Μαρία Πολύζου: Το τρέξιμο είναι το σωσίβιο της ζωής μου

Η πρώην πρωταθλήτρια του μαραθωνίου, την οποία ο σάτυρος πατέρας της βίαζε από έντεκα ετών, έγινε η θαρραλέα γυναίκα που νίκησε τον καρκίνο και ονειρεύεται μια μέρα ξεγνοιασιάς

Στα 53 της, η Μαρία Πολύζου έχει ζήσει πέντε ζωές. Το παιδάκι που γαλουχήθηκε με άδειο στομάχι και τρύπιες τσέπες. Η βιονική αθλήτρια του μαραθωνίου, που έφτασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η πρωταθλήτρια της φιλανθρωπίας, που έφτασε μέχρι την Κένυα για να χαρίσει ένα πακέτο μπισκότα και ένα ζευγάρι κόκκινα παιδικά παπουτσάκια. Η μαρτυρική έφηβη, που ο σάτυρος πατέρας την βίαζε από 11-12 ετών. Η θαρραλέα γυναίκα που νίκησε τον καρκίνο και ονειρεύεται μία μέρα ξεγνοιασιάς. «Το πετσί μου είναι πιο μαλακό από ποτέ, αλλά δεν έχω άλλα δάκρυα», λέει. Διαβάζοντας το σοκ στα μάτια μας, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της στο Χαλάνδρι με το εξής κατευόδιο: «Ξέρεις, Νίκο, με πλησίασαν για βοήθεια και συμπαράσταση άλλα εφτά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους. Τα πέντε είναι αγόρια».

Exif_JPEG_420

-Μαρία, από τι υλικό είσαι φτιαγμένη;

Όπως λένε στο χωριό, είμαι σκληρό καρύδι. Δεν σπάω εύκολα. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σπάσει. Έχω ψυχή με αστείρευτη δύναμη, που δίνει ενέργεια και στο σώμα. Μου έχουν δοθεί τόσες δοκιμασίες, αλλά δεν λύγισα. Ο χαρακτήρας προπονεί το μυαλό. Δεν ξέρω από πού πηγάζει, νομίζω ότι ήρθα με αυτή. Όταν έχεις περάσει τόσο δύσκολα παιδικά χρόνια, δυσκολίες όπως τα προβλήματα που αντιμετώπισα ως αθλήτρια σου φαίνονται προβληματάκια. Κοιτάω πάντα τη μεγάλη εικόνα. Η μικρή Μαρία ήρθε μόνη στην Αθήνα και ξέφυγε. Έχτισε και κατέκτησε σκαλοπάτι σκαλοπάτι όσα ονειρεύτηκε και ζωγράφιζε στα ημερολόγιά της. Ήταν ένα όραμα, που το κρατούσα στα χέρια μου. Εάν σε κάποιους δεν αρέσω, εγώ θα προχωρήσω. Θα βελτιώνομαι και θα ανοίγω πόρτες.

-Όπως την εποχή που δεν ήθελαν να στείλουν στους Αγώνες της Ατλάντα.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι μόνο το στέμμα που σου δίνουν όταν τερματίσεις. Είναι το όνειρο ενός παιδιού, να κατακτήσει τη ζωή. Ξέρεις τι έλεγα πάντα; «Δεν ξέρω τι θα γίνει και πώς θα γίνει, αλλά θα γίνει, που ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα». Είχα πιάσει το όριο στον Μαραθώνιο και μου ζητούσαν να επιβεβαιώσω ότι ήμουν σε καλή κατάσταση, δηλαδή να ξανακάνω 2ω35 . Δεν υπήρχε περίπτωση να απουσιάσω. Μου το χρωστούσε η ζωή. Το έζησα και επέζησα. Πήγα στην Ατλάντα με έξοδα των Ελλήνων ομογενών και του Θοδωρή Πασσά. Το τρέξιμο είναι το σωσίβιο της ζωής μου, η χαραμάδα από την οποία έμπαινε το φως. Ακόμα και όταν τα παντζούρια είναι κλειστά, από κάπου μπαίνει λίγος ήλιος.

-Από πού μπαίνει λοιπόν το φως; Μικρή έκανες δύο απόπειρες αυτοκτονίας.

Από την ψυχή. Εμένα μου την πρόσφερε το σύμπαν. Την άρπαξα και προχώρησα. Ακόμα και τη μαύρη στιγμή, που είσαι έτοιμος να πέσεις στο κενό ή στις ρόδες του λεωφορείου και να φύγεις, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, βλέπεις ένα φως. Κάτι που σε κρατάει. Ο εγκέφαλός μου έκανε μία αναλαμπή και επέστρεψα.

-Λες ότι πιστεύεις πολύ στον Θεό. Πώς είναι δυνατόν; Ποιος Θεός στέλνει τέτοιες δοκιμασίες και μάλιστα σε άνθρωπο που πιστεύεις;

Ναι. Πιστεύω πάρα πολύ. Δεν μεγάλωσα με προσευχές και πατερημά, αλλά με χριστοπαναγίες και καντήλια. Τα μπινελίκια του πατέρα μου ήταν αδιανόητα. Εγώ μικρό παιδάκι, πέντε, έξι, επτά χρονών, μιλούσα με τα αγγελάκια, δεν ταίριαζα με το μοτίβο της οικογένειας. «Ο Θεός θα σε τιμωρήσει», τολμούσα και του έλεγα. Και έτρωγα τη σφαλιάρα! «Ποιος Θεός, που τον ξέρεις εσύ το Θεό», μου έλεγε. Στο τραπέζι, εφτά άτομα, τους έβαζα να προσευχηθούν. Τελικά την έλεγα πάντα εγώ την προσευχή, στα γρήγορα. «Τελείωνε πια, πεινάμε». Δεν μου τα έμαθε κάποιος αυτά, από μέσα μου έβγαιναν.

-Πού ήταν ο Θεός όταν τον χρειαζόσουν, Μαρία;

Αναρωτιόμουν κι εγώ, τις νύχτες, τις δύσκολες. Κρυμμένη κατω από το κρεβάτι μου, στον κόσμο μου. «Πού είσαι, Θεέ μου; Πόσο ακόμα να δοκιμαστώ; Τι άλλη επίκληση να κάνω για να με ακούσεις;» Εκείνος δεν άκουγε. Πήγαινα στα εκκλησάκια και προσευχόμουν. Στα νεκροταφεία, και άναβα τα καντήλια. Δεν αγανάκτησα όμως, να πω: «Μαρία, δεν υπαρχει Θεός, πάρε το ντουφέκι και σκότωσέ τον. Μαχαίρωσέ τον». Ώσπου, ο Θεός μου έστειλε μία διέξοδο.

-Εννοείς το τρέξιμο.

Ναι. Τυχαία, αν και δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Στην Γ’ Γυμνασίου μου έβαλε ένας καθηγητής 12-13 και πήγα στο στάδιο μόνο και μόνο για να βελτιώσω τον βαθμό μου. Από το πρώτο κιόλας χιλιόμετρο, ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Ξαφνικά, το κορμί μου ένιωσα την ελευθερία. Ο άνεμος στο πρόσωπο, το οξυγόνο στην αναπνοή, η ελαφρότητα του σώματος, ξανάνιωσα πώς είναι ο αέρας. Πλέον ζούσα περιμένοντας το ξημέρωμα, για να ξαναπάω για τρέξιμο. Δεν ήμουν ανταγωνιστική και δεν καταλάβαινα γιατί δεν μου μιλούσαν οι άλλες αθλήτριες. Ψυχούλα ήμουν, ψυχάκι. Στον δικό μου κόσμο. Με φώναζαν «Μόγλη», όπως το παιδί της ζούγκλας.

-Πώς ξεπερνάει ένας άνθρωπος τέτοιο ψυχικό τραύμα; Σε βίαζε ο ίδιος ο πατέρας σου, από 11-12 ετών.

Είναι ένας μεγάλος μαραθώνιος. Συνεχής. Θέλει πολλή δουλειά για να μη πέσεις στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ ή στην κατάθλιψη. Μόνο για 6-9 μήνες πήγα σε ψυχοθεραπευτή, και μεγάλη. Μέσα μου έλεγα πάντοτε ότι όχι, δεν ανήκω εκεί που ήθελε να με ρίξω ο πατέρας μου. Δεν ανήκω στο μαύρο, αλλά στο άσπρο. Ένιωθα σαν να μην ήμουν εγώ, σαν να με πέταξε κάποιος εκεί για να βρω την πορεία μου. Όταν βρήκα τη δύναμη να συγχωρήσω τον άνθρωπο που μου έκανε τη χειρότερο κακό, ήταν η μεγαλύτερη νίκη της ζωής μου. Έπειτα ηρέμησε η ψυχή μου, δεν με κυνηγούσε πια τίποτε.

-Μα, πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται να συγχωρείς;

Συγχωρείς. Όχι για τον άλλον, αλλά για σένα. Ήταν δική μου ανάγκη, να πάω πιο ψηλά από όλα αυτά. Πήγα στο σπίτι μετά από χρόνια και τον βρήκα να κοιμάται. «Άγγελέ μου», είπε μόλις με είδε. «Δεν είμαι ο άγγελός σου, η Μαρία είμαι». Κατάλαβα ότι φοβήθηκε λίγο, αλλά συνέχισα να μιλάω. «Σε ευχαριστώ που μου έδωσες τη ζωή, εκτός από προβλήματα», του είπα. «Τα ξεπέρασα όλα και σε συγχωρώ». Τότε ήταν η μοναδική φορά που άκουσα τη λέξη συγγνώμη. «Συγγνώμη, παιδί μου, για αυτά που σου έκανα». Καθόμουν σε ένα σκαμνακι και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Ακούω τώρα εγώ αυτό το πράγμα; «Τη συγγνώμη να τη ζητήσεις από το Θεό», του είπα και εφυγα. Εκεί εγώ, επιμονή! Πέντε λεπτά κράτησε όλο κι όλο.

-Και δεν τον ξαναείδες ποτέ.

Όχι. Τον ξαναείδα. Μία μέρα, όταν ο πατέρας μου ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο, ένιωσα ότι ήταν ετοιμοθάνατος. Το ένιωσα. Βρήκα δύναμη από το σύννεφο που σχηματίζεται πάνω μου σε τέτοιες στιγμές και πήγα να τον δω. Δεν ήμουν εγώ, εκείνη τη στιγμή. Μου φαινόταν σαν να κρατούσα το κεφάλι ενός μωρού. Ναι, τόση ειρήνη ένιωσα μέσα μου. Τον πονούσα τόσο πολύ, ήξερα ότι μέσα του ήταν και αυτός δυστυχισμένος για όσα είχε κάνει. «Τώρα θα πούμε μαζί το Πάτερν Ημών», του είπα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, αλλά είδα τα χείλη του να κινούνται, να ψελλίζουν. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά του έδωσα εγώ φωνή. Του φίλησα το μέτωπο, του ανθρώπου που έκανα εμετό όποτε τον πλησίαζα. Μπόρεσα, με το κεφάλι του στα χέρια μου. Έφυγε και έφυγα κι εγώ. Για πάντα. Δεν γυρνάω πια πίσω, είμαι πολύ αλλού.

-Πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη μέρα της ζωής σου.

Πήρα το αυτοκίνητό μου, ένα βανάκι που έχω για να φεύγω στη φύση, και ανέβηκα στο οικόπεδό μου όπως συνηθίσω να λέω, στην Πεντέλη. Περπάτησα λίγο και κοιμήθηκα με απόλυτη γαλήνη. Το επόμενο πρωί είδε τον ήλιο μία νέα Μαρία. Ποτέ άλλοτε δεν μου φάνηκε τόσο λαμπερός. Ήταν σαν να έβγαινε από μέσα μου. Δεν έβλεπα απλά τον ήλιο, ήμουν εγώ που τον φώτιζα.

-Είχες μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις στην Πάτρα.

Με έλεγαν σπουργιτάκι στον Έσπερο, γιατί έτρωγα ελάχιστα. Λίγο ρυζάκι, λίγο κρεατάκι. Ο πατέρας έπαθε αναπηρία από μία επέμβαση και δεν είχαμε καθόλου πόρους. Τέσσερα παιδιά, τρώγαμε στο ΠΙΚΠΑ, αλλά μόνο τα μεσημέρια, γιατί μετά έκλειναν. Τα βράδια μπορεί να τη βγάζαμε με ένα γάλα ή νηστικοί. Αργότερα έβγαινε με το καΐκι και έφερνε ψάρια και τρώγαμε αυτά κάθε μέρα. Τις Κυριακές λίγο κοτόπουλο, μια φορά το μήνα κρέας.

-Υποθέτω ότι αυτό συνεχίστηκε και όταν ήρθες ως αθλήτρια στην Αθήνα.

Ναι, δεν είχα μία. Τίποτα. Άνοιγες το ψυγείο μου κα έβρισκες μέσα ένα αυγό. Όταν είχα λεφτά, έπαιρνα ένα καρβέλι ψωμί. Και ζούσα με αυτά. Έμαθα στα λίγα και απομυθοποίησα την τροφή. Δεν ζω για να τρώω, τρώω για να ζω. Πάντοτε έτρεχα με το πάθος, δεν χρειαζόμουν βιταμίνες. Έτρωγα όνειρα. Τα παλιά τα χρόνια, έβλεπα μόνο εφιάλτης. Δεν γελούσα ποτέ και δεν μιλούσα. Ήμουν το αόρατο παιδί.

-Μήπως η φτώχεια είναι και κάποιου είδους προνόμιο; Ο Γιώργος Κούδας μου το είχε πει αυτό.

Προνόμιο; Όχι, όχι. Αλίμονο. Με τίποτε δεν θα ήθελα να ζήσει η κόρη μου μες στην ανέχεια. Υπάρχουν άλλοι τρόπο να βελτιώσεις το πνεύμα σου και να γίνεις δυνατό, δεν χρειάζεται να πεινάσεις. Το πιάτο με το φαγητό σε βοηθάει να σκέφτεσαι και να ενεργείς καλύτερα. Εγώ θέλω πάνω απ’ όλα να δίνω, να προσφέρω. Από εκεί εισπράττω την ευτυχία.

-Στην αυτοβιογραφία σου μιλάς για τα ταξίδια σου στην Κένυα.

Πήγα για προετοιμασία και είδα την απόλυτη φτώχεια. Τόσα παιδάκια και ούτε ένα δεν φορούσε παπούτσια. Ούτε ένα. Όλα με κουρέλια, ή γυμνά, νηστικά, με τις κοιλίτσες προησμένες. Και εγώ στη ζωή μου να τα θέλω όλα! Νίκο, εκεί την άκουσα. Κλονίστηκα. Αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Πήγα στα χωριά, μοίρασα μπισκότα, τσιπς, ό,τι είχα, αλλά ποιο να πρωτοχορτάσει και πώς να κουβλήσω τρόφιμα για 50 παιδιά; Γιουρούσι γινόταν, μετά τους έδινα τις μπλούζες μου. Και πώς να γυρίσεις την πλάτη και να φύγεις; Την επόμενη μέρα τους πήγα μία βαλίτσα δώρα, ρουχαλάκια. Πήγα στο σπίτι ανθρώπων που δεν είχαν ξαναδεί λευκή και τους φαινόταν αδιανόητο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έστελνα ταχυδρομικώς, παπουτσάκια σαν τα κόκκινα που είχα εγώ μικρό κοριτσάκι, ρουχαλάκια. Αυτό ήταν για μένα το γιατρικό μου. Μου γαλήνευε την ψυχή, με έκανε άλλον άνθρωπο. Με βοήθησε να κοιμάμαι πλήρης.

-Υποθέτω ότι υπήρξε συνέχεια και στην Ελλάδα.

Έφευγα από το ΟΑΚΑ και πήγαινα μια ώρα δρόμο στο Άσυλο Ανιάτων, στον Σκαραμαγκά. Δεν υπάρχει η έννοια άνθρωπος εκεί μέσα, μόνο πεταμένες ψυχές. «Παιδιά» τους έλεγα, όλους σαν παιδιά τους αντιμετώπιζα. Να μιλήσω λίγο μαζί τους, να ζωγραφίσουμε κάτι μαζί. Έπαιρνα την κόρη μου και πηγαίναμε μαζί στο γηροκομείο, την έβλεπαν τα παππούδια και άνοιγε καρδιά τους. Φεύγεις με την ψυχάρα σου γεμάτη. Νομίζω ότι γεννήθηκα με αυτό. Λύσε το πρόβλημα, λέω πάντα. Και το πρόβλημα δεν λύνεται αν κάνεις κάποιον τεμπέλη. Δεν αρκεί να του προσφέρεις νερό, πρέπει να τον εκπαιδεύσεις να ανοίξει το πηγάδι.

-Κάθε μέρα της ζωής μας μπορεί να είναι μία ξεχωριστή αποστολή.

Ακριβώς. Όσο προσφέρω, ενεργοποιούνται δυνάμεις μέσα μου και γίνομαι καλύτερη. Ακόμα και ως αθλήτρια. Η δική μου αποστολή είναι να υποστηρίξω τα νέα παιδιά, αυτά που θα φτάσουν στο χείλος. «Δεν θα αυτοκτονήσεις», να τους πω. «Εγώ πέρασα πολύ χειρότερα και όμως τα κατάφερα». Μπορούσα να πέσω στα ναρκωτικά με όσα έζησα μικρή, άλλωστε έκανα παρέα με παιδιά που ήταν στο περιθώριο. Με αποδέχονταν, επειδή τους φαινόμουν ότι ήμουν ένα από αυτά. Αμίλητο, σαν κακόμοιρο. Μου έδιναν ναρκωτικά και δεν έπαιρνα. Δεν ήπια, δεν κάπνισα. Ούτε όμως έδωσα την αλυσίδα που φορούσα σε ένα παιδί που ήθελε να αγοράσει τη δόση του. Αθώα τελείως, ήθελα να το βάλω στοβν ίσιο δρόμο. Φοβόμουν μόνο, μη μου πουν καλά λόγια οι καθηγητές. «Άντε, φυτούκλα, αλέ», μπορεί να μου έλεγαν τότε τα άλλα παιδιά.

-Έγινες πρωταθλήτρια του μαραθωνίου, έγινες μητέρα, έγινες προπονήτρια, αφιέρωσες χρόνο και ενέργεια στη φιλανθρωπία, πρόσφερες στην κόρη σου παιδεία και τότε…

Τότε πετούσα στα σύννεφα και πίστευα ότι θα ηρεμήσω πια. Ότι ο Θεός θα μου ανταποδώσει. Αλλά την ίδια μέρα που η κόρη μου η Αγάπη τελείωνε τις Πανελλήνιες αριστούχος, δέχθηκα τηλεφώνημα από τον γιατρό. «Κυρία Πολύζου, μπορείτε να έρθετε από δω; Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας, δεν θέλουμε να σας πούμε από το τηλέφωνο». Δηλαδή; Δηλαδή, έχω καρκίνο; Συγγνώμη, καρκίνο; Δεν μπορεί, ρε πούστη. Γιατί τώρα; Έβλεπα μπροστά μου το τέρας και έγινα λιώμα. Ξαφνικά νιώθεις να τερματίζουν όλα. Τα δάκρυά μου αμέτρητα, καταρράκτης. «Δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα». Από τα μάτια μου περνούσε όλος ο γολγοθάς. Οι χημειοθεραπείες, ο αγώνας, τα έξοδα. Ο γιατρός μου εξηγούσε ευγενικά τι θα κάνουμε, αλλά εγώ άκουγα μόνο: «Καρκίνος. Καρκίνος. Καρκίνος. Καρκίνος».

-Και χάνεις μεμιάς τον ύπνο σου.

Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να βγω με την κόρη μου, βγήκε με το αγόρι της, δεν ήθελα να της χαλάσω τη διάθεση πάνω στο όνειρο, ούτε θα μπορούσα να της κρυφτώ. Το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκα. Ψάχνεις στο ίντερνετ, τρελαίνεσαι με αυτά που διαβάζεις, σου έρχονται δονήσεις από παντού. «Η τάδε πέθανε στα 45». «Πέθανε στα 52». «Πέθανε στο 38». Στον δρόμο έρχεται κάθε κουλή και σου λέει: «Αααα, πόσο λυπάμαι, το είχε και μια θεία μου και έσβησε μέσα σ’ ένα μήνα». Εξετάσεις επί εξετάσεων, αξονικές, το βουητό του τομογράφου, πόδια, χέρια, αίματα, άνω κάτω κοιλίες. Η αγωνία όταν σε καλούν για το αποτελέσματα. Σου λένε ότι τελικά ο καρκίνος είναι μόνο στο στήθος και ξαναβλέπεις το φως. νιώθεις καλά. «Γιατρέ, εσύ πάρε την ασθένεια και εγώ θα πάρω τη Μαρία», είπα.

-Έπεσες στη μάχη αισιόδοξη.

Είπα ότι αυτόν τον μαραθώνιο θα τον ζήσω όσο καλύτερα γίνεται. Ότι θα γελάω πάντα, ότι θα βγαίνω, θα πηγαίνω στη θάλασσα, θα προπονώ τους δρομείς μου που τους έχω σαν παιδιά, θα τρέχω, όλα έξτρα λαρτζ. Αυτό με βοήθησε τρελά. Μετά την επέμβαση, μου είπαν να κάτσω ήσυχα. Αλλά τη δεύτερη, τρίτη μέρα ένιωθα σωματικά καλά. Ούτε πόνους ούτε αδυναμία. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Γιατί να μη βγω; Περπάτησα χωρίς πρόβλημα, σε 2-3 μέρες άρχισα να τρέχω, με το σακουλάκι της παροχέτευσης. Μες στην τρελή χαρά, με τα χρονόμετρα στο χέρι.

-Δεν χρειάστηκε να γίνει μαστεκτομή, έτσι;

Ευτυχώς όχι. Αλλά αφαιρέθηκαν 27 λεμφαδένες. Εικοσιεφτά. Και η χημειοθεραπεία είναι βασανιστήριο. Δεκάξι έκανα. Όταν μπαίνει το φάρμακο στις φλέβες, καίνε, ακόμα και αν τους ρίξεις παγωμένο νερό.. Όλα καίνε μέσα σου. Τα έντερα, οι μύες, τα χέρια, τα πόδια, όλα. Παράλληλα φορούσα μία κάσκα με θερμοκρασία -32 βαθμών, που την άλλαζαν κάθε 25 λεπτά, για να σώσω τα μαλλιά μου. Καθόμουμ με την κουβερτούλα μου και έφευγα παγωμένη. Αλλά είχα αποφασίσει, ότι αυτό θα το περάσω με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Έφτασε η ψυχή μου στο πάτωμα, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα ότι φεύγω.

-Γιατί είναι τόσο σημαντικό να μη πέσουν τα μαλλιά;

Πολύ σημαντικό! Ο καρκίνος είναι μέσα σου, αλλά δεν τον βλέπεις φάτσα κάρτα. Εάν έμενα φαλακρή, θα τον έβλεπα 24 ώρες στον καθρέφτη μου. Εάν σώσεις έστω πέντε τρίχες, να τις περιποιείσαι λίγο, τον ξεγελάς. Δεν θα ‘θελα να φοράω μαντήλια και να με κοιτάζουν σαν περίεργο εξωγήινο ον. Όταν μου είπαν ότι τα παυσίπονα φάρμακα ήταν προαιρετικά, τα πέταξα και έτρεξα 18 χιλιόμετρα. Το διαχειρίζομαι, είπα. Μπορούσα να βγάλω και μαραθώνιο εκείνη τη μέρα, αλλά έβαλα φρένο στην υπερβολή. Με το τρέξιμο έφευγαν οι πόνοι και το κάψιμο. Μόνο εμετούς είχα, αλλά εντάξει, πες πώς έπαθα μια γαστρεντερίτιδα. Το μήνυμά μου είναι, κορίτσια, μη καθίσετε στο κρεβάτι. Μην αφήσετε το σώμα σας να πρηστεί.

-Μετά από όσα έχεις περάσει, έφτασε στιγμή που μισούσες το σώμα σου;

Όχι. Γιατί να το μισήσω; Τώρα το αγαπώ περισσότερο. Τη Μαρία την αγαπώ περισσότερο παρά ποτέ. Πίσω μπορεί να γίνεται πανικός, αλλά εγώ παίρνω το αυτοκίνητό μου και αποσύρομαι στην κοσμάρα μου. Βρίσκω έναν καταρράχτη και πηγαίνω και διανυκτερεύω εκεί. Σε 15 μέρες, έκαναν 3 χιλιάδες χιλιόμετρα με το βανάκι μου. Εισπράττω το γέλιο και την αγάπη, παίρνω τώρα ό,τι δεν πήρα μικρή. Και γελάω, γελάω συνέχεια, μη με βλέπεις έτσι σοβαρή. Τις μούρλες μου θα τις κάνω οπωσδήποτε.

-Και τώρα, πάει ο καρκίνος; Τελείωσε; Πέρασε;

Θέλει πολλή δουλειά ακόμη. Πρέπει να παίρνω ένα φάρμακο για 10 χρόνια και να υποβάλλομαι σε εξετάσεις κάθε τρίμηνο. Δεν ήμουν έτοιμη για αυτό, με επηρέασε αρνητικά και εναντιωνόμουν. Νόμιζα ότι θα ξεμπέρδευα με την εγχείρηση, αντίο καρκίνε και φύγαμε. Με έχει διαλύσει αυτό το φάρμακο. Όταν μένω ακίνητη πολλές ώρες, τη νύχτα ας πούμε, ξυπνάω κοκκαλωμένη. Aκούνητη. Χρειάζεται αγώνας για να σηκωθώ, έχω παντού αγκυλώματα. Θέλω να γλιτώσω πια από τα νοσοκομεία, να νιώσω ξενοιασιά. Τότε δεν θα με νοιάζει να μου κόψουν το ρεύμα στο σπίτι, αρκεί να είμαι καλά. Μέχρι τότε είμαι ακομα στην πρίζα.

-Φοβάσαι; Δεν σε τρομάζει ο φόβος υποτροπής;

«Γιατρέ μου, θα σε φιλούσα αν δεν υπήρχε Covid-19», του είπα τις προάλλες, όταν βγήκαν οι εξετάσεις. Όχι. Δεν με τρομάζει πια τίποτε. Ούτε ο θάνατος και η άλλη πλευρά. Παλιά έκλαιγα πολύ, αλλά τώρα με πονάει η καρδιά μόνο για τον πόνο των άλλων. Για τον άστεγο που κοιμάται στο χαρτόκουτο και σου φιλάει το χέρι αν του δώσεις λίγο κρεατάκι. Για τα φτωχά παιδιά στα φανάρια. Για τον παππού, που περίμενε 4 ώρες στο κρύο για να πάρει το φάρμακό του από τον ΕΟΠΥΥ. Για την κατάντια μας, ως κοινωνία. Θα λύγιζα και θα κατέρρεα μόνο αν πάθαινε κάτι η κόρη μου ή άλλο αγαπημένο πρόσωπο. Για τον εαυτό μου, δεν έχω πια άλλα δάκρυα.

 

· Η αυτοβιογραφία της Μαρίας Πολύζου, με τίτλο «Μην Τα Παρατάς!» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.

Ετικέτες