Τη γνωρίσαμε –και την αγαπήσαμε– μέσα από το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι» (εκδόσεις Ίκαρος, 2018), το οποίο ξεχείλιζε από τρυφερότητα και ευαισθησία, ενώ περιμέναμε πώς και πώς το επόμενο συγγραφικό της βήμα για να εμφιλοχωρήσουμε εκ νέου στις σκέψεις της, να αφεθούμε στα χέρια των χαρακτήρων της και να αναμετρηθούμε με την οπτική της απέναντι στα πράγματα.
Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου, άλλωστε, έχει έναν υπέροχο τρόπο να μας προβληματίζει και να μας ξυπνάει συναισθήματα, χωρίς να μας κουνάει το δάχτυλο ή να μας απελπίζει. Κι αυτό πετυχαίνει και μέσα από το δεύτερο βιβλίο της, με τίτλο «Ακουαρέλα» (εκδόσεις Ίκαρος). Αναδεικνύει δεξιοτεχνικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων της, υφαίνοντας ένα πολυπρισματικό σκηνικό όπου μια τριμελής οικογένεια ανασκαλεύει τα βιώματα και τις αναμνήσεις της προσπαθώντας να βρει κοινούς τόπους, αλλά και το δικό της προσωπικό αποτύπωμα.
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Ακουαρέλα». Πείτε μας περισσότερα γι’ αυτό. Πότε ξεκινήσατε να το γράφετε και πώς σας γεννήθηκε η αρχική ιδέα;
Ξεκίνησα να γράφω την «Ακουαρέλα» προτού εκδοθούν «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι». Η «Ακουαρέλα» ακολουθεί τις εσωτερικές διαδρομές των τριών προσώπων μιας οικογένειας, το πρωινό μιας ανεμώδους Παρασκευής, ενόψει ενός οικογενειακού δείπνου. Η αρχική ιδέα αφορούσε στους άδηλους τρόπους με τους οποίους συνδέονται, αλληλοσυμπληρώνονται και συνομιλούν μεταξύ τους οι αφηγήσεις των ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή ζωή. Από εκεί και πέρα, τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν οι εικόνες, οι αισθήσεις, οι σκέψεις, τα βιώματά μου: η γοητεία που μου ασκούν οι ανήλικοι αφηγητές, το συχνό περπάτημα προς τον σταθμό της Καλλιθέας και οι μετακινήσεις μου με το τρένο, η πολυετής εργένικη ζωή μου σε παραθαλάσσιο τόπο και τα πολύωρα ταξίδια με πλοίο, κάποια τραγούδια που επιμένουν να παίζουν απρόσκλητα στο κεφάλι μου, η συνύπαρξη των ανθρώπων στην οικογενειακή συνθήκη – οι κοινοί τους τόποι αλλά και οι ατομικοί, αυτοί, δηλαδή, που ο καθένας κρατά για τον εαυτό του, οι άηχες συζητήσεις μιας οικογένειας γύρω από ένα τραπέζι, πριν ή μετά από αυτό, η «προίκα» που κληρονομούμε από την πάνω γενιά και που με τη σειρά μας μεταβιβάζουμε – συνειδητά ή μη – στους νεότερους, και βέβαια οι αναμνήσεις που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά, αλλά πολλές φορές παίζουν τη μουσική του παρόντος (ή και του μέλλοντος). Αυτά κι άλλα τόσα (δεν είμαι καν σίγουρη ότι έχω την επίγνωσή τους) προσπάθησα να συνυφάνω για να φτιάξω μια ιστορία με τρεις φωνές.
Υπάρχει κάποιο κοινό νήμα που συνδέει το δεύτερο βιβλίο με το πρώτο σας;
Στην «Ακουαρέλα», όπως και στο «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι», η δράση συμβαίνει κυρίως εντός του νου των ηρώων και δεν αφορά σε κάποιο μεγάλο, εξωτερικό γεγονός. Ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να περιμένει κάποια ανατροπή, δεν θα εκπλαγεί ενδεχομένως από την έκβαση της ιστορίας, ούτε θα ανυπομονεί για τη λύση του τέλους της ιστορίας. Οι ήρωες είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, κάθονται δίπλα σου στο λεωφορείο, είναι οι γείτονες του πάνω ορόφου, κάνουν μάθημα στο παιδί σου, τα παιδιά σας ίσως πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο, τους συναντάς συχνά στα πηγαινέλα σου, σε εξυπηρετούν στις καθημερινές σου, κοινότοπες συναλλαγές. Δεν εξασκούν κάποιο σπάνιο και εξαιρετικά ενδιαφέρον επάγγελμα, ούτε έχουν να επιδείξουν κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Δεν ζουν κάποια περιπέτεια. Δεν φαίνονται, ούτε νιώθουν μοναδικοί. Είναι κάποιοι απ’ όλους. Είμαστε σαν αυτούς. Και μοιραζόμαστε ένα κοινό χαρακτηριστικό: είμαστε ακατάπαυστοι αφηγητές της ζωής μας, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία μας. Η αφήγηση μας αυτή δεν είναι απαραιτήτως γραμμική, ακολουθεί έναν δικό της προσωπικό ρυθμό, με συνέχειες και ασυνέχειες στο χρόνο. Θρέφεται από τα μικρά της κάθε μέρας, τροποποιεί τα παρελθόντα και σχηματίζει τα μέλλοντα.
Το πρώτο σας βιβλίο έτυχε θερμής αποδοχής από το κοινό, λαμβάνοντας πολύ καλές κριτικές, ενώ ήταν και υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος-Νουβέλας (2019), το Βραβείο Μένη Κουµανταρέα (2019) της Εταιρείας Συγγραφέων και το βραβείο Πρωτοεµφανιζόµενου Πεζογράφου (2019) του περιοδικού Αναγνώστης. Τι προσδοκίες έχετε από την «Ακουαρέλα»; Υπάρχει κάτι που σας αγχώνει ή σας φοβίζει;
Πράγματι. Η αποδοχή που έτυχαν «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι» ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και μου χαρίζει ακόμη ένα πλατύ χαμόγελο εμψύχωσης. Σε μια εποχή που εκδίδονται τόσοι πολλοί και τόσο αξιόλογοι τίτλοι, η ειλικρινέστερη και βαθύτερη προσδοκία ενός συγγραφέα είναι να διαβαστεί το βιβλίο του. Κάτι τέτοιο δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένο. Και νομίζω πως όταν συμβαίνει είναι εξαιρετικά τιμητικό από μόνο του. Από την άλλη δεν σας κρύβω ότι θα επιθυμούσα να αγαπηθεί η «Ακουαρέλα», να έχει κάτι να πει σε όσους τη διαβάσουν, να τους συγκινήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Σπουδάσατε ψυχολογία και δραστηριοποιείστε επαγγελματικά γύρω από αυτή. Ως ψυχολόγος, ποιο θεωρείτε πως είναι το μεγαλύτερο τραύμα που θα αφήσει η πανδημία στις διαπροσωπικές μας σχέσεις;
Η αυταπάτη ότι μπορούμε να ζήσουμε μόνοι. Η απατηλή αίσθηση ότι είμαστε αυτάρκεις εντός των ορίων του σπιτιού μας. Η δυσάρεστη επίγνωση ότι δεν έχουμε τον έλεγχο που νομίζαμε ή που θα επιθυμούσαμε. Ή, αντιθέτως, ότι η απώλεια του ελέγχου μπορεί να γεννήσει συναισθήματα ανακουφιστικά και ευφρόσυνα. Η συνειδητοποίηση ότι πολλές από τις κοινωνικές μας επαφές και τις καθημερινές μας «συναντήσεις» είχαν ίσως αφεθεί να γίνονται αυτόματα, χωρίς να τις έχουμε επικαιροποιήσει και χωρίς να μιλούν με ειλικρίνεια στο παρόν μας, στις ανάγκες και πρωτίστως στην επιθυμία μας. Οι εκατοντάδες μοναχικοί θάνατοι και η πικρή, συλλογική πλέον, διαπίστωση ότι στον θάνατο ο καθένας μας πορεύεται μονάχος με ό,τι αποσκευές ετοίμασε στα χρόνια που έζησε. Δεν ξέρω αν όλα τα παραπάνω είναι τραύματα. Νιώθω, όμως, ότι έχουν μέσα τους βαθύ πόνο. Τέτοιον που είναι ικανός είτε να μας αφανίσει, είτε να μας ανα-γεννήσει.
Αισθάνεστε περισσότερο συγγραφέας ή ψυχολόγος; Αν έπρεπε οπωσδήποτε να επιλέξετε ανάμεσα στην επιστήμη σας και στη συγγραφή, τι θα διαλέγατε;
Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ίσως γελάσουν με αυτή την ερώτηση. Μπορεί και να σχολιάσουν πειρακτικά την απάντηση. Έχω μεγάλη δυσκολία με τους αυτοπροσδιορισμούς, ιδιαίτερα αν πρέπει να αποδώσω στον εαυτό μου τίτλους με τη μορφή ονοματικών προσδιορισμών. Όταν το κάνω, αισθάνομαι στιγμιαία την ανάγκη να αποδράσω, να πάρω διαζύγιο από έναν γάμο πριν ακόμα τον συνάψω. Δεν με κολακεύει αυτό που σας λέω. Το αντίθετο. Μου στοιχίζει, με κλέβει ίσως, παρότι φαινομενικά με απαλλάσσει από την ανάληψη κάποιων ευθυνών και του συναισθηματικού κόπου που αυτές συνεπάγονται. Έχω σπουδάσει ψυχολογία, δουλεύω ως ψυχολόγος, έχω γράψει δυο βιβλία. Θα ήθελα να γίνομαι καλύτερη στη δουλειά μου. Θα ήθελα, επίσης, να γράψω κι άλλα βιβλία. Τα πονάω και τα δύο: και τη δουλειά και τα βιβλία. Κι ευτυχώς ή δυστυχώς, η ζωή μας δεν λειτουργεί διαζευκτικά. Τουλάχιστον όχι στις επιθυμίες μας, στις φαντασιώσεις, στις ανάγκες μας.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλά περιστατικά γυναικοκτονιών, καθώς και ενδοοικογενειακής βίας. Ήταν κάτι που συνέβαινε ανέκαθεν στην κοινωνία μας και απλώς δεν του είχαμε δώσει την πρέπουσα σημασία ή η πανδημία και η οικονομική κρίση έχουν οξύνει το πρόβλημα; Ποια πιστεύετε πως είναι η ρίζα του προβλήματος και με ποιο τρόπο αντιμετωπίζεται;
Πιστεύω ότι ισχύουν και τα δύο. Η πανδημία και η οικονομική κρίση έκαναν οξύτερη την έμφυλη βία που ανέκαθεν συνέβαινε όχι μόνο στην κοινωνία μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η γυναικοκτονία ως ακραία εκδήλωση της έμφυλης βίας αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, την κορύφωση μακρόχρονων βίαιων σχέσεων. Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να διατηρεί αμφίσημη και αμφίθυμη στάση απέναντι στα καθημερινά φαινόμενα του έμφυλου ρατσισμού και της βίας που βιώνουν κυρίως οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες. Πολύ φοβάμαι ότι στ’ αυτιά μας αντηχούν ακόμα αφηγήσεις του παρελθόντος, παρότι κάνουμε βήματα μπροστά, δηλαδή προς την κατεύθυνση της ισότιμης συνύπαρξης.
Χρειαζόμαστε ένα δυναμικό φεμινιστικό κίνημα που να υπερασπίζεται το δικαίωμα στη ζωή και στην αυτοδιάθεση του ανθρώπινου σώματος. Ένα κίνημα εναντίον του σεξισμού και της καταπίεσης που διατάζει πώς «πρέπει» να είναι ένας «άνδρας» και μια «γυναίκα» και που τιμωρεί τις γυναίκες, αλλά και τους άνδρες, όταν δεν υπακούν στον κανόνα. Αν αποφασίσουμε να κοιτάξουμε με καθαρή ματιά ποιοι «φτιάχνουν» αυτόν τον κανόνα, και κυρίως ποιοι ωφελούνται και ποιοι κερδίζουν, διαφεντεύοντας τη «θηλυκότητα» και την «αρρενωπότητα», τότε θα ανακαλύψουμε ότι ο φεμινισμός δεν μπορεί παρά να συμπλέει με όλα τα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικότητες που προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και αγωνίζονται εναντίον των δεσμών που επιβάλλουν οι σύγχρονες δομές εξουσίας.
Ο κόσμος μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ αναδύονται στην επιφάνεια διαρκώς νέα προβλήματα που επιζητούν αντιμετώπιση. Οικονομική κρίση, προσφυγικό, κλιματική αλλαγή, κορονοϊός, ανεργία, άνοδος του φασισμού και του εξτρεμισμού. Ποια θεωρείτε πως θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα; Είμαστε έτοιμοι ως ανθρωπότητα να ανταπεξέλθουμε;
Καθένα από τα προβλήματα που αναφέρετε αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο ζήτημα και ταυτόχρονα συνδέεται πολλαπλώς με τα υπόλοιπα, φτιάχνοντας μια πολύπλοκη και σκοτεινή εικόνα που μοιάζει αναπόδραστη. Έχω την αίσθηση ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε ως ανθρωπότητα να αντιμετωπίσουμε είναι να σταματήσουμε να θεωρούμε απροβλημάτιστα ότι η κοινότητά μας δεν είναι άλλο από ένα σύνολο ιδιωτικών εγωισμών. Να μην αποδεχτούμε ως δεδομένο ότι η τηλεόραση και οι υπολογιστές είναι τα μοναδικά παράθυρά μας στον κόσμο. Να επεκτείνουμε τα πεδία των δημόσιων συνευρέσεων μας, φτιάχνοντας έναν δημόσιο χώρο που να περικλείει και να εμπεριέχει, όχι να αποκλείει και να διχάζει, επιστρατεύοντας κοινωνικούς αυτοματισμούς. Συνοπτικά, ως άνθρωποι χρειάζεται να επανακτήσουμε την ομαδική μας φύση, να προσδιορίσουμε και πάλι την ατομικότητά μας μέσα από τη συμμετοχή μας σε συλλογικότητες, να διεκδικήσουμε μέρος του δημόσιου βίου. Σε άλλη περίπτωση, φοβάμαι ότι θα χαθούμε ανεπανόρθωτα ως ατομικότητες, απλαισίωτοι και άβουλοι, αδρανείς και αυτιστικά ιδιώτες. Αν είμαστε έτοιμοι για το βήμα προς το συλλογικό; Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο, απαιτεί ξεβόλεμα, έχει πολύ κόπο και απαιτεί ευθύνη και δέσμευση. Και τα «κλουβιά» μας προσφέρουν (ακόμα τουλάχιστον) μια αίσθηση ασφάλειας και ησυχίας, ελέγχου και επιλογής, απατηλή μεν και σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενη, αλλά τέτοια που νιώθουμε ότι τη χρειαζόμαστε.