Η τραγουδίστρια-ίνδαλμα της νεολαίας στα 60s-70s, η οποία επιστρέφει με νέα δισκογραφική δουλειά, κάνει αναδρομή στην καριέρα της.
Η Μαρίνα είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση µες στην ελληνική ποπ-ροκ σκηνή εν τη γενέσει της. Μπαίνοντας από τα εφηβικά της χρόνια στο επάγγελµα της τραγουδίστριας, έγινε η µούσα του Γιώργου Ρωµανού όταν εκείνος είχε ήδη ηχογραφήσει τη «Μυθολογία» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου και τον απασχολούσαν περισσότερο οι Vanilla Fudge και οι Byrds. Έγραψε τραγούδια για τη φωνή της που έγιναν δίσκοι 45 στροφών στη Lyra του Πατσιφά. Λίγα χρόνια µετά θα έκανε δική της µεγάλη επιτυχία, την εξελληνισµένη εκδοχή του τραγουδιού «When I’m a kid» του Ντέµη Ρούσσου. Υστερα ήρθε η πολύχρονη συνεργασία της µε τον Γιώργο Μαρίνο αλλά και η θητεία της στα λαϊκά µαγαζιά δίπλα στον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Παράλληλα διήγε έναν ευτυχισµένο οικογενειακό βίο µε τον σύζυγό της, τον αρχιτέκτονα Νίκο Μακρή, και τον µοναχογιό τους. Και αν κάποια στιγµή άφησε το τραγούδι για να ασχοληθεί µε το µάρκετινγκ, δεν την άφησε εκείνο, όπως αποδείχτηκε. Έτσι, σήµερα, λίγο προτού δοθεί στην κυκλοφορία το ολοκαίνουργιο τραγούδι της από κοινού µε τον συνθέτη ∆ηµήτρη Λιόλιο, η Μαρίνα ή κατά κόσµον Μαρίνα Αδαµοπούλου-Μακρή σπάει τη σιωπή χρόνων και κάνει τον απολογισµό της ζωής της σε µια σπάνια συνέντευξη.
Σας συναντώ στην πλατεία Βικτωρίας, για την οποία µου είπατε πως τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Γεννήθηκα στην πλατεία Βικτωρίας αλλά είµαι Πειραιώτισσα. Ο µπαµπάς αριστερός και Σπετσιώτης για την ακρίβεια. Η µαµά, αν και δεξιά, απ’ την παλιά Κοκκινιά. Θηβών και Αρτης ήταν το σπίτι του παππού µου, για τον οποίο ανακάλυψα αργότερα από τον Τάσο Σχορέλη πως είχε γραφτεί το ρεµπέτικο «Του Μαλικούτη τα νερά». Τα αδέρφια του παππού µου είχαν κτήµατα στου Ρέντη µε στέρνες και πηγάδια. Ο παππούς µου µετέφερε το νερό µε τα βυτία στον Πειραιά κι έτσι τον κάνανε τραγούδι. Ναι µεν µεγάλωσα µε δυτικότροπη µουσική, αλλά στην άλλη γωνιά του σπιτιού µου άκουγα «Μαντουβάλα» και «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια».
Ήσασταν µοναχοκόρη;
Έχω µια αδερφή έξι χρόνια µικρότερή µου. Μου διαµόρφωσε µουσικό γούστο, αφού το γούστο της ήταν καλύτερο. Εργαζόταν για χρόνια στο Pop Eleven των αδερφών Φαληρέα και αργότερα στην Polygram. Στις αρχές του ’60 έχασα τον µπαµπά µου, όταν ήµουν 16 ετών. Μετά αρρώστησε και η µητέρα µου, οπότε αναγκάστηκα να γίνω αρχηγός της οικογένειας. Η ζωή µου ήταν σαν το καρδιογράφηµα, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Ηµουν κρατηµένη στις διαπροσωπικές σχέσεις µου, σοβαρή και όλοι νόµιζαν πως δεν έχω ανασφάλεια. Το αντίθετο! Ήµουν τροµερά ανασφαλής και επαναστάτρια για το πλαίσιο της εποχής.
Ισχύει ότι οι πρώτες σας καλές γνωριµίες στον χώρο ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέµης Ρούσσος;
Βέβαια, ανήκα στις γκρούπι! Τότε µέναµε στην 3ης Σεπτεµβρίου µε τη µαµά µου και κάναµε παρέα µε τα παιδιά στου Φλόκα και στη Φωκίωνος. Ως µαθήτρια ακόµη γνώρισα τον Βαγγέλη και ειδικότερα τον Ντέµη. Στην παρέα ήταν και η Λήδα Χαλκιαδάκη, η κόρη της ∆ανάης, ο Σουγιούλ, ο Καρακαντάς, ο Σαλιάρης κ.ά. Εγώ ντυνόµουν µονίµως στα µαύρα µετά τον θάνατο του µπαµπά µου και δεν σήκωνα µύγα στο σπαθί µου. Χωρίς να µιλάω, µόνο µε τα µάτια φαινόµουν πολύ αυστηρή.
Πώς γίνατε τραγουδίστρια;
Οικογενειακός µας φίλος ήταν ο Μίµης Πλέσσας και µε το που τελειώνω το σχολείο µού προτείνει να γραφτώ στην Ενωση Μουσικοσυνθετών Ελλάδος στη Σόλωνος. Παράλληλα, για να έχω οικονοµική ανεξαρτησία, µάθαινα δακτυλογράφος. Κάποια στιγµή µε ενηµερώνει ο Πλέσσας πως ο Λούκας µε την ορχήστρα του ψάχνουν τραγουδίστρια, γιατί η Νέλλη Μάνου παντρεύεται τον Στέα και θα σταµατήσει. Πάω στον Λούκας, τραγούδησα το «Girl from Ipanema» και παίζαµε στο King Minos στην Οµόνοια. ∆ούλευα απ’ τις 10 το βράδυ ως τις 4 το πρωί και το πρωί έπρεπε να είµαι στο γραφείο. Χωρίς µαθήµατα φωνητικής, χωρίς τίποτε.
Μπήκατε κατευθείαν στο µοντέρνο τραγούδι και δεν περάσατε από το πιο µπαλαντοειδές νέο κύµα.
Ο Νίκος Μαστοράκης τότε µαζί µε τον αδερφό τού Βαγγέλη Παπαθανασίου είχαν κάνει µια εταιρεία που θα µανατζάριζε εµένα, τον ∆άκη κ.λπ. Ο Μαστοράκης µου πρότεινε να πάω από τη Music Box και ήθελε να µε βαφτίσει Μαρίνα Ντάµου απ’ το πατρώνυµό µου, το Αδαµοπούλου. Προτίµησα σκέτο το Μαρίνα. Το 1968-69 άφησα τη Music Box και πήγα στον Αλέκο Πατσιφά της Lyra.
∆εν σας ζήτησε να κόψετε τα µαλλιά ο Πατσιφάς;
Ο Πατσιφάς ήταν καπετάνιος στην προηγούµενη δουλειά του, αλλά ανήκε στον κύκλο των διανοουµένων, του Καρύδη, του Ελύτη, του Γκάτσου. Πάω, λοιπόν, και µου λέει: «Πρέπει να κόψουµε τα µαλλιά»! «Ούτε για αστείο. Φεύγω τώρα» του απαντάω! Ο Πατσιφάς ήταν προστατευτικός γιατί ήξερε και τη µάνα µου αλλά συν τοις άλλοις ήµουν και η πιο φτηνή τραγουδίστρια στο στούντιο. Ξεµπέρδευα γρήγορα, τα έλεγα µια κι έξω τα τραγούδια µαζί µε την ορχήστρα. Μετά το πρώτο µου 45άρι συναντήθηκα µε τον Γιώργο Ρωµανό και τον ∆ηµήτρη Ιατρόπουλο. Μου έδωσαν δύο πρώτα τραγούδια, στα οποία ο Ιατρόπουλος είχε εµπνευστεί στιχουργικά απ’ τον «Μικρό πρίγκιπα» του Εξιπερί. Την ίδια περίοδο, το 1969, γνώρισα τον Νίκο, τον άντρα µου, που ήταν αρχιτέκτων-διακοσµητής. Παντρευτήκαµε το 1975.
Γιατί µείνατε στα 45άρια και δεν κάνατε µεγάλο δίσκο;
Γι’ αυτό πήγα στην Polygram. Είχα παραγωγό τον Κώστα Φασόλα που µου πρότεινε να πω στα ελληνικά το «When I’m a kid» του Ντέµη Ρούσσου. Σαν ήχος δεν διέφερε από τα τραγούδια που είχαµε κάνει µε τον Ρωµανό στην ετικέτα Zodiac της Lyra.
Είχατε επίγνωση ότι µε τον Ρωµανό δεν τραγουδήσατε ποπ αλλά τραγούδια ψυχεδελικού ροκ;
Φυσικά. Η ηλεκτρική κιθάρα του Καρακαντά συνέβαλε σ’ αυτό τον ψυχεδελικό ήχο. Θυµάµαι που πηγαίναµε µε τον Ρωµανό να γράψουµε στο στούντιο της Columbia και σταµάτησε σ’ ένα µίνι µάρκετ για ν’ αγοράσει καραµούζες και σφυρίχτρες. Τα ήθελε για τον ψυχεδελικό ήχο και την ενορχήστρωση των τραγουδιών µας. Με τον Ρωµανό έπαψα να ’µαι µια συµβατική µοντέρνα τραγουδίστρια.
Υπήρξατε και πολύ ωραίο κορίτσι. Αυτό έπαιξε ρόλο στην καριέρα σας;
Όταν έγινε επιτυχία το «Να ’µουν αϊτός να πέταγα» είπα στον Φασόλα: «Αν µε δεις να καβαλήσω καλάµι, θα µε στήσεις σε µια γωνία και θα µ’ αρχίσεις στις σφαλιάρες». Ευτυχώς για µένα, αλλά και δυστυχώς, έπαθα µόλυνση στο πρόσωπο. Από ακµή µού γύρισε σε σταφυλόκοκκο και τα δυο µου µάγουλα είχαν γίνει µια πληγή, όπου αναγκαζόµουν να ρίχνω τα µαλλιά µου µες στα µούτρα.
Το 1975 συµµετείχατε στη ροκ όπερα «Τρωικός πόλεµος».
Ναι, του Κοζάτσα και του Πετρίτση. Εκανα την Ανδροµάχη. Τότε πήγα και στη Μέδουσα µε τον Μαρίνο.
Κάποτε η µαρκίζα στη Μέδουσα έγραφε «Τραγουδούν ο Μαρίνος κι η Μαρίνα».
Ο Μαρίνος µε πάντρεψε κιόλας. Τον έχω χάσει και θέλω να ’ναι καλά, αλλά ξέρω πως δεν θέλει να δει κανέναν. Η φίλη µου Βεατρίκη ∆αλαµάγκα, που πέθανε νεότατη και που µου ’χε γράψει τους στίχους στο «Να ’µουν αϊτός», µε ειδοποιεί πως η Κατιάνα Μπαλανίκα φεύγει απ’ το σχήµα του Μαρίνου κι αυτός ψάχνει αντικαταστάτρια. Μείναµε µαζί µε τον Μαρίνο τρία χρόνια.
Ισχύει ότι µετά τον γάµο σας παρατήσατε τον κόσµο του θεάµατος;
Τα παράτησα ουσιαστικά τη χρονιά που πέθανε ο ∆ιονυσίου, όταν σ’ ένα σχήµα σε λαϊκό κέντρο που µε είχε στείλει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος µε ειρωνεύτηκε ο leader τραγουδιστής. Μετά έκανα στο ΣΕΦ την έκθεση «Music Vision Media».
∆εν σας έριξε ψυχολογικά όλο αυτό;
Με έτρωγε. Ασχολήθηκα όµως µε το µάρκετινγκ και τις πωλήσεις, που τα κατάφερνα πολύ καλά.
Και να που σήµερα επιχειρείτε την επάνοδο στα µουσικά πράγµατα µε ένα νέο τραγούδι.
Μέσω Facebook γνώρισα τον κιθαρίστα και συνθέτη ∆ηµήτρη Λιόλιο. Οταν πέθανε ο Νίκος πριν από µια οκταετία ήµουν κλεισµένη στο δωµάτιό µας. Ακόµη κρατάει το πένθος µου. Οταν ο Λιόλιος εξέφρασε την επιθυµία του να τραγουδήσω τραγούδι του πήγα στην παράστασή του, τους «Ανεµοδείκτες», που τραγουδούσαν ο Μαχαιρίτσας µε τον Μουζουράκη, κι έπαθα πλάκα. Γνωριστήκαµε και του ζήτησα να µου παίξει τραγούδια του. Σ’ ένα απ’ αυτά, το «Σκηνικό / Στιγµές», είχε ένα στίχο που έλεγε «Μα η αγάπη σ’ αφήνει µόνο όποια στιγµή και να ’ναι». Ηταν το κλειδί για ν’ ανοίξει η πόρτα της ψυχής µου. Το τραγούδι αυτό θα κυκλοφορήσει µες στον Σεπτέµβριο.
Έχετε όµως βρεθεί και στο θέατρο. Μάλιστα έχετε κάνει και δραµατικές σπουδές.
Σε αυτές τις σπουδές µε προέτρεψαν ο Γιώργος Μαρίνος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Πήγα στη σχολή του Θεοδοσιάδη όπου εκεί είπα το µεγάλο ναι και το µεγάλο όχι. Τι εννοώ; Μου έκανε πρόταση ο Κώστας Πρέκας και τον ακολούθησα στο θέατρο στο Παγκράτι µε εναλλασσόµενο ρεπερτόριο. Ταυτόχρονα τραγουδούσα στη Νεράιδα µε τον Μαρίνο και τον Τουρνά. Ο Γονής µε ζήτησε για ένα σχήµα στη Θεσσαλονίκη µαζί µε τον Σταµάτη Κόκοτα και µου έδινε 17.000 δραχµές την ηµέρα. Αρνήθηκα, γιατί είχα δώσει τον λόγο µου στον Πρέκα µε 1.500 δραχµές τον µήνα. Τότε ο Μαρίνος µου λέει: «∆εν έχω δει µεγαλύτερο ζώον από σένα»! Στη θέση µου, έτσι, πήγε η Τάνια Τσανακλίδου που δεν την αγαπώ απλώς, τη θαυµάζω, γιατί είναι µάγκας. Φωτιά και λαύρα είναι, δεν καταλαβαίνει τίποτε η Τάνια κι εγώ µπροστά της είµαι µυρµήγκι. Ξέρετε τι κρατάω απ’ την εµπειρία του θεάτρου; Ότι ήρθαν και µε είδαν ο Πατσιφάς, ο Μέµος Μακρής, φίλοι ηθοποιοί του Εθνικού, αλλά και ο Μαργαρίτης από τα «Νέα», που την επόµενη έγραψε: «Η ερµηνεία της κυρίας Μαρίνας Μακρή στο έργο της Λιλής Ιακωβίδη ήταν συγκλονιστική»!
Κάνατε κι ένα πέρασµα απ’ τη «Λάµψη» του Φώσκολου.
Και όχι µόνο. Ο Μόρτζος, που είναι φιλαράκι µου, µε έβαλε κι έπαιξα στον «Χατζηµανουήλ» του Σµαραγδή. Συµµαθήτριά µου απ’ τη δραµατική ήταν η Τόνια, η γυναίκα του Φώσκολου. Είχα πάει σπίτι τους, εµείς µιλάγαµε κι εκείνος µας άκουγε µε κλειστά µάτια. Με πιάνει µετά έξω και µου προτείνει να παίξω τη δικηγόρο στη «Λάµψη», αλλά να πάρω και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα καινούργιο σίριαλ που ετοίµαζε, το «Καληµέρα ζωή». Αρνήθηκα γιατί δεν µε έπαιρναν οι χρόνοι, έχοντας κάθε χρόνο την ευθύνη της έκθεσης στο ΣΕΦ. Βλακεία µου! Το µετάνιωσα, ήταν άλλο ένα απ’ τα χαζά όχι που έχω πει.
Συµπεραίνω πως µε όλα τα επαγγελµατικά είχατε µια εντελώς δική σας σχέση.
Μα το είπα, µια ζωή έκανα ό,τι ήθελα και δεν κώλωνα πουθενά. ∆εν αδιαφορούσα, δεν ήµουν αµελής. Εµένα ο µπαµπάς µου ένα πράγµα µού έµαθε: «Κάθε βράδυ θα κάνεις απολογισµό της ηµέρας σου».
Βαρύ. Μπορείς να το κάνεις αυτό κάθε βράδυ;
Το κάνω! Κάθε βράδυ! Έχω διαπιστώσει όµως πως ό,τι δίνεις σου επιστρέφεται.