλαδή κατανάλωση σε λουλούδια, πιάτα, μπουκάλια. Μπορεί για παράδειγμα να υπήρχαν δυο τραπέζια μεγαλοεργοστασιαρχών και να ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα έκανε τη μεγαλύτερη «ζημιά». Στις περιοχές από Λάρισα και πάνω υπήρχαν πολλοί εργοστασιάρχες που ασχολούνταν με τα φρούτα, τις εξαγωγές, τις επιδοτήσεις. Πολύ χρήμα. Αυτός ο κόσμος δεν είχε σχέση με τους θαμώνες που είχα σε άλλες περιοχές, όπου έμπαιναν στο μαγαζί με τη βερμούδα και τη διχαλωτή παντόφλα τη λασπωμένη.
Εκείνη την εποχή δεν έπεφτε κράξιμο. Και να σου πω κάτι; Υπήρχαν πολλοί γκέι τραγουδιστές και χορευτές. Δεν γινόταν μπούλινγκ όμως. Τον καλλιτέχνη που αγαπούσε ο κόσμος τον είχε σε περίοπτη θέση. Και τα λεφτά που παίρναμε ήταν πολύ καλά. Εγώ έμενα σε πεντάστερο ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ήταν να βγάζεις 30-40.000 δραχμές τη μέρα και να δουλεύεις επτά μέρες τη βδομάδα; Βέβαια και τα έξοδα ήταν πολλά. Μόλις άρχισε κι ανέβαινε το όνομά μου ένιωσα την υποχρέωση να κάνω ένα μεγαλοπρεπές θέαμα. Ετσι πήγα στους Ασλάνη, Πολατώφ, Ρήγα, πήγα και στο εξωτερικό. Το ρούχο γινόταν όλο και πιο εντυπωσιακό και εκκεντρικό διότι πλέον πατούσα γερά, είχα επιβάλει την εικόνα μου.
Ο κόσμος σ’ ανεβάζει και σε ρίχνει. Θα ακούσει τα τραγούδια σου, θα αγοράσει το CD, θα πληρώσει το μπουκάλι. Αν δεν έρθει αυτός, δεν είσαι τίποτα. Από μαγαζί σε μαγαζί η συμπεριφορά των θαμώνων ήταν εντελώς διαφορετική. Είναι και λίγο τι τους παίρνει να κάνουν σε κάθε χώρο. Στα πιο λαϊκά μαγαζιά μετά τις δύο τη νύχτα οι άντρες κοίταζαν τις γυναίκες –και όχι μόνο τις γυναίκες– σαν σεξ. Υπήρχαν πάρα πολλές τέτοιες ενοχλήσεις. Σε γενικές γραμμές όμως δεν ήταν κακός ο κόσμος. Υπήρχαν γυναίκες που έβγαιναν με προκλητικό ντύσιμο αλλά ήταν η δουλειά τους αυτή. Να φορέσουν δηλαδή κάτι προκλητικό, να καθίσουν στο τραπέζι, να πουλήσουν καψούρα για να γίνει κατανάλωση σε ποτά ή σαμπάνιες. Τα κορίτσια τα έχυναν από τα ποτήρια τους στο πάτωμα. Γι’ αυτό όταν έμπαινες στα μπουζούκια σού ερχόταν μια περίεργη βρόμα.
Για τη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει»
Ηθελα πάντα να είμαι ειλικρινής με τον κόσμο. Κι εγώ είμαι αυτό που είμαι και δεν γίνεται να αρέσω σε όλους. Ο κόσμος, όμως, με αγκάλιασε. Δεν ήμουν βέβαια αυτό που δείχνει το σίριαλ «Αυτή η νύχτα μένει». Μπορεί να παίζει εξαιρετικά ο Παπαπαύλου, όμως οι σεναριογράφοι τον έβαλαν να ενσαρκώσει ένα χαρακτήρα που τραγουδάει φορώντας φουστάνια, γόβες και περούκα. Δεν ξέρω αν αυτή η εικόνα θα περνούσε στα μαγαζιά την εποχή που δούλευα.
Κάποια στιγμή το 2001 αποστασιοποιήθηκα από τη νύχτα. Αργότερα όμως θέλησα να δουλέψω στην Αθήνα. Ωστόσο δεν μπορέσαμε να τα βρούμε με τους επιχειρηματίες διότι εγώ είχα μάθει αλλιώς. Μετά άρχισε η κρίση, τα μαγαζιά έγιναν πενθήμερα, μετά διήμερα. Ξανάρχισα να δουλεύω εκτός Αθηνών. Ομως δεν είναι ίδια η αίγλη ούτε τα λεφτά. Δεν υπάρχουν πια μπουζούκια δυστυχώς, μόνο ξενόφερτα σόου όπου ο άλλος δεν μπορεί να χορέψει, να ξεδώσει και να ευχαριστηθεί.
Αν υπήρχαν σήμερα σκυλάδικα, θα γέμιζαν. Ομως, για στάσου, τι πάει να πει σκυλάδικο; Για μένα σκυλάδικα είναι… όλα ή κανένα. Στα σκυλάδικα τραγούδαγαν και πολύ μεγάλες φωνές. Στο Σου Μου η Ανθούλα Αλιφραγκή, ενώ από εκεί ξεκίνησε ο Στράτος Διονυσίου. Στο Ηλιοβασίλεμα τραγουδούσαν ο Μιχαλόπουλος, ο Περπινιάδης, ο Ζαγοραίος. Αυτοί οι χώροι ήταν ναοί της διασκέδασης.