Καταδικασθείσα πεντάκις σε θάνατο, η Μαρία Σιδέρη μιλάει στο Documento για τα χρόνια της ΕΠΟΝ και του εμφυλίου, για τα στρατοδικεία και τις διαδρομές της στις φυλακές Κοζάνης, Γεντί Κουλέ, Αβέρωφ και Κάστορος στον Πειραιά.
Εχοντας γράψει δύο βιβλία-μαρτυρίες με το οδοιπορικό της ζωής της, ετοιμάζει τώρα άλλο ένα για τον κόσμο των φυλακών Αβέρωφ και για τις συγκρατούμενές της που έζησαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν, τρελάθηκαν, αρρώστησαν, πέθαναν και εκτελέστηκαν.
Εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, τότε που η ζωή ήταν πολύτιμη και δεμένη στα ιδεολογικά πιστεύω. Ειδικά αν ανήκες στους «ΕΑΜοβούλγαρους» και τους «κομμουνιστοσυμμορίτες», σύμφωνα με την επίσημη φρασεολογία ολόκληρης εποχής – είτε σε hard είτε σε light μορφή έφτασε ως το πολιτικοϊδεολογικό επιστέγασμά του, τη χούντα. Η εποχή που καραδοκούσε ο θάνατος ή ο ρουφιάνος· που με μια δήλωση «απελευθερωνόσουν» από κρατικές και παρακρατικές σκιές· που για να βρεις δουλειά χρειαζόσουν πιστοποιητικό εθνικοφρόνων κοινωνικών φρονημάτων.
Η Μαρία Σιδέρη, μικρή κοπέλα όταν ξεκίνησαν όλα, έζησε αγκαλιά με τον χάρο, καταδικασμένη πεντάκις εις θάνατο. Εχει καταθέσει τις αναμνήσεις της –«εσείς με τσιγκλάτε συχνά να τις θυμηθώ» μας αναφέρει– σε δύο βιβλία που κυκλοφορούν με την επιμέλεια των δύο αγοριών της, έχει καταθέσει προσωπικές μαρτυρίες σε επιστημονικά πρότζεκτ, ντοκιμαντέρ, εκπομπές και άλλους δημοσιογράφους. Μας μίλησε με αφορμή τη σκιά του τέλους του εμφυλίου και το βιβλίο που ετοιμάζει για τις γυναίκες στις φυλακές Αβέρωφ, τότε που χωρίς να είναι κομμουνίστρια βρέθηκε κατηγορούμενη και αγκάλιασε τις ιδέες για την κοινωνική απελευθέρωση. Ακολουθεί ολόκληρη η αφήγησή της.
Από τα γλέντια στους χίτες
Εγώ δεν ήμουν κομμουνίστρια, επονίτισσα ήμουν. Τότε που μπήκαμε στην ΕΠΟΝ δεν ξέραμε από κομμουνιστικό κόμμα και τέτοια, αντάρτες, αγωνιστές από το ΕΑΜ ξέραμε. Παλιότερα ήμουν και στην ΕΟΝ, βαθμοφόρος, μου είχαν δώσει κι ένα αστέρι! Μπήκα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζάνη. Με κάνανε γραμματέα. Τότε γράφαμε προκηρύξεις, γράφαμε στους τοίχους, μεταφέραμε κάποιο σημείωμα κ.λπ. Τον Οκτώβρη του ’44 φύγανε οι Γερμανοί. Είχαμε τα γραφεία μας ανοιχτά. Οργανώθηκαν κι άλλα κορίτσια. Κάναμε γιορτές, δεν μας ενοχλούσε κανένας· στην αρχή. Μετά άρχισαν και μας καίγαν και να μας σπάνε τα γραφεία οι χίτες, οι ΠΑΟτζήδες. Ηταν γνωστοί αυτοί οι ΠΑΟτζήδες στη δυτική Μακεδονία. Φυλαγόμασταν αλλά είχαμε τους χίτες, δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε γραφείο.
Μετά κάποια στιγμή μας συλλαμβάνανε. Πέρασα τρεις μήνες σε κρατητήριο για προκηρύξεις. Δεύτερη φορά όταν ψάχνανε να βρουν πολύγραφο – ξέραν ότι ήμουνα στέλεχος. Ξύλο, χαστούκια όμως. Πολλοί χωροφύλακες ήταν ΠΑΟτζήδες, αυτούς είχαν επιστρατεύσει – είχαν και καλούς, δίκαιους. Αντί για τρεις έκατσα ενάμιση μήνα, λόγω Χριστουγέννων. Ηταν Χριστούγεννα του ’46. Το ’47 πια με συλλαμβάνουν για την «Ελένη». Εφαρμόζανε νόμους πια, το Γ’ Ψήφισμα. Τότε πια δεν είχαμε γραφεία.
Ενα βράδυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκαριά χωροφύλακες σπίτι μου. Με πήγανε στην ασφάλεια. Ο μοίραρχος μου φερνόταν καλά – δηλαδή δεν μ’ έδερνε. «Γιατί, κοριτσάκι μου; Τι ζητάνε; Να πεις ένα όνομα; Πες το, να τελειώνουμε… Τις φιλενάδες σου τι θα τις κάνουν;». Προσπαθούσε να με ξεγελάσει, αλλά εγώ δεν έλεγα: «Ελένη μου τη σύστησαν, Ελένη την ξέρω». Ηξερα ότι είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις και φοβόμουν. Δεν ήξερα ότι είχαν πιάσει την «Ελένη». Τότε αρχίσανε πολλές συλλήψεις στην περιοχή. Μόνο που ξέρανε ότι είσαι με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς, σε συλλαμβάνανε.
Ξύλο για μιαν «Ελένη»
Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. Κάθε βράδυ –όχι στην αρχή– με φέρνανε σε αντιπαράσταση με αγόρια. Μου λέγανε ονόματα γνωστά, ποιους ήξερα. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ηξερα αυτά τα παιδιά, δεν το αρνιόμουνα, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Ακουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν η φάλαγγα. Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα – όταν μου έκαναν τη φάλαγγα δεν ήξερα τι ήταν, μετά το έμαθα. Τρεις φορές μόνο. Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές –τα πρώτα άσχημα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» – καταλαβαίνετε, ξύλο. Οταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.
Εν τω μεταξύ μου λέγανε για την «Ελένη». Θέλαν να μάθουν για την «Ελένη». Οταν φύγαν οι Γερμανοί η «Ελένη» είχε φύγει από την Κοζάνη και πήγε σε ένα χωριό. Ηταν στέλεχος. Πιάσανε πολλά παιδιά από εκείνα τα χωριά και ένα από αυτά είχε φέρει την Ειρήνη σπίτι μου για να της πάρω μία μαντίλα, μάλλινες κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα να ντυθεί χωριατοπούλα. Και αυτό το παιδί, ο Γιώργος, 20-25 χρόνων θα ’τανε, «έσπασε» στο ξύλο και είπε ότι μπορεί η Μαρία να ξέρει το πραγματικό όνομα της Ελένης. Δεν είπε ότι το ξέρω. Φεύγοντας ο Γιώργος είπε ότι η Ελένη μου άφησε την ταυτότητά της και το ρολόι της. Σου λέει, δεν είδες το όνομά της; «Οχι» λέω εγώ – πραγματικά. Το όνομά της το έμαθα αργότερα στη φυλακή: Μάρθα Ξανθοπούλου. Θέλαν την Ελένη, φαντάζονταν ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Μια αγωνίστρια ήταν. Την είχαν συλλάβει πιο μπροστά από μένα, αλλά με το πραγματικό όνομά της, όχι σαν «Ελένη»· Μάρθα, Μάρθα Ξανθοπούλου.
Στρατοδικείο με χαμόγελο
Πιάστηκα το ’47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες γιατί συλλαμβάνανε συνέχεια για να βρουν την «Ελένη». Πέρασα στρατοδικείο τον Αύγουστο στην Κοζάνη. Ολοι σε θάνατο, 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, οι άλλοι με τρία κατά δύο – αυτοί δεν εκτελούνταν. Καταδικαστήκαμε και γελούσαμε δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Δεν είδα κανένας να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουνε γιατί κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.
Οταν καταδικαστήκαμε, ξεσηκώθηκαν οι Κοζανίτες. Η οικογένειά μου ήταν πολύ γνωστή. Είχε έξι δασκάλους κι ο πατέρας μου τελειόφοιτος σχολαρχείου. Τη δεύτερη μέρα μετά την καταδίκη μου, με πήρε με ένα τζιπ ο βασιλικός επίτροπος. Δεν ήξερα πού με πάει; Για εκτέλεση; Δεν γίνεται. Ξεσηκώθηκε όλη η φυλακή. Με πέρασε μέσα από το κέντρο της Κοζάνης, η γειτονιά μου μάλιστα ήταν στον κεντρικό δρόμο. Τελικά με πήγε στον στρατηγό στην 9η Μεραρχία. Με περίμεναν. Μόλις μπήκαμε μέσα, σηκώνεται ο στρατηγός, με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω – ποιος ξέρει τι περίμενε, δεν του γέμιζα το μάτι. Κι αρχίζει ο στρατηγός: «Κι εσύ έχεις τόσο καλή οικογένεια, ο πατέρας σου, οι αδερφές σου κάνανε τέτοιες καλές οικογένειες, που όλοι τους εκτιμούνε». Είχα ένα δαχτυλίδι εκεί πέρα κι άρχισα να το στριφογυρίζω. «Είδες κανέναν» –εγώ συνέχεια το δαχτυλίδι– «από αυτούς τους αλήτες, τους κομμουνιστές να κάνει καλή οικογένεια;» Τότε σήκωσα το κεφάλι: «Μήπως τους αφήσανε;» Σηκώνεται πάνω ο στρατηγός: «Ξέρεις ότι μπορώ να σε κάνω αύριο να μη δεις τον ήλιο;» Εγώ έσκυβα το κεφάλι κι άρχιζα το δαχτυλίδι. Κάθεται. Αρχίζει πάλι. «Είστε όλοι ανόητοι, το κράτος σας έδωσε ευκαιρίες να γλιτώσετε. Και το κράτος όταν υπόσχεται κρατάει τον λόγο του». Κουνιόταν ολόκληρος. «Ναι», λέω, «πολύ που κρατάει τον λόγο του». «Γιατί;» μου λέει. «Γιατί την άλλη φορά», λέω, «γέμισε τον ουρανό με προκηρύξεις. Ελεγαν ότι όσους –δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη– αδικήσαμε αμνηστεύονται, αλλά από το ’47 και πέρα θα είναι αμείλικτο». Είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις. Του λέω: «Η Ελένη που ήρθε στο σπίτι μου και της πήρα τη μαντίλα και τα υπόλοιπα ήτανε το ’46. Δεν την ξαναείδα ύστερα που αγρίεψαν τα πράματα». Γυρίζει και λέει στον βασιλικό επίτροπο: «Ε, τότε, τι μου τη φέρατε;» Δηλαδή είχες έναν λόγο να μην τη δικάσεις με τέτοια ποινή. Κι έτσι γλίτωσα.
Αδημονία για την εκτέλεση!
Ξαναπήγα στον θάλαμό μου και περίμενα όρθια πίσω από την πόρτα να με πάρουν το πρωί για να με εκτελέσουν. Δεν είχαμε κρεβάτια, ήταν άλλες εφτά στο πάτωμα. Τα παιδιά έλεγαν όλη τη νύχτα τραγούδια που είχαν και το όνομα «Μαρία». Το πήραν μαζί τους το τραγούδι. Κάτι αναφέρανε για μας που καταδικαστήκαμε. Ξημέρωσε. Σηκώθηκαν και οι κοπέλες, ήρθανε δίπλα μου· δεν κλαίγανε όμως για να μη με στεναχωρήσουν. Και περίμενα να ’ρθουν, αλλά δεν ερχόντουσαν. Ξαφνικά ακούω το αυτοκίνητο και φεύγει. Τα παιδιά φωνάζανε «γεια σας». Δεν με πήραν κι άρχιζα να φωνάζω, να χτυπάω την πόρτα και να κλαίω: «Γιατί δεν με πήραν εμένα!» Προσπαθούν οι κοπέλες να με παρηγορήσουν. Ανέβηκε ο φύλακας, έπρεπε να ανοιχτεί και ο άλλος θάλαμος –δυο ήταν με γυναίκες–, ήρθανε, με αγκαλιάσανε. Εγώ έκλαιγα, φώναζα, ήθελα να διαμαρτυρηθώ. Με αγκάλιασε η πιο μεγάλη σε ηλικία κρατούμενη, παπαδιά ήταν. «Ησύχασε, κορίτσι μου, μην κλαις. Μπορεί να σε πάρουν αύριο εσένα». Τα ’χασε κι εκείνη η καημένη. Και πέσαν οι άλλες απάνω: «Παπαδιά, τι είναι αυτά που λες;». Ηθελα να με πάρουν να με σκοτώσουν. Το ήθελα! Τώρα απορώ. Ηξερα τα παιδιά που δεν ξέραν την «Ελένη» και τα σκοτώνουν. Δεν είχαν άλλη κατηγορία. Και σκοτώνουν αυτά, κι εγώ που το ξέρω το όνομα. Το θεωρούσα άδικο. Από τους 18 σκοτώσανε δέκα.
Μας κράτησαν λίγες μέρες στην Κοζάνη και μετά μας πήγαν στο Γεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μήνες. Κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις· τους ακούγαμε, δεν τους βλέπαμε. Μαζέψανε κι άλλους γιατί γίνονταν στρατοδικεία και σε άλλες πόλεις, Εδεσσα, Νάουσα, Φλώρινα. Από εκεί μας φορτώσανε ένα απόγευμα του 1948 και μας πήγανε Πειραιά και από εκεί με φέρανε στου Αβέρωφ. Μας μοιράσανε. Η φυλακή είχε δύο θαλάμους μελλοθανάτων, ο ένας ήταν για τους παμψηφεί και ο άλλος για τους τρία κατά δύο. Οταν ήταν να εκτελέσουν τις κλείνανε στο υπόγειο της φυλακής. Εκεί ήταν πολύ άσχημα, τρελάθηκε η μία κρατούμενη, η Φεβρωνία, υπάλληλος ήταν.
Στη φυλακή δεν είχαμε βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίναμε την ψυχοφθόρα αναμονή για εκτέλεση γιατί όλη η φυλακή φρόντιζε εμάς. Κάθε δεύτερη Κυριακή μας φέρνανε κρέας, κατεψυγμένα, τότε δεν τα ξέραμε. Ολόκληρες πλάτες φέρνανε και τα βλέπαμε, σάπια ήταν όλα. Ξέραμε ότι τη Δευτέρα όλες θα ήμασταν έξω από τις τουαλέτες με πόνο στην κοιλιά, αλλά το τρώγαμε, τι να κάνουμε; Μόνο φασόλια και φακές; Και το φαγητό μαρτύριο… Ηταν μαρτύριο, μαρτύριο το μελλοθανατείο.
Καλλέργης και Μπελογιάννης
Οταν ήμουν στον θάλαμό μου στο Αβέρωφ, από το ’48 μέχρι το ’55 –τότε είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις– πήραν 17 και εκτέλεσαν. Μια Δευτέρα που βγάζαμε έξω όλα τα ρούχα μας και τα ράντζα για να καθαρίσουμε ήρθε η αρχιφύλακας και λέει ότι η Λαμπρινή θα ’ρθεί στον δικό σας θάλαμο. Μας φάνηκε παράξενο, ήταν τρία κατά δύο. Ενα απόγευμα μάθαμε ότι θα γίνουν εκτελέσεις –δύο υπάλληλοι, η Λίζα και η Γκόλφω, μας λέγανε τα μυστικά της διεύθυνσης– αλλά δεν ξέραμε ποια θα εκτελέσουν. Ολες οι άλλες ετοιμαστήκαμε, φορέσαμε τα καλά μας, γράψαμε και δυο λόγια στους δικούς μας, να μην κλάψουν, να μη στεναχωρηθούνε, και ξαπλώσαμε στα ράντζα μας. Η Λαμπρινή Καπλάνη, αυτή που μας φέρανε, ήταν ανεβασμένη στο ράντζο, προσπαθούσε να κρεμάσει κάτι στον τοίχο. Εκείνη την ώρα έρχεται ο αρχιφύλακας των αντρικών με φύλακα, άνοιξε την πόρτα και περίμενε και δεν μίλαγε. Ολες σηκωθήκαμε και περιμέναμε το όνομά μας. Τον κοιτάγαμε και δεν έλεγε – πάντα το ’καμε αυτό, να έχουμε αγωνία· ήταν πολύ κακός. Φώναξε ο αρχιφύλακας από την πόρτα: «Ελα, μην πας παραμέσα, η Λαμπρινή Καπλάνη». Ακούστηκε ένα «ααα», δεν μπορώ να σας το περιγράψω, δεν το περιμέναμε, Η Λαμπρινή κατεβαίνει, φοράει το ρούχο που ήταν να κρεμάσει, αρπάζει τον αρχιφύλακα από το μπράτσο: «Πάμε! Εγώ θα τους κλείσω τους τάφους, μην κλάψει καμιά…» Και τους έκλεισε, ήταν η τελευταία που πήραν. Αυτή ήταν η κομμουνίστρια, εμείς δεν ήμασταν, δεν ήμαστε στο κόμμα. Εγώ ήμουν επονίτισσα, δεν ήμουν κομμουνίστρια.
Δεν μαθαίναμε νέα πολλά. Είχαμε οργάνωση. Τη λέγαμε ομάδα γιατί αν ακούγανε οργάνωση θα σε περνούσαν από στρατοδικείο. Είχαμε την Καίτη Ζεύγου, τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, τη γυναίκα του Ζαχαριάδη, δηλαδή τη Ρούλα Κουκούλου, αυτές ήταν τα στελέχη, αυτές κανόνιζαν τη ζωή μας. Και μαθήματα κανονίζανε και ψυχαγωγία. Απαλαίνανε τη φυλακή μας.
Στο επισκεπτήριο απαγορευόταν να κουβεντιάσουμε πολιτικά. Δεν μπορούσαμε να πούμε «τι νέα;», ρωτάγαμε «τι νέα από το σπίτι». Από έναν μαθαίναμε πάντα, από τον Λυκούργο Καλλέργη, τον ηθοποιό. Είχε εκεί τη γυναίκα του, τη Μαρία. Στο επισκεπτήριο είχαμε δύο υπαλλήλους για να μη μιλήσουμε πολιτικά, μία καλόγρια και μία πολίτη, αλλά συνήθως ήταν καλόγριες· μία από την πλευρά του επισκέπτη και μία από την άλλη, του κρατουμένου. Τι έκανε εκείνος; Αφού έλεγε: «Τι κάνεις, Μαράκι μου, χρυσό μου», άρχιζε: «Εχθές στον ύπνο μου σε είδα, σ’ αγκάλιαζα» και άρχιζε να τα λέει χοντρά. Ακουγε η καλόγρια κι έφευγε. Ο,τι νέο ζητούσε η ομάδα απέξω, μέσω του Καλλέργη το μαθαίναμε.
Στην αρχή κάναμε και γιορτές, σκετς. Πάντα το θέμα ήταν μέσα από τη ζωή μέσα της φυλακής, το γράφανε οι κρατούμενες, και τα τραγούδια που λέγαμε κρατούμενες τα γράφανε σε γνωστούς σκοπούς. Τα γράφω σε ένα βιβλίο, θα τα δημοσιεύσω. Στην αρχή κάναμε χορωδία, τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια, τα ’χει γράψει μάλιστα η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα· είχε κάνει και τη χορωδία. Μετά ανέλαβε μια άλλη που ήξερε μουσική, η Αννα Παρλιάρου. Βγήκε κι εκείνη και ανέλαβα τέσσερα-πέντε χρόνια μαέστρος της χορωδίας. Δεν ήμουν τότε μελλοθάνατη, ήμουν ισόβια. Μετά το ίδιο έγινε και με τη γυμναστική. Πρώτα ήταν γυμνάστριες, αποφυλακίστηκαν και μετά ανέλαβα εγώ γιατί ξέραν ότι ήμουν αθλήτρια. Μάλιστα μία κρατούμενη ήταν δασκάλα της γυμναστικής ακαδημίας και μου είχε χαρίσει ένα βιβλίο. Δηλαδή τελείωσα τη φυλακή μου με τη χορωδία και με τη γυμναστική.
Εκανα και παιχνίδια στα παιδάκια, είχαμε αρκετά. Ηταν και ο γιος του Μπελογιάννη – ήταν χωριστά, δεν ήταν με τα άλλα παιδιά. Τα έπαιζα και με συμπαθούσε. Ηθελε να είναι κοντά μου το παιδί: «Θέλω το Μαράκι, θέλω το Μαράκι», κι επειδή μ’ έλεγε «το Μαράκι», η μάνα του με ονόμαζε «Τομάρι». Ε, το δεχόμουνα κι εγώ. Η Ελλη Ιωαννίδου ήταν πια στέλεχος – δεν τη λέγανε Μπελογιάννη, δεν ήταν σύντροφος του Μπελογιάννη, φιλενάδα του ήτανε. Στις φυλακές Κάστορος –μόνο ο Νίκος ήταν το παιδάκι που είχαμε εκεί– ήθελε να βγει έξω και με έβγαζαν κι έπαιζα με τον Μπελογιάννη. Ημουν η συμπάθεια του Νικάκη, αλλά τώρα ούτε ξέρω πού βρίσκεται. Δεν τον συνάντησα από τότε.
Εχω μία πικρία. Τα παιδάκια μετά τα τρία χρόνια τους τα διώχνανε, τα μάζευε η Φρειδερίκη αν δεν είχανε παππούδες ή γιαγιάδες. Ενα κοριτσάκι που το συμπαθούσα, το πιο όμορφο μέσα στη φυλακή –η μάνα του ήτανε το γέννησε στη φυλακή, σε θάνατο ήταν καταδικασμένη, αλλά επειδή ήταν έγκυος δεν την εκτέλεσαν, τον πατέρα του τον είχαν εκτελέσει–, δεν ήθελα να το πάρει η Φρειδερίκη. Παρακάλεσα τους δικούς μου. Το πήραν τελικά, το αγαπήσανε, το ντύσανε ωραία, πολλή περιποίηση. Αλλά γιατί όλα αυτά; Νομίζανε ότι ήταν δικό μου. Οτι με βιάσανε στη φυλακή. Μετά το έμαθα. Δεν πίστευαν ό,τι τους έλεγα. Ολοι στην Κοζάνη πίστευαν ότι είναι δικό μου. Ηρθε ένας γείτονας επισκεπτήριο και ενώ άρχισε να μου λέει πώς είσαι μαμά κ.λπ., φώναξα τη μαμά του κοριτσιού. Της έμοιαζε πάρα πολύ και τότε ξεκαθάρισα ότι δεν ήταν δικό μου.
Δεκαεπτά ήταν οι εκτελεσμένες, 13 τρελάθηκαν, 11 που πέθαναν από αρρώστια και είχαμε αρκετές που βιάστηκαν, δύο μάλιστα γέννησαν κιόλας. Η μία, η Σούλα Μονδάνου, ήταν οδοντίατρος, τρελάθηκε στη φυλακή. Οταν την πήγαν στο τρελοκομείο αυτοκτόνησε.
Στιγμιότυπα Αβέρωφ
Ση φυλακή πάθαινα κρίσεις. Ξυπνούσα το βράδυ και φώναζα. Και έτρεμα. Γιατί έτρεμα δεν ξέρω, χτυπούσα τα πόδια μου. Κάτω από το τρίκλινό μου ήταν μία κοπέλα, η Αννα Εφραιμίδου, που ζωγράφιζε κι έκανε κάρτες που στέλναμε οι κρατούμενες τις γιορτές. Παρακολουθούσα που ζωγράφιζε. Μια μέρα της ζήτησα να ζωγραφίσω. Γέλασε. Μου κάνανε όλα τα χατίρια. Αμέσως μου έδωσε μολύβια, πινέλο. Το πρώτο που έκανα της άρεσε. Ενα καράβι είχα κάνει κι ένα σπίτι και τον φοίνικα – είχε έναν φοίνικα η φυλακή, ένα δέντρο είχε μόνο. Αφού είδα ότι άρεσαν στην Αννα που είναι ζωγράφος, πήρα και ζωγράφιζα. Τα πήγαινα πάρα πολύ καλά. Με συμπαθούσα πολύ η Μαρία Σβώλου και με περιποιόταν. Εκείνη έκανε επισκεπτήριο με τον Σβώλο στο γραφείο, γιατί την τιμούσε η διευθύντρια. Φαίνεται ότι του είπε για μένα. Ηθελε να με γνωρίσει ο Σβώλος. Μία μέρα με παρουσίασε και πήρα ένα μπλοκ ζωγραφικής. Είχα κάνει ένα σχέδιο που περιμέναμε στην ουρά με την καραβάνα για συσσίτιο, ένα άλλο που σκουπίζαμε και μου λέει: «Τέτοια θα ζωγραφίζεις, στιγμιότυπα. Είναι πολύ ωραία και την άλλη φορά θα ‘ρθω να δω τι έχεις κάνει». Δεν τον ξαναείδα, γιατί βγήκε η Μαρία – βγαίνανε, ήταν το ’50 πια (σ.σ. φυλακίστηκε για λίγους μήνες το 1951).
Η οικογένειά μου ήξερε ότι ήμουν στην ΕΠΟΝ. Οταν μπήκα φυλακή, με βοηθήσανε, βάλανε δικηγόρους. Τρεις αδελφές μου ήταν δασκάλες και οι άντρες τους δάσκαλοι – είχαμε έξι δασκάλους στην οικογένειά μου. Δεν μιλούσαν καθόλου, φοβόντουσαν. Ενας γαμπρός μου, δάσκαλος κι αυτός, όταν βγήκα από τη φυλακή με την πρώτη συνάντηση μου λέει, με κλειστό το στόμα –ποιος θα τον έβλεπε; ποιος θα τον άκουγε;– χωρίς να γυρίσει το κεφάλι: «Καλωσόρισες, Μαρία». Φοβόταν να με καλωσορίσει. Δεν μιλούσανε, γιατί το ’59 ακόμα δικαζόντουσαν. Μας παρακολουθούσαν ακόμα. Και τον ίσκιο τους φοβόντουσαν. Κι ήταν το ’59, δεν ήταν το ’48, το ’49, που ήταν πολλές εκτελέσεις.
Οταν αποφυλακίστηκα, με πήραν δύο χωροφύλακες από τις φυλακές Αβέρωφ και με πήγαν στην ασφάλεια για να κάνω δήλωση. Καλά, λέω, δεν έκανα δήλωση τόσα χρόνια που περίμενα να με πάρουν για εκτέλεση και θα κάνω τώρα; Με βρίσανε, μου είπαν ότι δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε ήσυχη. «Κάντε τη δουλειά σας» λέω εγώ. Πραγματικά ερχόντανε από κοντά. Τους ήξερα.
Εγώ τους θαύμαζα τους κομμουνιστές, αλλά δεν ήθελα να είμαι κομμουνίστρια, δεν το ήθελα το κομμουνιστικό κόμμα.
«Πέρασα καλά στη φυλακή»
Εδώ που τα λέμε –το λέω και δεν ντρέπομαι– πέρασα καλά στη φυλακή. Πέρασα καλά γιατί όλοι εμένα φροντίζανε. Πεντάκις εις θάνατον – την πιο βαριά ποινή είχα, πάνω απ’ όλες ήμουν. Τα στελέχη με προσέχανε πάρα πολύ. Η Καίτη Ζεύγου… Δηλαδή μέσα στη φυλακή έγινα γυμνάστρια, μαέστρος, χόρευα… Καζάσκα μόνο εγώ χόρευα, καμία άλλη. Καλοπέρασα (γελάει). Ολες οι κρατούμενες κάτι κάναμε για να ενισχύσουμε τα οικονομικά μας, άλλη έπλεκε, άλλη κεντούσε, άλλη έφτιαχνε κούκλες. Εγώ ζωγράφιζα: ένα λουλούδι, ένα σπίτι, ένα δέντρο, ένα πουλί. Εκείνη που ζωγράφιζε πού και πού –και η Μαργαρίτα Κωτσάκη ζωγράφιζε– ήταν η Ιουλία Πλουμπίδου, γυναίκα του Πλουμπίδη, δασκάλα ήταν. Είχαμε πολλές δασκάλες, πολλές καθηγήτριες, τέσσερις-πέντε γιατρίνες, τέσσερις-πέντε δικηγορίνες. Αυτές ήταν κομμουνίστριες αλλά εμείς τα κοριτσάκια δεν ήμασταν. Και τις βλέπαμε πια, σπουδαία πρόσωπα, και τις ζηλεύαμε. Στο σπίτι μου τους πίνακες που έχω είναι όλοι από τη φυλακή. Στιγμιότυπα. Πρόσωπα δεν τα πετύχαινα. Ωραία πρόσωπα έκανε η Βίργω Βασιλείου. Ηταν η αδερφή της μαζί. Εκανε ωραίες προσωπογραφίες, τη ζήλευα.
Info
Μαρία Σιδέρη
«Δεκατέσσερα χρόνια» και «Χρόνια οδύνης»
Εκδόσεις SiderisDotCom
Τιμή: 12,5 € (δωρεάν παράδοση εντός Αττικής στο τηλ. 6998877556)