Η Μαρία Μαυροειδή, δρ ιστορικός – βιομηχανική αρχαιολόγος και πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH), διερευνά τα όρια διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς με αφορμή τις περιπτώσεις της ΠΥΡΚΑΛ και του πρώην Νηματουργείου Φουστάνου στο Νέο Φάληρο.
Το τελευταίο διάστηµα δύο φαινοµενικά ανεξάρτητα µεταξύ τους γεγονότα έδωσαν το έναυσµα για τις ακόλουθες σκέψεις. Ξεκινώντας από το πιο πρόσφατο, στις 22 Απριλίου το ιστορικό κηρυγµένο διατηρητέο πρώην Νηµατουργείο Φουστάνου στο Νέο Φάληρο πήρε φωτιά. Την εποµένη ο δήµος προχώρησε σε κατεδάφιση µέρους του κτιρίου. Ωστόσο η πρόσφατη πυρκαγιά αποτέλεσε την κορύφωση της προκλητικής και ανεξέλεγκτης εγκατάλειψης του πολύπαθου κτιρίου από τους ιδιοκτήτες-επενδυτές, οι οποίοι ανενόχλητοι επί σειρά ετών αφήνουν το διατηρητέο να καταστρέφεται από πυρκαγιές και σεισµούς, να ρηµάζει. Το ιστορικό κτίριο αποτελούσε εµπόδιο πρωτίστως για τον ιδιοκτήτη του, ενώ δεν µπορεί να ήταν «αόρατο» κατά τη διάρκεια του σχεδιασµού και της κατασκευής του τραµ.
Στις απαρχές της ελληνικής βιοµηχανίας
Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε από τον Αντώνιο Φουστάνο, γιο του Σπαρτιάτη βιοµήχανου και εφοπλιστή Παντελή Φουστάνου ο οποίος ίδρυσε στην Ερµούπολη το Κλωστήριον Σύρου Φουστάνος, Καρέλλας, Βελισσαρόπουλος και Σία το 1903. Το εργοστάσιο περιήλθε εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Φουστάνου το 1920 και επεκτάθηκε στην υφαντουργία. Μετά τον θάνατο του Παντελή Φουστάνου το 1925 το εργοστάσιο της Σύρου ανέλαβε ο γιος του Γεώργιος, ενώ ο άλλος γιος του Αντώνιος ήδη από το 1912 είχε µεταφερθεί στον Πειραιά όπου ίδρυσε το νηµατουργείο βάµβακος Α. Φουστάνος, πιθανώς αγοράζοντας προϋπάρχον κλωστήριο στην οδό Τροχιοδρόµων (σηµερινή Οµηρίδου Σκυλίτση και ∆εληγιώργη) στο ύψος του Νέου Φαλήρου. Είναι η εποχή που κι άλλοι βιοµήχανοι της Ερµούπολης (Λαδόπουλος, Βελισσαρόπουλος – Καρέλλας κ.ά.) επεκτείνουν ή µεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στον Πειραιά –και µάλιστα στην ίδια περιοχή, του Νέου Φαλήρου–, στο νέο εµποροβιοµηχανικό και διαµετακοµιστικό κέντρο που υποσκέλισε την Ερµούπολη.
Το εργοστάσιο το 1983 κηρύσσεται διατηρητέο µνηµείο από το υπουργείο Πολιτισµού ως «έργο τέχνης» και «σπάνιο δείγµα βιοµηχανικής αρχιτεκτονικής», καθώς το κτίριο θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγµα της χρήσης του οπλισµένου σκυροδέµατος στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα.
Το δεύτερο γεγονός είχε προηγηθεί του Φουστάνου. Ξαφνικά στις 3 Απριλίου ο πρωθυπουργός εξήγγειλε τη δηµιουργία «κυβερνητικού πάρκου» στις ιστορικές εγκαταστάσεις της ΠΥΡΚΑΛ στον Υµηττό µε τη µετεγκατάσταση εννέα υπουργείων στον χώρο και τη µεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας των ελληνικών αµυντικών συστηµάτων στο Λαύριο.
Η Ανώνυµη Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου προήλθε από τη συγχώνευση της Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου Χηµικών και Βιοµηχανικών Προϊόντων του Κ. Μωραϊτίνη (1874) µε τη Βιοµηχανική Εταιρεία Αφών Μαλτσινιώτη (1887) το 1908. Πρόκειται για µια από τις παλαιότερες ελληνικές βιοµηχανίες, για την παλαιότερη επιχείρηση του κλάδου των πυροµαχικών και για µια πρώιµη χηµική βιοµηχανία. Επιπλέον, η ΑΕ Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, υπό τον έλεγχο του Μποδοσάκη Αθανασιάδη από το 1934, εξελίχθηκε και σε µια από τις µεγαλύτερες βιοµηχανίες της χώρας. Η µακρά περίοδος λειτουργίας της ΠΥΡΚΑΛ διατρέχει όλα τα στάδια γέννησης και ανάπτυξης της βιοµηχανίας της χώρας, αλλά και τις κρίσιµες στιγµές της ιστορίας της.
Σύµφωνα µε το σχέδιο για το «πάρκο» που παρουσιάστηκε την ίδια µέρα, από ολόκληρο το ιστορικό συγκρότηµα προβλέπεται η διατήρηση 25 κτιρίων «µε ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά». Στην περίπτωση της ΠΥΡΚΑΛ Υµηττού παρατηρείται ο κατακερµατισµός του ιστορικού συνόλου του Καλυκοποιείου, το οποίο συνιστά σύνθετο σύνολο κτιρίων, εξοπλισµού και γραµµών παραγωγής που λειτουργούν ακόµη. Πέρα από τις σοβαρές ενστάσεις που διατυπώνονται για το ίδιο το σχέδιο, το ιστορικό συγκρότηµα δεν φαίνεται να αντιµετωπίζεται στην ολότητά του και µε ουσιαστικό σχέδιο προστασίας, ενώ η όποια αναφορά στη δηµιουργία «µουσείου της εταιρείας και της βιοµηχανικής ιστορίας της χώρας» στα κτίρια που θα διατηρηθούν ηχεί περισσότερο ως προσπάθεια να αποσοβηθούν οι αντιδράσεις.
Από την Ελευσίνα στα Μεταλλεία Κίρκης
Εκτός από τα παραπάνω υπάρχουν ορισµένα ακόµη παραδείγµατα. Το συγκρότηµα της ΠΥΡΚΑΛ στην Ελευσίνα, το οποίο χρονολογείται από το 1934 και περιλαµβάνει τα τµήµατα του Πυροτεχνουργείου και του Γοµωτηρίου, χαρακτηρίστηκε ως σύνολο ιστορικός τόπος και δώδεκα κτίριά του ως ιστορικά µνηµεία µε υπουργική απόφαση στις 5/7/2019 ύστερα από δύο συνεδριάσεις και αυτοψία των µελών του Κεντρικού Συµβουλίου Νεωτέρων Μνηµείων (ΚΣΝΜ) στον χώρο. Ωστόσο µεσολάβησαν οι εκλογές χωρίς να έχει ακόµη δηµοσιευτεί η απόφαση σε ΦΕΚ. Η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού έσπευσε να επαναφέρει το θέµα στο ΚΣΝΜ µε την αιτιολογία της ύπαρξης ενστάσεων από τον ιδιοκτήτη των Ελληνικά Πετρέλαια, ισχυρισµός που κατέπεσε στη συνέχεια. Στη συνεδρίαση του ∆εκεµβρίου 2019 το ΚΣΝΜ αποδέχτηκε µεν την κήρυξη δώδεκα κτιρίων ως ιστορικών µνηµείων, αλλά απέρριψε τον χαρακτηρισµό της ΠΥΡΚΑΛ ως ιστορικού τόπου –παρά το γεγονός ότι οι επιστηµονικοί φορείς, η πρωτοβουλία πολιτών και ο ∆ήµος Ελευσίνας υποστήριξαν εκ νέου τον χαρακτηρισµό µε τεκµηριωµένα υποµνήµατα–, αφαιρώντας µια ασπίδα προστασίας από αυτό το εθνικής εµβέλειας βιοµηχανικό µνηµείο.
Από την άλλη πλευρά, το ιστορικό συγκρότηµα των Μεταλλείων της Κίρκης στον ∆ήµο Αλεξανδρούπολης είχε γρηγορότερη κατάληξη αν και ιδιοκτησία του ελληνικού δηµοσίου. Τα Μεταλλεία Κίρκης συνιστούν κατάλοιπο της µεταλλευτικής δραστηριότητας διάρκειας ενός και πλέον αιώνα στην περιοχή της βορειανατολικής Ελλάδας, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου τα µεταλλεία πέρασαν στην κατοχή γερµανοβουλγαρικής εταιρείας, η οποία κατασκεύασε τα κτίρια που σώζονται µέχρι σήµερα. Ωστόσο η απόφαση του ΚΣΝΜ στις 18/3/2019 ήταν αρνητική, όσον αφορά τόσο την κήρυξη των κτιρίων και του εξοπλισµού ως νεότερων µνηµείων όσο και τον χαρακτηρισµό της ευρύτερης περιοχής των µεταλλείων ως ιστορικού τόπου.
Τέλος, µια ακόµη πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η προσφυγή της Ελληνικό ΑΕ στη ∆ικαιοσύνη κατά του Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζοµένων Ολυµπιακής (ΠΟΛΚΕΟΑ) προκειµένου να εκποιήσει επτά ιστορικά αεροσκάφη της Ολυµπιακής Αεροπορίας τα οποία ανήκουν στην πλούσια συλλογή του ΠΟΛΚΕΟΑ. Η συλλογή αυτή διασώζει την 90χρονη ιστορία της πολιτικής αεροπορίας και θα αναδειχθεί µε τη δηµιουργία ενός σχετικού µουσείου.
Ολα τα παραπάνω συνδέονται µεταξύ τους, συνιστώντας αντιπροσωπευτικές όσο και «οριακές» εκφάνσεις της σηµερινής κατάστασης και του πλαισίου διαχείρισης της βιοµηχανικής κληρονοµιάς στη χώρα και µας προδιαθέτουν για το τι θα ακολουθήσει. Αυτά τα διαδοχικά συµβάντα αποτελούν ανησυχητικά συµπτώµατα µιας κλιµακούµενης κρίσης και της πολιτιστικής κληρονοµιάς που εκτυλίσσεται στο έδαφος της υποχώρησης του ρυθµιστικού ρόλου του κράτους. Η ιστορία του εργοστασίου Φουστάνου στον Πειραιά είναι αποκαλυπτική της αντιµετώπισης των µνηµείων ως «όχλησης» και «εµποδίου» για τον επενδυτή, που πρέπει να εξαλειφθεί ακόµη κι αν χρειαστεί λίγος χρόνος παραπάνω. Η «συµµόρφωση» µε τις επιθυµίες αυτές των «επενδυτών» µόνο απώλειες µπορεί να συνεπάγεται.
Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, πλέον έχει θεσπιστεί η επιτάχυνση της διαδικασίας κατεδάφισης των «επικινδύνως ετοιµόρροπων κτιρίων», κάτι που σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι η κήρυξη δεν συνεπάγεται και ολοκληρωτική προστασία, µπορεί να οδηγήσει συνδυαστικά στην απαλοιφή πολλών ιστορικών βιοµηχανικών κτιρίων και όχι µόνο. Ως αντίβαρο σε αυτό τον κίνδυνο θεωρούµε σηµαντική την εξασφάλιση χρηµατοδότησης και την υλοποίηση του προγράµµατος ∆ΙΑΤΗΡΩ από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας όχι ως πανάκεια, αλλά ως ένα βήµα προς την παροχή κινήτρων –και οικονοµικών– στους ιδιοκτήτες ιστορικών ακινήτων ώστε να ενθαρρύνονται στην κατεύθυνση της διατήρησης και αποκατάστασής τους.
«Μνηµονική» απάλειψη και απώλεια του καταλοίπου
Σε αυτές τις συνθήκες γίνεται αντιληπτό ότι απαιτείται η µεγαλύτερη δυνατή ενεργοποίηση, η συνεργασία και ο συντονισµός φορέων, επιστηµόνων και πολιτών για την προστασία της βιοµηχανικής κληρονοµιάς. Χρειάζεται επιτέλους η δηµιουργία εθνικού µητρώου των βιοµηχανικών κινητών και ακίνητων µνηµείων, το οποίο θα καθιστά δυνατή την αξιολόγηση για την περαιτέρω προστασία και διαχείρισή τους, καθώς και την ανάδειξη των αναγκών και των δυνατοτήτων για επαναχρήσεις. Ενα τέτοιο µητρώο προϋποθέτει την υλοποίηση εκτεταµένων προγραµµάτων καταγραφής και τεκµηρίωσης µε τη συµµετοχή και την αξιοποίηση του δυναµικού και των τοπικών κοινοτήτων, καθώς µάλιστα η καταγραφή αποτελεί η ίδια µορφή διάσωσης.
Παράλληλα απαιτείται ένα σύγχρονο νοµοθετικό πλαίσιο, το οποίο αντιµετωπίζοντας τη βιοµηχανική κληρονοµιά ως αξία και όχι ως πρόβληµα θα παρέχει µεν κίνητρα για τους ιδιοκτήτες ιστορικών µνηµείων αλλά ταυτόχρονα θα θέτει όρους και θα ελέγχει τις παρεµβάσεις σε αυτά.
Ενα από τα κλειδιά για την αναστροφή της απαξίωσης και της καταστροφής είναι τα συνθετικά αφηγήµατα για τη βιοµηχανική κληρονοµιά σε όλες τις υλικές και άυλες εκδηλώσεις της. Η περίπτωση του Φουστάνου στο Νέο Φάληρο είναι ενδεικτική αυτής της αναγκαιότητας: όσο συνεχίζουµε να «αισθητικοποιούµε» τη βιοµηχανική κληρονοµιά αντί να την «ιστορικοποιούµε» και να την εντάσσουµε οργανικά στην κοινότητα τόσο θα παραµένει ατελής και ατελέσφορη κάθε προσπάθεια προστασίας του µνηµείου. Γιατί όταν έχει συντελεστεί πια η «µνηµονική» απάλειψη, η απώλεια του φυσικού καταλοίπου καθίσταται ισχυρή πιθανότητα. Οταν η ιστορία και οι αξίες της βιοµηχανικής κληρονοµιάς δεν µετατρέπονται σε συλλογική µας γνώση, τότε οι απώλειες θα σηµατοδοτούν πολύ περισσότερα από την κατεδάφιση ενός εργοστασίου.
Η Μαρία Μαυροειδή είναι δρ ιστορικός – βιομηχανική αρχαιολόγος και πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH)